«Παρακαταθήκη» του Ερνάν Ντίαζ - Η βιογραφία του κέρδους
«Είχε δίκιο σ' αυτό: Το χρήμα είναι ένα πλασματικό προϊόν. Δεν μπορείς ούτε να τραφείς με χρήμα ούτε να το φορέσεις...»
«Παρακαταθήκη» Ερνάν Ντίαζ - Εκδόσεις Μεταίχμιο - μετάφραση: Κάλλια Παπαδάκη
Είναι αλήθεια πως όλα έχουν γραφτεί, δεδομένο που κανένας συγγραφέας, όσο ευφάνταστος και χαρισματικός κι αν είναι, δεν μπορεί να υπερβεί. Ο Ερνάν Ντίαζ με την Παρακαταθήκη του συντάσσει ένα μυθιστόρημα που αν δεν επινοεί μια εποχή, τουλάχιστον την αποτυπώνει σε τέτοιο βαθμό ώστε ύστερα από χρόνια να λέμε πως η εποχή μας διασώζεται αυτούσια στο έργο του.
Ο ίδιος αφενός έχει την τύχη να ζει στον 21ο αιώνα με όλο αυτό τον πλούτο των αναγνώσεων που μας διατίθεται απλόχερα, αφετέρου όμως έχει την ατυχία να ξέρει πως τα όρια των αφηγηματικών μας δυνατοτήτων έχουν τεθεί προ πολλού. Από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματός του, και ειδικά σε αυτές, διακρίνει κανείς το αόρατο χέρι του Μπαλζάκ. Και μας εκπλήσσει πραγματικά το γεγονός πως ένας συγγραφέας που απέχει δύο αιώνες από αυτόν, που παίρνει τη γλώσσα πολύ πιο σοβαρά από τον γάλλο βασιλιά των μυθιστοριογράφων, μερικές φορές μάλιστα υπερβολικά σοβαρά, ένας συγγραφέας, τέλος πάντων, λογοτεχνικά αμερικανοθρεμένος που δεν φαίνεται να έχει κανένα δεσμό με την ευρωπαϊκή μυθιστοριογραφία, χρησιμοποιεί τη μπαλζακική λογιστική. Μάλλον όμως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Όπως ο ίδιος ο Μπαλζάκ δεν θα μπορούσε να παρακάμψει τον Ναπολέοντα ως ιστορική συνθήκη, έτσι και ο Ντίαζ χρειάστηκε να καθίσει στα θρανία της Γαλλικής σχολής του μυθιστορήματος, προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα μαθήματα. Και για να είμαστε δίκαιοι μαζί του, αποδείχτηκε κάτι περισσότερο από καλός μαθητής.
Η Παρακαταθήκη είναι μια μυθιστορηματική πραγματεία όχι τόσο για το χρήμα, αλλά για το κεφάλαιο, αυτή την απροσδιόριστη έννοια που ανέδειξε ο Μαρξ, την έννοια που κανείς πριν από αυτόν, πόσω μάλλον μετά, δεν κατάφερε να προσεγγίσει τόσο πολύ. Είναι θα έλεγε κανείς ένα αντι-δοξαστικό στον καπιταλισμό και σε όσα δεινά επισώρευσε στην ανθρώπινη μοίρα. Ο Ντίαζ βουτά την αφήγησή του στην Ιστορία του 20ου αιώνα, και το κάνει με τέτοια φυσικότητα σαν να βουτούσε ένα μπισκότο στο τσάι του. Η ατμόσφαιρα που μας μεταφέρει είναι αρχικά δανεισμένη από μυθιστορήματα σαν τον Μεγάλο Γκάτσμπι. Χωρίζει το μυθιστόρημά του σε τέσσερις ενότητες, ετερόκλιτα δομημένες, που αν προσπαθήσει κανείς να τις ταυτίσει με κάποιο γραμματειακό είδος, θα βρεθεί σε αδιέξοδο.
Το σημαντικό είναι ότι οι χαρακτήρες του Ντίαζ έχουν ψυχή, έχουν βάθος, διαθέτουν την αυτονομία που απαιτείται για να πεισθούμε πως δεν είναι απλά χάρτινα κατασκευάσματα. Στους καλογραμμένους διαλόγους δεν βρίσκει κανείς στιγμές αμηχανίας ή υπερβολής. Δεν υπάρχει ίχνος μελοδραματισμού και αφέλειας. Επιπλέον ο Ντίαζ επιστρατεύει την Φοκνερική πολυφωνία, προκειμένου να καταθέσει μια σφαιρική άποψη για την αλήθεια, αν χωρά αλήθεια σε αυτό που ζούμε και σε αυτό που είμαστε.
Το μυθιστόρημα «Ομολογίες» του Βάνερ ως ένα είδος mise en abyme, η αυτοβιογραφία ως αντίστιξη, η εντιμότητα των ημερολογίων, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, η οικογενειακή τραγωδία, η αυτοεξορία ως μετανάστευση αλλά και η επίδοξη συγγραφέας που κοντοστέκεται μεταξύ μυθοπλασίας και αληθινής ιστορίας, συνθέτουν ένα γοητευτικό παζλ. Από την δημιουργική φαντασία μέχρι την πραγματικότητα μόνο τα ονόματα αλλάζουν, όχι οι ρόλοι κι ο πραγματικός συγγραφέας κάνει δίκαιη μοιρασιά ανάμεσα στους χαρακτήρες.
Ακόμα και ο πιο κακόπιστος αναγνώστης δύσκολα θα διέκρινε μια τόση δα ρωγμή στους διαλόγους και στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, στη συλλογιστική της αφήγησης και στην ακολουθία των γεγονότων. Ένα απόλυτα τακτοποιημένο βιβλίο, κάτι που ίσως είναι και η μοναδική του αδυναμία. Έτσι ο Ντίαζ κινδυνεύει να χάσει μέρος της αληθοφάνειας που κερδίζει με όλα τα άλλα. Αν συγκρίνει κανείς την Παρακαταθήκη με τις ανοικονόμητες σελίδες κάποιου μπαλζακικού μυθιστορήματος θα διαπιστώσει ασφαλώς πως ο «νέος» υπερτερεί καταφανώς του «παλιού» σε τάξη και νοικοκυροσύνη, πράγμα όμως που αφαιρεί από την αναμφισβήτητη ζωντάνια του.
Η Κάλλια Παπαδάκη μεταφράζει την Παρακαταθήκη, για λογαριασμό των εκδόσεων Μεταίχμιο, όπως μόνο μια λογοτέχνιδα θα μπορούσε να το κάνει και ελέγχεται ίσως για μια υπερβολικά καλλιεπή απόδοση των επιθέτων ειδικά στο πρώτο μέρος, μένοντας ίσως πιστή στο γράμμα αλλά όχι και στο πνεύμα του νόμου του Ντίαζ.
«Κάθε ζωή είναι οργανωμένη γύρω από ένα μικρό αριθμό γεγονότων τα οποία είτε μας ωθούν μπροστά είτε μας ακινητοποιούν ξαφνικά», ισχυρίζεται ο Ντίαζ. Αλήθεια είναι!