Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Ολυμπιακός (vid)

Ο συγγραφέας Γιάννης Γεωργάκης μιλά για το βιβλίο του «Κόμμα αλλάζουμε ομάδα ποτέ» και τον πρωταγωνιστή του, Μίκη Θεοδωράκη.

Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Ολυμπιακός (vid)

Υπάρχει ένα άλλο ποδόσφαιρο, το ποδόσφαιρο της τέχνης, του πολιτισμού, της ποίησης, το οποίο δεν παίζεται στην Ελλάδα. Γι αυτό το ποδόσφαιρο θέλησε να μιλήσει ο Γιάννης Γεωργάκης γράφοντας το βιβλίο «Κόμμα αλλάζουμε ομάδα ποτέ».

«Η καλλιέργεια ποδοσφαιρικού πολιτισμού, όπως τον οραματίστηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Θωμάς Κοροβίνης και δεκάδες άλλοι άνθρωποι της ποίησης και των τεχνών, είναι ο στόχος του βιβλίου» λέει στη συνέντευξή του ο συγγραφέας.

Αναλυτικά η συνέντευξη

-Πως γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου;

Η ιδέα ανήκει στον βετεράνο ποδοσφαιριστή Νίκο Μάλλιαρη. Έχοντας ζήσει από κοντά τη σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τους ποδοσφαιριστές, ειδικά μετά το 2000, πίστευε ότι η αγάπη του κορυφαίου μουσικοσυνθέτη και πολιτικού για το ποδόσφαιρο, έπρεπε να καταγραφεί, να αξιοποιηθεί, να προβληθεί, προκειμένου το άθλημα να κάνει ένα βήμα παραπάνω στην κατεύθυνση να συνδεθεί με τον πολιτισμό και τη μουσική και να αποκτήσει γερές και υγιείς βάσεις στην κοινωνία. Να ανέβει επίπεδο μήπως και σταματήσει να παράγει βία και καχυποψία. Αρχικά ήμουν επιφυλακτικός. Το μέγεθός του Μίκη είναι τεράστιο και η απήχηση της δημιουργίας του παγκόσμια. Δεν γνώριζα αν μπορώ να συνδέσω πολιτισμό και ποδόσφαιρο μέσω τον δράσεων του Μίκη, χωρίς να αδικήσω το ποδόσφαιρο, τον πολιτισμό και φυσικά τον Μίκη Θεοδωράκη. Όσο ο Νίκος επέμενε, τόσο κάμπτονταν οι δικές μου αντιστάσεις και τελικά η απόφαση ελήφθη τρία χρόνια μετά και περίπου πριν δεκατέσσερις μήνες.

-Γιατί επέλεξες τον συγκεκριμένο τίτλο;

Ο τίτλος «κόμμα αλλάζουμε ομάδα ποτέ», επί της ουσίας είναι δανεικός από την ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη προς τους βετεράνους ποδοσφαιριστές, στην εκδήλωση που είχε πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβριο του 2003 στο ξενοδοχείο «Χίλτον». Απευθυνόμενος στους δεκάδες ποδοσφαιριστές όλων των ομάδων που είχαν ανταποκριθεί στην πρόσκληση, ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης είχε πει μεταξύ άλλων: «Κάποιος γεννιέται και πεθαίνει με τα χρώματά του. Κι εγώ έχω αλλάξει πολλά κόμματα – και με έχουν κατηγορήσει για αυτό – αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω». Επιπλέον ο τίτλος είναι εξαιρετικά επίκαιρος. Κάθε φορά που διεξάγονται εκλογές εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι αλλάζουν κόμμα, ενώ μόλις πρόσφατα άλλαξαν κόμμα και κάνα δυο δεκάδες βουλευτές. Αντίθετα ο οπαδός ούτε που διανοείται να «προδώσει» την ομάδα του. Ταυτίζεται μαζί της, πανηγυρίζει στις επιτυχίες, πικραίνεται στις ήττες, θυμώνει αν κάτι δεν πηγαίνει καλά, αλλά αν χρειαστεί την ακολουθεί ακόμη και στην παρακάτω κατηγορία. Όπως έγραψε ο κειμενογράφος Νίκος Δήμου, η ποδοσφαιρική ταυτότητα είναι μετά την εθνική, τη θρησκευτική και την πολιτική, η τέταρτη σπουδαιότερη και για μερικούς η πρώτη.

-Από που άντλησες το υλικό;

Ο Νίκος Μάλλιαρης διαθέτει ένα σπουδαίο αρχείο φωτογραφιών και κειμένων, με όλες τις δράσεις του Μίκη Θεοδωράκη που αφορούν το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό. Δεκάδες συνεντεύξεις, εκατοντάδες κείμενα και δηλώσεις. Ύλες καταχωρημένες με τάξη σε ειδικά άλμπουμ ανά έτος και μήνα, από το 2000 και ένθεν. Πέντε τεράστια άλμπουμ έθεσε στη διάθεσή μου. Δεν επαρκούσαν όμως αυτά για να βγάλεις προς τα έξω, την πολιτισμική και ποδοσφαιρική προσωπικότητα του Μίκη Θεοδωράκη. Επιπλέον χρειάστηκαν ώρες συζητήσεων μαζί του καθώς είχε ζήσει από κοντά την παρουσία του Μίκη στον αγώνα της Εθνικής ομάδας με την Βόρειο Ιρλανδία το 2003, την εκδήλωση στο Χίλτον αλλά και τις ουκ ολίγες συναντήσεις που είχε ο Έλληνας μουσικοσυνθέτης σπίτι του με βετεράνους ποδοσφαιριστές και ειδικά με τα παιδιά που το 2004 αναδείχτηκαν πρωταθλητές Ευρώπης. Παράλληλα για να φρεσκάρω τις γνώσεις μου και να μπω στο πνεύμα με το οποίο αντιμετωπίζει ο Μίκης Θεοδωράκης τα πολιτιστικά και πολιτικά πράγματα της χώρας, χρειάστηκε να διαβάσω τα γραπτά του, τις δεκάδες συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει, πολλές από τις επίσημες ομιλίες που είχε κάνει και κυρίως μελέτησα τα πολύτομα έργα του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», «Το χρέος» και η «Ανατομία της μουσικής». Παράλληλα αξιοποίησα το δικό μου αρχείο και τις εμπειρίες που απέκτησα ως αθλητικός συντάκτης, από το ελληνικό και παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

-Πόσο χρόνο κράτησε η έρευνα και πόσο η συγγραφή;

Από τη στιγμή που συνέλαβα την ιδέα του βιβλίου, δηλαδή πως θα συνδέσω τον ποδοσφαιρικό Μίκη, με τον πολιτισμό και το πολιτικό του έργο, η συγγραφή του βιβλίου κύλησε ταχύτατα. Ταξινόμησα όσα είπε ο Μίκης Θεοδωράκης ειδικά στην ομιλία του προς τους βετεράνους ποδοσφαιριστές, τα χώρισα σε ενότητες και ασχολήθηκα με την ανάπτυξη αυτών των ιδεών, προσθέτοντας εμπειρίες δικές μου και ανθρώπων των γραμμάτων και του πολιτισμού από την Ελλάδα και το εξωτερικό, κυρίως εκείνων που είδαν το ποδόσφαιρο ως τέχνη και πολιτισμό. Εκατό μέρες καθημερινής εργασίας, αποδείχτηκαν αρκετές για να ετοιμαστεί το πρώτο χειρόγραφο.

-Τι θέλησες να πεις στο κοινό με το βιβλίο;

Ότι υπάρχει ένα άλλο ποδόσφαιρο, το ποδόσφαιρο της τέχνης, του πολιτισμού, της ποίησης, το οποίο δεν παίζεται στην Ελλάδα και οφείλουμε να το αναζητήσουμε. Τα καπνογόνα, οι κροτίδες, οι βιαιότητες, οι βωμολοχίες, οι οπαδικές και παραγοντικές συγκρούσεις, τα ύποπτα παιχνίδια και η απομάκρυνση της διανόησης από τα γήπεδα, χαρακτηρίζουν το ποδόσφαιρο μιας άλλης ξεπερασμένης εποχής. Μετά τη δεκαετία του 1980, όπου χάθηκαν στα γήπεδα όλου του κόσμου εκατοντάδες νεανικές ψυχές, οι διεθνείς αθλητικές ηγεσίες σε συνεργασία με υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες, έθεσαν το ποδόσφαιρο σε άλλη, ποιοτική τροχιά. Τα περισσότερα γήπεδα είναι σήμερα υπερσύχρονες πολυτελείς εγκαταστάσεις και η μπάλα που παίζεται στην Αγγλία, την Ισπανία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, είναι τέχνη, θυμίζει θεατρική παράσταση. Οταν βλέπεις στην «Γιόχαν Κρόιφ Αρένα» 22 ποδοσφαιριστές του Αγιαξ και της Τότεναμ να κλαίνε οι μισοί από χαρά κι οι μισοί από λύπη και 60.000 θεατές να χειροκροτούν ασταμάτητα, μοιράζεσαι κι εσύ μαζί τους την έκρηξη των συναισθημάτων, κι αισθάνεσαι τη δύναμη με την οποία μπορεί να σε οπλίσει ο ποδοσφαιρικός πολιτισμός.

Στα παραπάνω πρωταθλήματα δεν μπορείς να βρεις εισιτήριο. Στην Ελλάδα, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, τα παιχνίδια διεξάγονται σε άδειες εξέδρες και ο τελικός του κυπέλλου κεκλεισμένων των θυρών. Επιπλέον το ελληνικό ποδόσφαιρο, με ευθύνη κυρίως των εκάστοτε κυβερνώντων, διεκδικεί όλο και μικρότερο κομμάτι από την πίτα των 250 δισ. ευρώ που είναι ο ετήσιος παγκόσμιος ποδοσφαιρικός τζίρος. Η εντύπωση μάλιστα που έχω, είναι ότι στην Ελλάδα επιστρέφουμε ολοταχώς στο κρατικοδίαιτο ποδόσφαιρο. Αν δεν αντιστραφούν οι όροι, δεν οικοδομηθεί το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο σε αναπτυξιακή βάση και το επαγγελματικό δεν αποκτήσει πολιτιστική ταυτότητα, δεν υπάρχει μέλλον. Ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας ήδη άρχισε να αγνοεί τις ελληνικές ομάδες και να ενισχύει τις ισπανικές, τις αγγλικές τις γερμανικές.

Το ελληνικό ποδόσφαιρο επιβάλλεται να αποκτήσει πολιτιστική ταυτότητα, προσεγγίζοντας τους ανθρώπους της τέχνης, αξιοποιώντας τους βετεράνους ποδοσφαιριστές, κερδίζοντας το σεβασμό των πολιτών, αποβάλλοντας την ίντριγκα και τα άτομα που το επηρεάζουν από το παρασκήνιο. Στις εξέδρες σήμερα, δυστυχώς, αλέθονται νεανικές ψυχές. Αν δεν καλλιεργήσουμε ποδοσφαιρικό πολιτισμό, δεν υπάρχει αύριο. Το ποδόσφαιρο θα παραμείνει ένα αγκάθι που θα επηρεάζει αρνητικά όλους τους τομείς της κοινωνικής μας ζωής. Η καλλιέργεια ποδοσφαιρικού πολιτισμού, όπως τον οραματίστηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Θωμάς Κοροβίνης και δεκάδες άλλοι άνθρωποι της ποίησης και των τεχνών, είναι ο στόχος του βιβλίου.

-Πως «υποδέχθηκε» ο Μίκης Θεοδωράκης το βιβλίο;

Ο Μίκης πρώτος διάβασε τα χειρόγραφα και μάλιστα λίγες μέρες αφότου είχε επιστρέψει σπίτι του από το νοσοκομείο στα τέλη του περασμένου Αυγούστου, και τον ευχαριστώ από καρδιάς. Δεν ξέρω, στην ηλικία του, πόσοι θα έμπαιναν σε αυτόν τον κόπο. Αν δεν λάτρευε το ποδόσφαιρο και δεν επιθυμούσε να βελτιωθεί προς το καλύτερο, ώστε να μην δυσφημίζει την Ελλάδα διεθνώς, πιθανότατα δεν θα το έκανε. Απάντησε με λόγια ενθάρρυνσης και γραπτό μήνυμα που φιλοξενείται στην αρχή του βιβλίου.

-Γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης έγινε Ολυμπιακός;

Ο Μίκης έγινε οπαδός του Ολυμπιακού το 1935. Στην Κεφαλονιά όπου είχε μετακομίσει σε ηλικία 10 ετών από τα Γιάννενα, αγόρασε μία εφημερίδα με το χαρτζιλίκι που του έδωσε ο πατέρας του. Εκεί είδε τη φωτογραφία του Ολυμπιακού με τα κόκκινα, τα πέντε αδέρφια Ανδριανόπουλους, τον Βάζο, τον Συμεωνίδη... Ο «έρωτας», θα έλεγε κανείς, ήταν κεραυνοβόλος. Επιπλέον, ο Ολυμπιακός κυριαρχούσε την εποχή εκείνη στο ελληνικό πρωτάθλημα. Την ίδια χρονιά είχε ιδρυθεί στο Αργοστόλι ο τοπικός Ολυμπιακός, με τα ερυθρόλευκα χρώματα και έμβλημα τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο, γεγονός που ενδεχομένως έπαιξε το ρόλο του.

-Τι ήταν ο Ολυμπιακός για τον Μίκη Θεοδωράκη;

Ό,τι είναι για κάθε οπαδό η ομάδα του. Η ποδοσφαιρική του έκφραση. Η υπερηφάνεια στη γειτονιά, στην πόλη, στο σχολείο, η συντροφιά στην εξορία και τη φυλακή. Στα χρώματά του Ολυμπιακού και την προσωπικότητα των παικτών του, ο Μίκης ανακάλυψε τα ινδάλματα των νεανικών του χρόνων. Μαζί τους έμαθε να χαίρεται στις νίκες και να στενοχωριέται στις ήττες. Να περνάει ευχάριστα τις Κυριακές και μάλιστα σε μια περίοδο, όπως η μεταξική δικτατορία, όπου οι νέοι δεν τολμούσαν να βγουν από το σπίτι να πάνε κινηματογράφο.

Τη δεκαετία του 1960, όταν ήταν υποψήφιος βουλευτής με την ΕΔΑ στη Β΄ περιφέρεια του Πειραιά, σε κάποια προεκλογική περιοδεία συνάντησε σε ένα καφενείο τον Γιάννη Βάζο. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Ο Βάζος ήταν κορυφαίος σκόρερ του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου τη δεκαετία του 1930. Αδιαφορώντας για τα πολιτικά του πιστεύω, έσπευσε να τον ασπαστεί και να του υποβάλει τα σέβη του. Ο Μίκης του «Επιτάφιου» και του «Άξιον Εστί», έτρεξε να γνωρίσει από κοντά το ίνδαλμα των εφηβικών του χρόνων. «Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα συναντούσα τον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο και μάλιστα θα κάθομαι δίπλα του. Είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που έχω πάρει» δήλωσε το 2003 στη συνάντηση με τους βετεράνους ποδοσφαιριστές. Αυτός είναι ο Μίκης. Αληθινός και γεμάτος συναισθήματα, τα οποία ποτέ δεν κρατάει για τον εαυτό του.

-Πως «υπηρέτησε» τον Ολυμπιακό;

Δεν γνωρίζω αν υπηρέτησε και πως τον Ολυμπιακό. Σίγουρα βοήθησε να έρθει ο Μάρτον Μπούκοβι το 1965 στον Πειραιά. Με την ιδιότητα του βουλευτή της ΕΔΑ μεσολάβησε στην ουγγρική πρεσβεία προκειμένου να δοθεί άδεια στον Μπούκοβι να έρθει στην Ελλάδα και να εργαστεί στον Ολυμπιακό. Το είχε αποκαλύψει ο ίδιος σε συνέντευξη την οποία παραχώρησε προ πολλών ετών στο «Φως». Ο Μπούκοβι ήταν τότε εκ των κορυφαίων προπονητών της Ευρώπης και μάλιστα με θεωρητικό έργο το οποίο διδάσκονταν στις προπονητικές σχολές της Αγγλίας και άλλων χωρών. Οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις, δεν επέτρεπαν στον Μίκη να πηγαίνει τακτικά στο γήπεδο. Ο φωτογραφικός φακός τον έχει αποθανατίσει σε έναν αγώνα ΑΕΚ – Ολυμπιακός, τη δεκαετία του 1960, τη στιγμή που πηδάει τα κάγκελα για να «μετακομίσει» από τις θέσεις των ορθίων στις θέσεις των καθημένων, με παρότρυνση των απλών οπαδών των δύο ομάδων, καθώς τότε οι οπαδοί κάθονταν ακόμη δίπλα – δίπλα. Από την τηλεόραση δεν έχανε παιχνίδι. Από τους νεότερους παίκτες, λάτρευε τον Τζόρτζεβιτς, τον Καρεμπέ με τους οποίους είχε την ευκαιρία να γνωριστεί σπίτι του, όπως και τον Γιαννακόπουλο. Επιπλέον, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ένας εκ των εγγονών του Μίκη, έπαιξε μπάλα στα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού.

Δείτε το βίντεο από την παρουσίαση του βιβλίου