«Λευκός Ωκεανός», Ο υπερβόρειος κόσμος της μυθοπλασίας
Από τις εκδόσεις Εστία κυκλοφόρησε ήδη το δεύτερο μέρος της τετραλογίας του Μπαρόϋ που υπογράφει ο Ρόυ Γιάκομπσεν
Θα υπάρχουν πάντα μυθιστορήματα που θα μας ξαφνιάζουν, κόσμοι άγνωστοι και ανοίκειοι, συγγραφείς που μόνο εν μέρει θα μπορούμε να κατανοήσουμε, καθώς οι αφηγήσεις τους θα περιγράφουν μια ζωή αδιανόητα διαφορετική από τη δική μας.
Η αφήγηση είναι μια τέχνη πλανεύτρα, όλο τεχνάσματα και επινοήσεις. Κι όσοι την υπηρετούν είναι αυτοσχεδιαστές και ταχυδακτυλουργοί, πλάθουν τον αέρα, δημιουργούν από το τίποτα το τίποτα.
Το 2ο μέρος της τριλογίας του Μπαρόϋ μοιάζει σαν μια ιστορία που κάποιος έβγαλε προσεκτικά τη ραχοκοκαλιά της αφήνοντας μια ασχημάτιστη σάρκα. Όλα στροβιλίζονται γύρω από την Ίνγκριντ Μπαρόϋ που επιστρέφει στο νησί των παιδικών της χρόνων όταν η Νορβηγία βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή.
Ωστόσο τίποτα από όσα μας υπόσχεται το οπισθόφυλλο του βιβλίου δεν συμβαίνει με κρότο, ούτε ο πόλεμος ούτε ο έρωτας ούτε η ίδια η Ιστορία. Ο Γιάκομπσεν αποφάσισε να θυσιάσει όλα εκείνα που θα συνάρπαζαν τον αναγνώστη στο βωμό του λογοτεχνικού ύφους, παράγοντας ένα κείμενο που ειδικά στις αρχές κάθε κεφαλαίου περιέχει αριστουργηματικές σκέψεις. Η ενεστωτική αφήγηση αφαιρεί κάθε έννοια δραματικότητας, θυμίζοντας περισσότερο υπηρεσιακή αναφορά και λιγότερο λογοτεχνικό κείμενο.
«Το Μπαρόϋ είναι τόπος σιωπηρός, οι μεγάλοι δεν εξηγούν στα παιδιά τι πρέπει να κάνουν, τους δείχνουν μόνο και τα παιδιά τους μιμούνται», γράφει ο Γιάκομπσεν.
«Η αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους των ακτών δεν εξίσου δυνατή μ' εκείνη για τους ανθρώπους της ηπειρωτικής χώρας ή των πόλεων. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα τους ξεχνάει και τον ξεχνούν κι αυτοί», συνεχίζει λίγο πιο κάτω.
Το μυθιστόρημα «Λευκός Ωκεανός» θυμίζει έντονα πίνακα αφηρημένης τέχνης, με μια γεωμετρία που άλλοτε συμβάλλει στην υπόθεση της καλής αφήγησης και άλλοτε όχι. Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη προσπάθησε και σε γενικές γραμμές το πέτυχε να διατηρήσει μια αίσθηση φυσικότητας σε ένα κείμενο που ο συγγραφέας του επιχειρεί συνεχώς να προκαλέσει αμηχανία στον αναγνώστη του.