Οι «Μέρες» του Σεφέρη είναι το δικό μας «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»
Μια νέα, ασύνορη μετάφραση του Σεφερικού ημερολογίου θα μπορούσε να μας αποκαλύψει πράγματα που αγνοούσαμε
Κυριακή 3 Μαρτίου, 1940, Απόγεμα, Μέρες Γ'
Μιλούσαμε για ημερολόγια χτες στου Θεοτοκά. Μια κυρία που διάβασε τώρα τελευταία το Journal του Gide είπε πως άρχισε να γράφει το δικό της εδώ και δέκα μέρες... Ρωτούν τον Θεοτοκά αν γράφει κι αυτός. «Ναι» είπε «γράφω αλλά σκίζω τόσο πολύ που στο τέλος ελάχιστα φύλλα μένουν στα τετράδιά μου. Όταν ξαναδιαβάσω αυτά που έγραψα, βρίσκω πως δεν με αντιπροσωπεύουν καθόλου»... Προσπαθώ να του εξηγήσω την αντίθετη άποψη που είναι η δική μου, πως ημερολόγιο δεν είναι διόλου όλες οι στιγμές μας, μήτε η πεμπτουσία της ζωής μας, αλλά το σημάδι, σχεδόν τυχαίο, μιας οποιασδήποτε στιγμής, κάθε τόσο, και όχι πάντα της σπουδαιότερης...
Όταν ο Προυστ ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι του χαμένου χρόνου το έκανε αρχικά με την αόριστη πρόθεση να γράψει ένα είδος ημερολογίου, φαίνεται όμως ότι στη ζωή και στην τέχνη δεν υπάρχει τόση ελευθερία όση φανταζόμαστε και τα πράγματα παίρνουν αναγκαστικά μια μορφή. Ο Σεφέρης τηρούσε για χρόνια ένα προσωπικό ημερολόγιο θέλοντας να διασώσει κάτι από τον χαμένο χρόνο. Σεφέρης και Προυστ διαφέρουν μόνο ως χαρακτήρες και ως όντα, λογοτεχνικά όμως μοιράζονται λίγο-πολύ την ίδια κατεύθυνση. Είναι και οι δύο ποιητές που δεν πειθαρχούν σε μέτρο και ομοιοκαταληξία, γιατί έχουν το ρυθμό μέσα τους και χειρίζονται τις λέξεις όπως ένας καλός μουσικός τις νότες. Και κάτι ακόμα: Αμφότεροι είναι οξυδερκείς παρατηρητές της ανθρώπινης ύπαρξης, συλλαμβάνουν όλες εκείνες τις απειροελάχιστες αποχρώσεις της που συναντούμε στα καλύτερα μυθιστορήματα. Το γεγονός ότι ο Προυστ υπέκυψε στο μυθιστόρημα ενώ ο Σεφέρης κράτησε αποστάσεις από αυτό, είναι μάλλον ζήτημα παράδοσης. Ο Γάλλος είχε πίσω του την μεγάλη παράδοση του ρεαλισμού, από την οποία έπρεπε απλά να διαφοροποιηθεί, ο Έλληνας δεν είχε τίποτα. Ο Σεφέρης ως γνήσιος διπλωμάτης διαπραγματεύτηκε σκληρά με τη γλώσσα του, με την προοπτική της, με όσα τέλος πάντων κουβαλούσε η νεοελληνική γλώσσα στα χρόνια του μεσοπολέμου.
Σήμερα απολαμβάνουμε το ποιητικό του έργο, πυκνό, μεστό αλλά όχι ογκώδες, σαν ένα είδος υψηλής απόσταξης και γύρω από αυτό εκτείνονται τα τοπία της πρόζας του, τοπία άλλοτε εξομολογητικά άλλοτε δοκιμιακά. Αν ξαναδιάβαζε κανείς τις «Μέρες» του Σεφέρη σαν ένα μυθιστόρημα του μοντερνισμού, αποσπασματικό, ρηξικέλευθο, ημιτελές αλλά τόσο βαθιά γοητευτικό, θα έβρισκε σε αυτό τις χαμένες αναλογίες της ελληνικής πεζογραφίας που δεν ευτύχησε να έχει μεγάλα ευρωπαϊκά έργα στη φαρέτρα της. Η ροπή του Σεφέρη στο μυθιστορηματικό λόγο είναι άλλωστε εμφανής ακόμα και στα ποιήματά του, που σχολιάζουν με οδυνηρή ακρίβεια την αινιγματική επικαιρότητα των λέξεων και των ιδεών. Ο Σεφέρης δεν είναι δυσανάγνωστος, όπως θεωρούν πολλοί, αλλά δεν είναι αφελής και απλοϊκά κατανοητός. Ίσως γιατί δουλεύει σε περισσότερα από ένα επίπεδα, δείγμα μεγάλου ποιητή και λογοτέχνη.