Ο «χλομός βασιλιάς» και η λογοτεχνία του χάους
Το κύκνειο άσμα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας γεννά ερωτηματικά αλλά δίνει και απαντήσεις για το παρόν και το μέλλον της λογοτεχνίας
Το γεγονός ότι ο «Χλομός βασιλιάς», του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας είναι ένα ημιτελές μυθιστόρημα δεν μου λέει απολύτως τίποτε, για το λόγο ότι κανένα μυθιστόρημα δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι το κύκνειο άσμα του περιζήτητου Αμερικανού συγγραφέα δεν είχε περάσει καν στην τελική φάση της δημιουργίας του, οπότε σε αυτή την περίπτωση ο χαρακτηρισμός ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα έχει κάποια σημασία. Ο Γουάλας βέβαια δεν ήταν φανατικός υποστηρικτής της παραδοσιακής μεθόδου συγγραφής του μυθιστορήματος. Προτιμούσε μάλλον να παραμείνει ο μέγας αρχειοθέτης της πραγματικότητας χωρίς δεσμεύσεις επινοημένης πλοκής, χαρακτήρων, χωρίς την πεπατημένη της γραμμικής ανάπτυξης μιας ιστορίας. Αρχειοθετώντας την πραγματικότητα με εξοργιστικά σχολαστικό τρόπο το έκανε προφανώς με όρους λεπτής ειρωνείας και ενός ιδιαίτερου χιούμορ που το πήρε μαζί του φεύγοντας από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Το χειρόγραφο του πέρασε από την προκρούστεια κλίνη του φίλου του και επιμελητή του Μάιλ Πιτς. Τα αρχικώς εκατόν πενήντα κεφάλαια περιορίστηκαν στα πενήντα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπήκε μια τάξη στο ανοικονόμητο ταλέντο του. Το κείμενο σε γενικές γραμμές είναι καλιμπραρισμένο και τετραγωνισμένο έτσι ώστε να δίνει την αίσθηση του άρτιου και του συμπαγούς. Το χαοτικό του στοιχείο ωστόσο δεν θα μπορούσε να το σρνηθεί ούτε και ο πιο φανατικός θαυμαστής του Γουάλας. Το χάος, ωστόσο, δεν είναι απαραίτητα κακό στη λογοτεχνία, αρκεί να θυμηθούμε την ατμόσφαιρα των πρώτων σελίδων στο «Πόλεμος και Ειρήνη» ή το άναρχο «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», γεγονός που δεν αφαιρεί τίποτε από την αξία τους. Ο Γουάλας κατατρύχεται από το φόβο της αφήγησης, προτιμά γι αυτό να σταματήσει πάντοτε σε προαφηγηματικό στάδιο, σαν να επρόκειτο για ένα μαραθώνιο αυτόματης γραφής. Στην ουσία είναι ένας ράπερ της λογοτεχνίας, τόσο σύγχρονος και τόσο μετα-μοντέρνος όσο ένας κανονικός ράπερ.
Στα γραπτά του μεταβολίζει την οργή του για τον απαράδεκτο κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, γίνεται καταγγελτικός όπου χρειάζεται αλλά και ακατανόητος και αδιαπέραστος όπου κρίνει ότι του ταιριάζει. Δεν είναι Τζόις, ίσως γιατί δεν είναι στις προθέσεις του οι φιλολογικές ακροβασίες. Δεν είναι ούτε Πίντσον, μπροστά στην περίτεχνη ακατανοησία του οποίου φαντάζει ένα μεγαλοφυές παιδαρέλι. Κι όσο για τα βιβλία του θα θυμίζουν πάντοτε τα σχεδιάσματα των μεγάλων μυθιστορημάτων της λογοτεχνίας πολλά από τα οποία δεν είδαν το φως της δημοσιότητας. Κατά κάποιο τρόπο αυτή ήταν η μεγαλύτερη συμβολή του Γουάλας στην εξέλιξη του μυθιστορήματος: Να εκθέσει την αφήγηση στην πρώτη και εκκρεμή φάση της χωρίς ωστόσο να ολισθαίνει σε προχειρότητες και ασυγχώρητη αφέλεια. Στην Ελλάδα έχουμε την τύχη όλα αυτά να μεταφράζονται από τον Γιώργο Κυριαζή.