«Η δίκη Σουάρεφ», του Χρήστου Χωμενίδη
Από τις «Eκδόσεις Πατάκη» κυκλοφορεί το βιβλίο του Χρήστου Χωμενίδη «Η δίκη Σουάρεφ»
Το βιβλίο του Χρήστου Χωμενίδη «Η δίκη Σουάρεφ» κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Πατάκη».
Δηµοσθένης Καραµπαλίκης. Ο εµβληµατικότερος εν ζωή ποινικολόγος, πρωταγωνιστής στις πιο πολύκροτες δίκες του τελευταίου µισού αιώνα. Σεραφείµ-Μάκης Σακκάς. Ο διευθυντής του γραφείου «Καραµπαλίκης και Συνεργάτες». Ευφυής, εργατικός, λεβέντης. Με ένα, όµως, σωµατικό ελάττωµα που –κι ας το κρύβει όσο µπορεί– τον περιορίζει, του πικραίνει τη ζωή. Ένα απόγευµα εµφανίζεται στο γραφείο ο µεγαλέµπορος µουσικών οργάνων Εδµόνδος Σουάρεφ. Αποκαλύπτει ότι το 1983 δολοφόνησε έναν άνθρωπο. Ζητάει να παραδοθεί στη Δικαιοσύνη.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Πρώτα τα μάζεψε και αποχώρησε το συνεργείο. Λίγο αργότερα το προσωπικό μας, οι περισσότερες κυρίες αρνήθηκαν να ξεβαφτούν. Ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση.
Υπάρχει η εντύπωση ότι οι δικηγόροι κάνουν και εκτός γραφείου παρέα, πάνε για ποτά, καταλήγουν σε μπουζούκια ή σε ξενοδοχεία ημιδιαμονής. Αυτός ίσως να ήταν ο κανόνας μέχρι πριν από είκοσι, τριάντα χρόνια – οι παλαιότεροι καλλιεργούν μια ρομαντική εντύπωση για τα νιάτα τους κι εγώ τουλάχιστον ευχαρίστως τους πιστεύω. Στις μέρες μας πάντως η εργασιακή συνύπαρξη φτάνει και περισσεύει. Όταν σχολάς, θες να ξεπλύνεις από πάνω σου τα χνότα των συναδέλφων σου. Πλην –εννοείται– εξαιρέσεων.
Εγώ έμεινα, όπως πάντα, τελευταίος. Εγώ ανοίγω το γραφείο κάθε πρωί στις επτάμισι, εγώ το κλείνω κάθε βράδυ στις οκτώ το αργότερο. Η Παναγιώτα έχει απαγορέψει τις υπερωρίες, που συνηθίζονται σε άλλες δικηγορικές εταιρείες, πιστεύει ότι επιφέρουν ιδρυματισμό, βλάπτουν την ψυχική υγεία, «πρέπει να αλλάζετε παραστάσεις» λέει, «σας θέλω με καθαρό μυαλό!». Όσο υπήρχε Εκείνος ανάμεσά μας, συχνά μέναμε κι ως τις δύο και ως τις τέσσερις ακόμα τα χαράματα. Παραγγέλναμε πίτσες, μας κέρναγε εκλεκτό ουίσκι, έπαιζε μουσική, μέχρι ποιήματα μας διάβαζε, μέχρι ταινίες μάς έδειχνε, αμερικάνικα νουάρ και γαλλικά νουβέλ βαγκ, για να διευρύνει τους ορίζοντές μας. Νοσταλγώ εκείνους τους καιρούς.
Έσβησα όλους τους υπολογιστές. Κατέβασα τις γρίλιες. Ετοιμαζόμουν να ρυθμίσω τον συναγερμό, όταν ένιωσα μέσα στο γραφείο μια ζωντανή παρουσία.
Λέω «ένιωσα» διότι δεν ήταν ότι κάτι άκουσα ή μύρισα – ένα σούρσιμο, μια ανάσα, την αποφορά έστω μιας κούφιας πορδής. Το ένστικτό μου με πληροφόρησε πως κάποιος, κάποιος ξένος, είχε λάθρα παρεισφρήσει. Προχώρησα στα ενδότερα, ανάβοντας τα φώτα, σε κάθε βήμα μου γινόμουν και πιο βέβαιος ότι επέκειτο κακό συναπάντημα. Περίμενα κανένα διαρρήκτη, κάνα φτωχοδιάβολο – ήμουν σε θέση, πίστευα, να τον αντιμετωπίσω – σχημάτισα παρ’ όλα αυτά στο κινητό μου το «100», θα το καλούσα μόλις τον αντίκριζα.
Ήλεγξα τα δωμάτια των συνεργατών. Την κάμαρη με τους εκτυπωτές και τα αναλώσιμα – πίσω από ένα παραπέτο από κόντρα πλακέ αποθηκεύουμε τα σέα της καθαρίστριας, σκούπες και απορρυπαντικά. Μπήκα στον ιδιαίτερο χώρο Εκείνου, που τον έχει καταλάβει η Παναγιώτα κι αντί να σεβαστεί το απέριττο γούστο του τον έχει φορτώσει με βάζα, πίνακες και μπιμπελό. Μονάχα ο τοίχος με το χρηματοκιβώτιο παραμένει απαράλλακτος – και να το παραβίαζε ο εισβολέας, τι θα έβρισκε; Επιταγές που θα ακυρώναμε αυθωρεί, έγγραφα που υπήρχαν και στους σκληρούς μας δίσκους, καμιά ιδιόχειρη –το χειρότερο– διαθήκη πελάτη... Λεφτά στο γραφείο δεν κρατάμε. Ξαναβγήκα στον διάδρομο. Άνοιξα με κλοτσιά την πόρτα του WC. Τότε ακριβώς αντήχησε από την κουζίνα ένας περιπαιχτικός ξερόβηχας. Τον βρήκα να μασουλάει μία σοκοφρέτα. «Μαζί μου την έφερα!» μου είπε. «Απ’ το περίπτερο την αγόρασα, δε σας την έκλεψα!» Και χαμογέλασε ζαβολιάρικα.
Προσπαθώ να ανακαλέσω την αρχική εντύπωση που μου προκάλεσε, όρθιος εμπρός στο ψυγείο, με τη λάμπα φθορισμού –κρύο φως, δυσάρεστο– να τσιτσιρίζει από πάνω του. Ένας άντρας στα εβδομήντα του, ίσως και παραπάνω. Ένα ανθρωπάκι σπιθαμιαίο, μόλις ψηλότερο από ενάμισι μέτρο. Όχι νάνος εντούτοις – οι νάνοι έχουν κοντόχοντρα άκρα, μεγάλα κεφάλια ασύμμετρα προς το κορμί τους, φουσκωτές συνήθως κοιλιές. Ο εισβολέας είχε κατασκευή αρμονικότατη. Το πρόσωπό του, πλατύ μέτωπο, ίσια μύτη, θεληματικό πιγούνι, το πρόσωπό του παρέπεμπε σε αρχαία ελληνική –σε ρωμαϊκή έστω– προτομή. Τα μαλλιά του, άσπρα, πυκνά, έκαναν σκάλες. Ένας Ερμής τσέπης, Ερμής πάντως. Παρατήρησα τα δόντια του. Όλα στη θέση τους, γερά, κατάλευκα, εάν εξαιρέσεις τον αριστερό κάτω κοπτήρα, ο οποίος φάνταζε περισσότερο σαν κόσμημα μέσα στο στόμα του – «ποιος και γιατί βάζει στις μέρες μας χρυσό δόντι;» αναρωτήθηκα, «κάποιος εκκεντρικός, επιδειξιομανής...». Ήταν ντυμένος στην πένα. Μάλλινο μπεζ παντελόνι με μικρά καρό. Καφέ ζιβάγκο. Ύπό μάλης κρατούσε μια κυπαρισσί καμπαρντίνα. Τα παπούτσια του σουέντ, ασορτί με το ζιβάγκο, με κεντητά στολίδια σαν οικόσημα στις γλώσσες – πόσο πολλά συγκράτησα μέσα σε δευτερόλεπτα;
«Πώς βρεθήκατε εδώ μέσα;» «Μπήκα μαζί με τους φωτογράφους». «Έχετε σχέση μαζί τους;» «Απολύτως καμία». «Και σας άφησαν να περάσετε;» «Θα με νόμισε η κυρία που άνοιξε για μέλος του συνεργείου. Κρύβομαι εξάλλου εύκολα στο μπούγιο...» «Το ξέρετε ότι παραβιάσατε, ότι παραβιάζετε, επαγγελματικό άσυλο;» «Έχω έρθει άλλες δυο φορές τον τελευταίο μήνα. Με σταμάτησαν οι κοπέλες στην υποδοχή. Και ας τους εξήγησα ποιος είμαι και τι θέλω. “Να επικοινωνήσετε ηλεκτρονικά!” μου είπαν εντελώς ανάγωγα. Τις έχετε χάρμα εκπαιδεύσει» σάρκασε.
«Πώς λέγεστε;» Με ύφος ταχυδακτυλουργού ανέσυρε από τη μέσα τσέπη της καμπαρντίνας ένα επισκεπτήριο. Την κάρτα του. Πάσχω από πρώιμη πρεσβυωπία, απαξίωσα να φορέσω τα γυαλιά μου για να τη διαβάσω. Παρατήρησα μόνο ότι τα γράμματα ήταν χαραγμένα και γυαλιστερά, θα περνιόταν μάλλον για σημαίνον πρόσωπο. «Και τι ζητάτε εδώ, κύριε...» «Σουάρεφ. Εδμόνδος Σουάρεφ». «Το καλλιτεχνικό σας είναι αυτό;» «Έχω πάψει από δεκαετίες να είμαι καλλιτέχνης. Το επίθετό μου προέρχεται από τη Μάλτα. Επιθυμώ να μιλήσω με τον Δημοσθένη Καραμπαλίκη. Ιδιαιτέρως».
Πού μπορεί να φτάσει το θράσος του ανθρώπου; Ούτε τις καλές ημέρες Εκείνος δε δεχόταν δίχως ραντεβού. Χωρίς να ελεγχθεί πρώτα ο οιοσδήποτε επίδοξος πελάτης από εμάς. Διότι απλούστατα, εάν τον συναντούσε όποιος ήθελε, άλλη δουλειά δε θα έκανε Εκείνος παρά να υφίσταται τη φλυαρία (και την κλάψα και το παραλήρημα ενίοτε) του κάθε τυχαίου. Ακόμα και όταν ξαπόσταινε στις καφετέριες της Ευελπίδων ή βάδιζε αγέρωχος έξω από τον Άρειο Πάγο, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, κάποιος από τη συνοδεία του ήταν επιφορτισμένος με το να διώχνει «τις μύγες», τους άγνωστους τουτέστιν που ήθελαν να του μιλήσουν.
«Ο κύριος Καραμπαλίκης δε δέχεται κανέναν» του απάντησα κοφτά.