Τα ποιήματα του Παύλου Σιδηρόπουλου κυκλοφορούν για πρώτη φορά
Ο χαρισματικός στιχουργός και περφόρμερ ήταν ένας εξίσου ταλαντούχος συγγραφέας.
Aνήκω στη γενιά που πρόλαβε να δει ζωντανά στη σκηνή τον επιλεγόμενο «πρίγκιπα» της ελληνικής ροκ, την έξοχη αυτή φυσιογνωμία της εγχώριας αντικουλτούρας που ο Λεωνίδας Χρηστάκης ευλαβικά καταχώρισε μετά θάνατον στους «αγίους των Εξαρχείων»: στο Σπόρτινγκ, στη συναυλία ΑΚΟΕ/Αμφί/Κράξιμο το '83 πρώτη φορά –πάντα προθυμοποιούνταν να στηρίξει κάποιον σκοπό‒, στο An club στα τελευταία.
Ένας χαρισματικός καλλιτέχνης και σπάνιας ποιότητας άνθρωπος, ταυτόχρονα όμως υπερευαίσθητος, ευάλωτος. Που η ζωή, οι στίχοι, τα τραγούδια και μαζί ο πρόωρος θάνατός του από overdose τον Δεκέμβριο του '90, στα 43 του μόλις χρόνια, τον ανήγαγαν στη σφαίρα ενός διαχρονικού, πλέον, μύθου.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Ταλαντούχος, ιδιοφυής, αγαπητός, γοητευτικός, από μεγάλο σόι («δισεγγόνι» του Αλέξη Ζορμπά), θα μπορούσε άνετα να την έχει «ψωνίσει», να επιδίωκε έστω μια τρανή καριέρα.
Τον θυμούνται, αντίθετα, για τη σεμνότητα, το ήθος, τον αντάρτη νου και τις ανυπόκριτες, βαθιές του ευαισθησίες. Υπήρξε ένας αυθεντικός «Rock Anti-Star», όπως υπέγραφε κάποιες φορές, οραματιστής, ασυμβίβαστος που «ενώ ήταν περπατημένος στους δρόμους, έμενε μέχρι τέλους ένα αγνό, αγαθό, ρομαντικό παιδί, γι' αυτό σημάδεψε τη ζωή μας», όπως γράφει ο Δημήτρης Πουλικάκος που ο Παύλος αποκαλούσε χαϊδευτικά «θείο» ‒ μάλιστα, του είχε αφιερώσει και ποίημα, όπως επίσης στον Νίκο Παπάζογλου (σαρκάζοντας, σε αντιδιαστολή, τους Μάνο-Μίκη) και στον Ιγκόρ Στραβίνσκι. Λίγοι, εξάλλου, γνωρίζουν ότι το εμβληματικό τρακ «Το '69 με κάποιο φίλο» ήταν αφιερωμένο στον Τζέιμς Μπράουν!
Δεν ήταν αυτό που λέμε «αλητεία», παρότι ζωηρός από παιδί. Δεν τον θυμάμαι καν να βρίζει, όσο τσατισμένος κι αν ήταν. Ούτε πολυέβγαινε – προτιμούσε να ξενυχτά παίζοντας μουσική, σε σπίτια φίλων μουσικών ή σε στούντιο.
Δίπλα όμως στον στιχουργό, μουσικό, περφόρμερ και κατά περίσταση ηθοποιό Παύλο, για τον οποίο τόσα έχουν ειπωθεί –Δάμων και Φιντίας, Μπουρμπούλια, Σπυριδούλα, Απροσάρμοστοι, Εταιρεία Καλλιτεχνών, συνεργασία με Γιάννη Μαρκόπουλο, «Αλδεβαράν», «Ασυμβίβαστος» κ.λπ.‒, υπήρχε κι ένας άλλος, άγνωστος μέχρι πρότινος στο ευρύ κοινό, αλλά εξίσου ελκυστικός: ο συγγραφέας Παύλος, μια ιδιότητα που και ο ίδιος προτιμούσε, καθώς αντιμετώπιζε τη μουσική καταρχάς ως μέσο για να εκφράσει, να μοιραστεί σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα. Φεύγοντας, άφησε πίσω όχι μόνο τραγούδια που κυκλοφόρησαν αργότερα αλλά επίσης πολλά σκόρπια χειρόγραφα με αδημοσίευτα ποιήματα και πεζά, δείγματα μιας σπουδαίας, πολλά υποσχόμενης γραφής. Μόλις πριν από λίγα χρόνια η μικρότερη αδελφή του Μελίνα, συνταξιούχος εκπαιδευτικός πλέον, βρήκε την άνεση, καθώς και το κουράγιο να τα επιμεληθεί.
«Ο αδελφός μου ήταν καταρχάς ένας άνθρωπος υπερβολικός σε όλα του, πληθωρικός, δεκτικός, δοτικός επίσης. Εισέπραττε τον πόνο του απέναντι ολόκληρο, όχι στο περίπου, όπως κάνουμε οι περισσότεροι» ξεκίνησε.
Με την αποφασιστική, καθώς λέει, συνδρομή και παρότρυνση του συζύγου της Ηλία Καραλιά, της παιδικής της φίλης, συγγραφέως και νομικού Άννας Στάικου και του ποιητή Δημήτρη Βέλλα κυκλοφόρησαν τελικά τον περασμένο Δεκέμβριο στις εκδόσεις Opportuna.
Όπως ακριβώς τα έγραψε εκείνος, δίχως καμιά παρέμβαση (πολλά ήταν άτιτλα, τα περισσότερα δίχως ημερομηνίες), σε φιλολογική επιμέλεια Νίκου Παπαχριστόπουλου και με «αντικριστά» αρκετά από τα πρωτότυπα χειρόγραφα ‒ μαθαίνω, μάλιστα, ότι υπάρχει κι άλλο υπό έκδοση ακυκλοφόρητο υλικό.
Με αυτή την αφορμή και κρατώντας το Έχω μια θλίψη για μακρινά αριστουργήματα ανά χείρας την αναζήτησα στο Νέο Ηράκλειο, όπου διαμένει πλέον.
Παρουσία του Ηλία και της Άννας μιλήσαμε ώρα πολλή για τον Παύλο, εστιάζοντας στη συγγραφική κυρίως πλευρά του.
Μου έδειξε φωτογραφίες, χειρόγραφα, ακόρντα, παρτιτούρες, δίσκους, αφίσες, πίνακες, την κιθάρα του, προσωπικά του αντικείμενα, στάθηκε επίσης, όπως και οι συνεργάτες της, στην ιδιαίτερη σημασία της εν λόγω έκδοσης, καθώς αποκαλύπτει έναν άνθρωπο ανήσυχο, με έντονες υπαρξιακές αναζητήσεις, αλλά συνάμα πνευματώδη, στοχαστικό, εικονοκλαστικό, σκωπτικό, ερωτικό επίσης. Με όραμα, δύναμη και πάθος για ζωή, σε αντιδιαστολή με τη σκοτεινή, πεσιμιστική, αυτοκαταστροφική «αύρα» που συνήθως τον περιέβαλλε.
«Η πρέζα σίγουρα στα τελευταία τον σημάδεψε, αλίμονο όμως αν σταθεί κάποιος εκεί... Ο Παύλος, όπως και κάθε δημιουργός, είναι καταρχάς αυτός που είναι και το έργο του, κι αυτά είναι πέρα και πάνω από οποιαδήποτε τυχόν αδυναμία ή εξάρτηση» λένε «εν κατακλείδι» οι συνομιλητές μου.
Σε αναμονή της πρώτης επίσημης παρουσίασης των αδημοσίευτων ποιημάτων του Παύλου την 1η Φεβρουαρίου στο Polis Art Café (Πεσμαζόγλου 5, Στοά Βιβλίου, 20:00), ιδού τι σταχυολόγησα συζητώντας με τη Μελίνα:
Μελίνα Σιδηροπούλου
• Με το που έφυγε ο Παύλος, αδειάσαμε το σπίτι στο Γαλάτσι. Ό,τι δικό του γραπτό βρήκα το μάζεψα, όμως κάτι οι υποχρεώσεις και η φροντίδα της κόρης μου, κάτι το συναισθηματικό, άργησα πολύ να τα διαβάσω.
Ουσιαστικά, τα έπιασα λίγο αφότου, μαζί με τον αείμνηστο Παναγιώτη Θερμογιάννη, στον οποίο αφιερώσαμε και το βιβλίο, στήσαμε την ιστοσελίδα για τον Παύλο (pavlos-sidiropoulos.gr), γύρω στο 2010-11. Εκείνος σκάναρε όλο το υλικό κι έτσι μπόρεσα κι εγώ να ασχοληθώ συστηματικά με αυτό.
• Πολιτικοκοινωνικές ανησυχίες είχαμε και οι δύο. Ενώ όμως εγώ ήμουν οργανωμένη κομματικά στην ΚΝΕ τότε, εκείνος είχε έναν ορίζοντα ευρύτερο, πιο ελευθεριακό: «Δώστε μας πνοή, στέγη και τροφή/ μια ιδέα στεγανή/ που να μην μπάζει κρύο», καθώς έλεγε στο «Εν Κατακλείδι».
Αντιμαχόταν σαφώς την τεχνοκρατία, την εκμετάλλευση, τον πόλεμο κ.λπ., αλλά όχι «στρατευμένα», όπως ήταν το πνεύμα της εποχής. Διαφώνησε, μάλιστα, με τους Σπυριδούλα, όταν θέλησαν να κάνουν πιο πολιτικό τραγούδι.
«Αγαπώ τον άνθρωπο με τα πάθη και τις αδυναμίες του, ειδικά γι' αυτά», έλεγε, ιδεολόγημα που δύσκολα χωράει σε κόμματα και οργανώσεις. Η αγνότητα και η γνησιότητα των ιδεών και της δουλειάς του, ο πόνος που έβγαζε είναι που τον κάνανε μύθο, στους νέους ειδικά ανθρώπους. Έβλεπε πολύ μπροστά ‒ είχε γράψει χαρακτηριστικά αντιρατσιστικό τραγούδι για τους μετανάστες τρεις δεκαετίες πριν, το «Αλί» από το άλμπουμ «Χωρίς Μακιγιάζ» (1989).
• Είχαμε καλή σχέση αναμεταξύ μας, αγαπιόμασταν πολύ, παρότι ήταν δύσκολος άνθρωπος. Εγώ, βέβαια, μεγαλώνοντας, έκανα αυτό που λέμε μια κανονική ζωή, δουλειά, οικογένεια κ.λπ. Εκείνος, πάλι, διάλεξε από νωρίς άλλους δρόμους, ο «ίσιος» δεν του έκανε.
Στην πρέζα τον οδήγησε –είμαι απόλυτα βέβαιη πια γι' αυτό– ο μεγάλος του έρωτας για τη Γιόλα Αναγνωστοπούλου. Πίστευε ότι θα τραβούσε τη Γιόλα από την ηρωίνη και ότι θα έβγαινε μετά εύκολα κι αυτός. Κάτι που παραδέχτηκε ύστερα ότι ήταν λάθος του, καθώς η πρέζα του είχε στερήσει ήδη αρκετούς φίλους.
• Ήταν διαρκώς με ένα μολύβι στο χέρι, σημείωνε ακόμα και σε χαρτοπετσέτες ή πακέτα τσιγάρων, μετέφραζε κιόλας. «Το κυρίαρχο για μένα είναι ο στίχος, για τους στίχους μου θέλω να γίνω γνωστός» έλεγε. Κι επειδή τόσο αυτός όσο και οι νέοι άνθρωποι στους οποίους επιθυμούσε να απευθυνθεί αγαπούσαν τη ροκ μουσική, αυτή επέλεξε ως όχημα.
Λάτρευε την επαναστατικότητα, τον αυθορμητισμό, την αμεσότητά της. Πίστευε, εντούτοις, ότι ο Έλληνας έχει μεγαλύτερη ανάγκη από λογοτεχνική και φιλοσοφική παιδεία απ' ό,τι μουσική.
Διάβαζε κι εκείνος πολύ, από φιλοσοφία μέχρι ποίηση. Τον συγκινούσαν ιδιαίτερα ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Αναγνωστάκης, οι Αμερικανοί μπιτ...
Ο Παύλος Αστέρης, όπως ήταν το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, συνήθιζε να γράφει σχεδόν «κρυφά». Μόνο στη μάνα μας, την Τζένη, διάβαζε καμιά φορά στίχους από κάποιο κομμάτι που ήθελε να μελοποιήσει.
• Είχε μεγάλο δέσιμο με τη μητέρα μας, όπως άλλωστε κι εγώ. Πάντα τη συμβουλευόταν γιατί ήταν μια γυναίκα μορφωμένη, ζωντανή, ανοιχτόμυαλη ‒ η καλύτερη φίλη που είχα στην εφηβεία μου, να φανταστείς!
Μεγαλωμένη στο Ηράκλειο Κρήτης, σε ένα σπίτι με ιδιαίτερη κουλτούρα –η μητέρα της Αναστασία κρατούσε από το σόι του Ζορμπά, η αδελφή της Γαλάτεια ήταν η πρώτη σύζυγος του Καζαντζάκη‒, ήρθε 20 χρονών στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο πιάνο.
Τη φιλοξενούσε τότε η θεία της Έλλη Αλεξίου, στο σπίτι της οποίας στην Καλλιθέα σύχναζαν ζωγράφοι, λογοτέχνες, ποιητές, οι πάντες – εκεί γνώρισε και τον πατέρα μας τον Κωνσταντίνο, γόνο μεγαλοαστικής οικογένειας Ποντίων εκ Ρωσίας.
Εκείνος, πάλι, απέναντί μας ήταν πιο αυστηρός, στον αδελφό μου ειδικά, που ήταν μεγαλύτερος. Επέμενε, δε, να τον κάνει μαθηματικό, όπως ήταν το δικό του «αφιόνι» ‒καθόταν κι έλυνε με τις ώρες δύσκολες ασκήσεις!‒, παρότι ο Παύλος είχε σαφή κλίση στα φιλολογικά.
Εν τέλει πέρασε στο Μαθηματικό Θεσσαλονίκης, το εγκατέλειψε ωστόσο στο 3ο έτος κι άρχισε να ασχολείται σοβαρά πια με τη μουσική.
• Ναι, υπήρξε αυθεντικά ροκ εν ρολ με έναν δικό του, ιδιόμορφο τρόπο. Δεν ήταν αυτό που λέμε «αλητεία», παρότι ζωηρός από παιδί.
Δεν τον θυμάμαι καν να βρίζει, όσο τσατισμένος κι αν ήταν. Ούτε πολυέβγαινε – προτιμούσε να ξενυχτά παίζοντας μουσική, σε σπίτια φίλων μουσικών ή σε στούντιο.
Τα στούντιο κιόλας τότε σπάνιζαν και όποτε βρισκόταν κάποιο εύκαιρο μαζεύονταν από διάφορα γκρουπάκια και παίζανε μαζί.
• Τάσεις φυγής είχε πάντοτε, κυρίως όμως εγκεφαλικές. Δεν ήταν καθόλου αντικοινωνικός, ήτανε άνθρωπος πληθωρικός, εύθυμος και πολύ επικοινωνιακός.
Ακριβώς, δε, επειδή ήταν η χαρά της ζωής, δεν παραδεχόταν την αδικία, την εκμετάλλευση, τη μοναξιά, την αποξένωση, την ανοησία του κόσμου και των κρατούντων.
Υπερβολικός σε όλα του, δοτικός επίσης, εισέπραττε τον πόνο του απέναντι ολόκληρο, όχι στο περίπου, όπως κάνουμε οι περισσότεροι.
• Μετά την κηδεία του Παύλου, με πλησίασε ένας άγνωστος. «Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ», μου είπε, «μια ιστορία που αποδεικνύει το μεγαλείο του αδελφού σας...
Ασχολούμουν κάποτε πολύ, όπως κι εκείνος, με τις ανατολικές φιλοσοφίες, είχα ταξιδέψει μέχρι το Θιβέτ. Γυρνώντας, επικοινώνησα με κάποιον κοινό μας γνωστό από τον ίδιο κύκλο, ζητώντας συμπαράσταση γιατί είχα ξεμείνει εντελώς από χρήματα. Συμφώνησε.
Φτάνοντας στο σπίτι του στην Κηφισιά, χτυπώ, μου ανοίγει μια γυναίκα, τον ενημερώνει, μου λέει εν τέλει «δεν γίνεται να σας δεχτεί σήμερα, έχει καλεσμένους, ελάτε αύριο». Είχα σωριαστεί απογοητευμένος, κατάκοπος και νηστικός στα σκαλιά της εισόδου, όταν είδα τον Παύλο να καταφθάνει –δεν τον ήξερα τότε–, καθότι ήταν κι αυτός καλεσμένος.
Βλέποντάς με έτσι, κοντοστέκεται και με ρωτά «τι κάνεις εδώ;». Του τα εξιστόρησα όλα και τότε εκείνος, χολωμένος που δεν με δέχτηκαν, αντί να μπει με πήρε «σηκωτό» και φύγαμε αμέσως για το σπίτι σας στο Γαλάτσι. Εκεί με τάισε, με φρόντισε, με γνώρισε στη σπουδαία μητέρα σας, με φιλοξένησε ώσπου να τακτοποιηθώ. Δεν ξεχνιέται αυτό...».
• «Σκόπευε κι ο ίδιος να εκδώσει γραπτά του, αλλά δεν πρόλαβε. Κάποια κείμενα ήταν ήδη δακτυλογραφημένα. Όμως ήταν επίσης ρόκερ και μάλιστα περφόρμερ, ένας ρόλος που για να μπορέσεις να τον υποδυθείς σημαίνει ότι η ψυχή σου πάλλεται και μια τέτοια ψυχή δεν κλείνεται εύκολα σε ένα δωμάτιο να συγκεντρωθεί.
Ναι, είχε ενδιαφερθεί επίσης για την υποκριτική, δεν του άρεσε όμως η λογική των σχολών, «κουτάκια» τις έλεγε. Παρόμοια λογική είχε και στη μουσική, παντού – είχε ξεκινήσει μαθήματα με τον Αλέξανδρο Αινιάν, μια χαρά πήγαινε, ώσπου κάποια στιγμή ξέκοψε.
Απορημένος εκείνος τηλεφώνησε στη μητέρα μας, «γιατί σταμάτησε, τέτοιο ταλέντο δεν πρέπει να χαθεί!». Όταν εκείνη του ζήτησε τον λόγο, έλαβε την απόκριση ότι «όσα ήταν να μάθω, τα έμαθα, αρκούν». Όχι από αλαζονεία, αλλά σαν να είχε απόλυτη συναίσθηση του πού πατά και τι ακριβώς θέλει.
• Στην πρέζα τον οδήγησε –είμαι απόλυτα βέβαιη πια γι' αυτό– ο μεγάλος του έρωτας για τη Γιόλα Αναγνωστοπούλου. Εκείνη έμπλεξε με την ηρωίνη στο Παρίσι, όπου σπούδαζε, και, γυρνώντας, άρχισε να κάνει χρήση κι αυτός.
Αυτό το υποστηρίζει και ο Νίκος Τσιλογιάννης, ο ντράμερ από τα Μπουρμπούλια, που κάνανε παρέα με τον Παύλο. Κάνα τσιγαριλίκι το πίνανε, αλλά πάντα λέγανε πως επέμενε: «μακριά απ' αυτό».
Δεν είχε δηλαδή καμία περιέργεια ή προδιάθεση. Πίστευε ότι θα τραβούσε τη Γιόλα από την ηρωίνη και ότι θα έβγαινε μετά εύκολα κι αυτός. Κάτι που παραδέχτηκε ύστερα ότι ήταν λάθος του, καθώς η πρέζα του είχε στερήσει ήδη αρκετούς φίλους. Έκανε προσπάθειες να ξεκόψει, δεν τα κατάφερε όμως.
• Από τον Αύγουστο του '90 μέχρι τέλους τον ταλαιπωρούσε το αριστερό του χέρι. Το είχε πλακώσει ώρες πολλές στον ύπνο του, όντας πιθανότατα όχι νηφάλιος. Πειράχτηκαν τα νεύρα, κόντεψαν να του το κόψουν.
Στις τελευταίες του συναυλίες εμφανιζόταν με δεμένο χέρι. Το ατύχημα αυτό συν ο θάνατος της μητέρας μας τον Μάρτιο τον είχαν καταβάλει.
Την εποχή εκείνη δυσκολεύτηκα πολύ γιατί φρόντιζα ταυτόχρονα τον αδελφό, τον πατέρα μας, την κόρη μου –σε άλλο σπίτι εμείς‒ και ταυτόχρονα δούλευα.
Κάποια στιγμή, επιδιώκοντας να τον κινητοποιήσω, του λέω «γιατί δεν γίνεσαι παραγωγός, έχεις τόσες γνώσεις». «Δεν έχω αρκετούς δίσκους» δικαιολογούνταν. «Θα σου αγοράζω εγώ!» επέμενα. Γυρίζει τότε και μου λέει: «Άκου να σου πω, βρε αδέρφι, εγώ μόνο αυτό που κάνω μπορώ να κάνω...».
• Τα τραγούδια του που με συγκινούν περισσότερο είναι το «Εν Κατακλείδι» και ο «Θάνατος», που είναι εντελώς αυτοβιογραφικό. Από τα γραπτά του, πολλά αγαπώ, περισσότερο όμως με «στέλνει» ένα συγκλονιστικό του χαϊκού που αναδεικνύει νομίζω όλο του το μεγαλείο: «Ανοικτή πληγή/ Στάξε της λίγο δάκρυ/ Κι αδειάζει το αίμα».
Η μαρτυρία της Άννας Στάικου Είμαστε φίλες με τη Μελίνα από το δημοτικό, δηλαδή επέχει, πια, για μένα θέση συγγενούς – μαζί γνώρισα και τον Παύλο, γυμνασιόπαιδο τότε, βέβαια, στο περίφημο 8ο, ένα πολύ καλό σχολείο, όπου είχε φοιτήσει και ο Καστοριάδης.
Στον ίδιο δρόμο μέναμε αρχικά, στο ύψος της πλατείας Αμερικής. Τον θυμάμαι με κοντό παντελονάκι στο μπαλκόνι του σπιτιού και με το μάτι διαρκώς να σεργιανάει, που λέμε. Ήταν πολύ φιλικός, ειδικά μ' εμάς τους μικρότερους, και του άρεσε να μας βάζει σπαζοκεφαλιές.
Θυμάμαι τους γονείς, θυμάμαι ακόμα τη θεία τους, τη Βιβή, που ήταν σαν δεύτερη μαμά τους – εκείνη είναι η «θεία» που αναφέρει σε κάποια τραγούδια του, μια γυναίκα ανεξάρτητη, γλυκύτατη, αρχοντική, που αφοσιώθηκε στα ανίψια της, αγαπούσε δε πολύ κι εμάς, τα φιλαράκια τους!
Ο Παύλος είχε ήδη από το οικογενειακό του περιβάλλον μια πνευματική προίκα υψηλού επιπέδου. Εκεί οφείλονταν όχι μόνο η αντιληπτική του ικανότητα αλλά και η έμφυτη σεμνότητα και ταπεινότητά του. Τον διέκρινε, επίσης, μια φυσική αγαθοσύνη και μια καλά δομημένη αρετή.
Με το διάβασμα και το γράψιμο είχε έρωτα, στο διαβατήριο, μάλιστα, που έβγαλε όταν πρωτοταξίδεψε στο εξωτερικό δήλωσε επάγγελμα «συγγραφεύς»! Από τις πιο συγκλονιστικές του ερμηνείες θεωρώ τον «Ηλεκτρικό Θησέα» – δεn νομίζω ότι μπορεί να τον τραγουδήσει έτσι άλλος.
Θα έκανε άνετα καριέρα και στο έντεχνο, αλλά είπαμε, πριν απ' όλα ήτανε ροκ, δεν συμβιβαζόταν ούτε με τον εαυτό του! Ακόμα και για τον εθισμό του είχε πλήρη επίγνωση ότι μπορεί να τον σκότωνε: «Πεθαίνω/ σιγά-σιγά πεθαίνω/ τόσο ανέκφραστα κι ανώφελα/ με διαύγεια, αλίμονο, τόσο μα τόσο ζωντανή» έγραφε σε ένα από τα «πένθιμα» ‒και ταυτόχρονα απενθή, με την ομηρική έννοια‒ ποιήματά του.
Η κοινωνία, πάλι, ας αποφεύγει να κρυφοκοιτά την προσωπική ζωή του κάθε δημιουργού. Τι κι αν έκανε χρήση ουσιών; Ο Παύλος ήταν πρώτα και κύρια τα γραπτά και η μουσική του.
Ζήτησα από τη ραδιοφωνική παραγωγό Θέκλα Τσελεπή, που θα μιλήσει επίσης στη βιβλιοπαρουσίαση, να πει κάτι για τον Παύλο. Απάντησε με ένα ποίημα:
Μέσα μας ζούνε όλα τα πλάσματα τα δέντρα οι πέτρες που κυλούν τα νερά και τα πουλιά που ελεύθερα νομίζουμε πως πετούν μα που κι αυτά, ακολουθούν τη μοίρα της φύσης που τα οδηγεί. Μέσα μας ζουν η θλίψη της σκόνης των υπερβατικών οραμάτων του ακίνητου χρόνου. Μέσα μας ζουν όλα τα συναισθήματα οι μετέωρες στιγμές οι μαυρισμένες μέρες η ματαιότητα η μοναξιά Μέσα μας ζει η αλήθεια μας κι εκεί συναντιόμαστε Παύλο στην αιώνια στιγμή που μιλώντας για σένα άγγιξες τις ψυχές μας.
Η μαρτυρία του Νίκου Σπυρόπουλου, μουσικού, ιδρυτικού μέλους των Σπυριδούλα
Όχι, δεν γνώριζα τα αδημοσίευτα γραπτά του Παύλου, μάλλον επειδή δεν κουβέντιαζε πράγματα που δεν θεωρούσε τελειωμένα. Ό,τι μας παρουσίαζε, τραγούδια συνήθως ή κάνα ποίημα, ήταν ολοκληρωμένο. Θα σύστηνα, πάντως, όπως για κάθε ποίημα, να διαβαστούν «έξω φωνή», απαγγελία – έτσι τα προσλαμβάνεις καλύτερα.
Γνωριστήκαμε τέλη '77 μέσω της Μαρίας Ιωάννου, μιας τραγουδίστριας που ήταν με τον Σαββόπουλο τότε. Ο Παύλος είχε ακούσει για την μπάντα μας, οπότε ήρθε και μας βρήκε στο στούντιο, προτείνοντας συνεργασία – είχε ήδη έτοιμα τα περισσότερα κομμάτια του «Φλου».
Εμείς, έχοντάς τον ήδη ακουστά, συμφωνήσαμε. Τα πρώτα κομμάτια που παίξαμε μαζί, έτσι, πειραματικά ήταν το «One room country shack» του Buddy Guy, που ηχογραφήθηκε κιόλας αργότερα σε συναυλία μας στο Σπόρτινγκ, και το «White Horses» των Stones, που ήταν η αγαπημένη του ροκ μπάντα.
Ο θάνατός του ήταν σίγουρα ένα μεγάλο σοκ για όλους μας, η μνήμη του όμως είναι παραπάνω από ζωντανή.
Θυμάμαι, ακόμα, τα ατέλειωτα ξενύχτια μας, πάντα μετά μουσικής, τα περισσότερα εδώ, στην πλατεία Αμερικής, στο στούντιο και σπίτι ταυτόχρονα που είχαμε οι Σπυριδούλα στη Λέλας Καραγιάννη – το 'φερε, μάλιστα, έτσι η τύχη, ώστε πλέον επέστρεψα και ζω στην ίδια γειτονιά, ίσως επειδή ο δολοφόνος γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος!
Δεν είχε ιδιαίτερες μουσικές γνώσεις, διέθετε εντούτοις εξαιρετικό μουσικό ένστικτο και μια φοβερή ικανότητα να επιλέγει συνεργάτες που να μπορούν όχι μόνο να δώσουν αλλά και να πάρουν. Είχαμε πολλές κοινές επιρροές, ιδέες, ερεθίσματα και διαβάσματα, όντας δε νεότερος τον είχα ως «οδηγό».
Βλέπαμε συχνά και ταινίες μαζί –ειδικά εγώ ήμουν «άρρωστος» με το σινεμά‒, τις οποίες έπειτα καθόμασταν και σχολιάζαμε. Είχαμε π.χ. ενθουσιαστεί με τον «Αμερικανό Φίλο» του Βέντερς ‒ τον Μπουνιουέλ, πάλι, αγαπημένο μου σκηνοθέτη, ουδέποτε τον συμπάθησε!
Μετά το «Φλου» συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε σε διάφορα πράγματα, συν μια αποτυχημένη απόπειρα να κάνουμε μαζί το υλικό του «Εν Λευκώ», που είχε αρχικά δοκιμάσει με τους Sharp Ties.
Όμως δεν συντονιζόμασταν καλά κι αν ο Παύλος δεν γούσταρε κάτι πραγματικά, το παράταγε. Συνεχίσαμε, εντούτοις, να κάνουμε στενή παρέα, τζαμάραμε κιόλας μαζί καμιά φορά, προτού φτιάξει τους Απροσάρμοστους.
Αρχίσαμε να χανόμαστε, αφότου έφυγα για κάποια χρόνια στη Γαλλία – στο εξής συναντιόμασταν μόνο σε κάποια live. Ο θάνατός του ήταν σίγουρα ένα μεγάλο σοκ για όλους μας, η μνήμη του όμως είναι παραπάνω από ζωντανή.
Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο:
• «Φίλε μου, δεν θυμάμαι αλήθεια πώς άρχισε. Έφταιξε κάποια φράση, ένα κοίταγμα στον ουρανό ή μια τάση για αναρχία, δεν ξέρω. Πάντως έφυγα. Την εποχή που είχα μόλις τελειώσει το γυμνάσιο... δεν με βοήθησε τόσο η Φύση στη φυγή μου όσο το αναστατωμένο μυαλό μου. Η φυγή μου σαν βάση είχε το ενδιαφέρον, την ανακάλυψη, το καινούργιο... πρώτος σταθμός ήταν η Γιουγκοσλαβία», στην οποία ως μόνη αξιοσημείωτη επαφή αναφέρει τη συναυλία ενός διάσημου φλαουτίστα στο Βελιγράδι, στον οποίο έκανε «παραγγελιά» το «Body and Soul». «Οι νότες που ξεχύθηκαν μαζί με το χαμόγελό του, που είχαν καρφωθεί πάνω μου, θύμιζαν αιώνια Άνοιξη. Τα μάτια του κοίταγαν στην καρδιά μου. Ήμασταν πια δυο φίλοι. Κι ας μην είδα ποτέ πια ξανά τον φλαουτίστα Μίλαν Στογιάνοβικ. Άλλωστε δεν χρειαζόταν να τον ξαναδώ... Τα 'χαμε, ήδη, πει όλα». Εκείνη την εποχή, συνεχίζει, ήταν ερωτευμένος αποκλειστικά με τον εαυτό του. «Ήθελα να τον φτιάξω. Να τον κάνω να αισθανθεί πιο άνετα, γιατί ήξερα ότι κάτι τον βασάνιζε και δεν ήξερα τι... έπρεπε να του δώσω ζωή. Έτσι αποφάσισα να φύγω... να συνεχίσω το δρόμο μου προς ένα Θιβέτ, που ούτε κι εγώ ήξερα πού ακριβώς βρισκόταν. Ούτε καν μπορούσα, τότε, να σκεφτώ ότι μπορεί να ήταν δίπλα μου, στο παραπάνω μαγαζί ή στην επόμενη στάση του λεωφορείου. Σε μια γλυκιά ματιά μιας κοπέλας ή σ' ένα απαλό χάδι κάποιου άγνωστου αδελφού. Έτσι...». (από το «Ξύπνημα»).
• «Η χαρακωμένη φωνή του αλήτη σημαίνει μοναξιά/ η ανοιχτή παλάμη που χουφτιάζει απελπισμένα τον αέρα σημαίνει μοναξιά... πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία».
• «Αν όλα όσα λένε για σένα είναι ψέματα/ σ' αγαπώ. Αν όλα όσα λένε είναι αλήθεια/ και τότε σ' αγαπώ. Αν κανείς τους δεν κατάλαβε και όλα ό,τι λένε ξένα με σένα είναι/ και πάλι σ' αγαπώ. Αν με μένα ήσουνα ειλικρινής/ δεν έχω να διαλέξω/ σ' αγαπώ. Αν ήσουν ψεύτικη/ και πάλι σ' αγαπώ. Αν κανένας μας ποτέ δεν σε κατάλαβε/ τότε πια σε λατρεύω».
• «Δεν είμαι πιόνι, ούτε άλογο/ πύργος ή βασιλιάς. Κι όμως κινούμαι στη σκακιέρα και το ξέρω/ Είμαι λοιπόν κι εγώ ένας αστός/ μα ένας αστός κακός κι ανεπιθύμητος/ Μια αγιάτρευτη πληγή κι ένα οίδημα/ που αιμορραγεί ασταμάτητα».
• «Αλλάζουν αγάλματα/ αλλάζουν θεοί/ δεν προλαβαίνω», «Των πεθαμένων/ βάρυνε η φωνή/ και πώς να τη σηκώσεις», «Άσπρα μάρμαρα/ κίτρινα αγάλματα/ μαύρη γενηά», «Εγώ μετράω με τα δάκτυλα μαντάμ/ κι εσύ μετράς με λόγια». (από τα «χαϊκού» του)
• «Κουράστηκα, κουράστηκα να σκάβω, να ψάχνω για να βρω τ' άλλο μισό κομμάτι/ Αυτή τη νύχτα, που οι αστοί κοιμούνται, στα κρεβάτια/ Αυτές τις νύχτες που οι αστοί κοιμούνται, μέσ' τους δρόμους/ Αυτά τα χρόνια, που οι αστοί κοιμούνται, στα όνειρά τους/ Αυτήν, αυτή εδώ τη νύχτα της σιωπής/ του ύπνου/ της μαυρίλας/ εγώ θα φύγω».
• «Πώς να μιλήσω/ φοβάμαι πως τα λόγια μου/ ο ίδιος αργότερα ανίκανος πραματευτής/ σε μια στιγμή υπέρτατης ανέχειας/ όσο-όσο στα τυφλά θα ξεπουλήσω/ Έμαθα να μιλώ με τη σιωπή/ με την επίμονη σκέψη/ μη με παρεξηγείς».
• «Παγιδευμένοι απ' τις παλιές αντιλήψεις/ στα εικοσιδυό μας χρόνια ορθώνουμε στο οργανωμένο σύστημα το αντιπολιτευόμενο/ Καρδιές ξαπλώνονται στης μάχης τα πεδία/ κι εκεί στη χλόη που ο έρωτας αργοσαλεύει/ εκεί που ο τζίτζικας της Άνοιξης σονάτες προβάρει/ εκεί, ξαπλώνουμε στα εικοσιδυό μας χρόνια αιμόφυρτα/ να υφαίνουνε τραγούδια του Θανάτου/ Κι εγώ που αργοσαλεύω κλαίγοντας/ ψάχνοντας για την ηλιοθάλασσα των νεανικών ονείρων/ ψάχνοντας τα φαντάσματα των νεανικών μου καλπασμών/ και τους ορίζοντες που αγνάντευα με μάτι αετίσιο, πεντακάθαρο/ γιατί ξεθώριασα; Γιατί;». (από τον «Αρχάγγελο της Λήθης»)
• «Πώς μάθαμε να κρίνουμε, ενώ αγνοούμε τι 'ναι κρίση;/ Μάθαμε να μισούμε πώς; Αγνοώντας τι 'ναι αγάπη;/ Ας παίξουμε, λοιπόν, βροχές τα λόγια μας, στον άνεμο/ κι ας μάθουμε να παίρνουμε τα πράματα/ όπως τυχόν μας έρθουν/ Δεν είμαστε ικανοί για τίποτ' άλλο». (από τον «Απολογισμό»)
• «μελετητές της ερημιάς που ξέφυγαν/ να καταγράψουν το άγνωστο/ κι έζησαν το Πάθος να μετατρέπεται σε Ένστιχτο/ και την Ηδονή σε Ανάγκη/ Γύρισαν και...» (οι τελευταίοι στίχοι από την «Ηρωίνη»).
• «Το ημερήσιο διάταγμα σωβινισμός/ που υπόσχεται νίκη και σωτηρία/ Οι μηχανές δουλεύουν ασταμάτητα/ οι εκκλησιές καθημερινά με γάμους και βαφτίσια/ Κι οι οικογένειες που γεννοβολούν κοιτώντας τηλεόραση/ Κι η μόδα που εξουσιάζει/ Κυριαρχεί η παραγωγή/ κι η γωνιακή ταχύτητα σπινάρει προς την τρέλλα ‒ Η Αντιχώρα αμύνεται» (από την «Αντιχώρα» όπου υπογράφει ως «Παύλος Σιδηρόπουλος, Rock Anti-Star»)
• «Διανοούμενοι φτάσανε/ από την Πέρα Χώρα/ μ' ανακωχής μηνύματα/ και με θανάτου δώρα/ Η λύση που μας πρόσφεραν/ τρύπια και μπαλωμένη/ έμοιαζε μ' άρρωστη γριά/ που λειώνει ξεχασμένη...» (από τους «Διανοούμενους της Πέρα Χώρας»)
Πηγή: www.lifo.gr