Ο «Μέρφυ» του Μπέκετ είναι ένας μικρός «Οδυσσέας»
Το πρώτο μυθιστόρημα του Σάμιουελ Μπέκετ είχε το υδατογράφημα της Τζοϋσικής μεγαλοφυίας.
Ο «Μέρφυ» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Σάμιουελ Μπέκετ που κυκλοφόρησε το 1938 στην Αγγλία αφού είχε προηγουμένως απορριφθεί από 42 εκδότες. Είναι το πρώτο δείγμα εκτεταμένης αφήγησης από τον Ιρλανδό σε μια εποχή που πάσχιζε να ξεπεράσει το ίνδαλμά του, τον Τζέιμς Τζόυς αλλά και τις αμφιβολίες του για το ταλέντο του.
Με την έννοια αυτή ο «Μέρφυ» ανήκει περισσότερο στον Τζόυς και λιγότερο στον Μπέκετ. Αν απογυμνώσει κανείς το κείμενο από χαρακτήρες και επεισόδια, αυτό που απομένει είναι η πρόθεση του συγγραφέα να δημιουργήσει ένα μικρό «Οδυσσέα» στα πρότυπα του Τζόυς.
Δεν είναι μόνο το παιχνίδι της διακειμενικότητας που μετέρχεται με επιτυχία ο Μπέκετ, χρησιμοποιώντας με την τεχνική του κολάζ μικρές παραπομπές από τον Άγιο Αυστουστίνο, τον Σαίξπηρ, τον Δάντη, την Κινέζικη Ιστορία και την Ελληνική μυθολογία.
Είναι η πεποίθηση πως το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη λογοτεχνία του μεσοπολέμου ήταν ο ίδιος ο αναγνώστης, ένα εμπόδιο που θα έπρεπε να παραμεριστεί με κάθε κόστος. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Τζόυς, ο Μπέκετ και στη συνέχεια οι δραματουργοί του παραλόγου προκαλούν τη λογική του αναγνώστη ή του θεατή, δηλώνοντάς του κατάμουτρα ότι η ερμηνεία των έργων τους είναι το λιγότερο που τους απασχολεί.
Η αλήθεια είναι πως η παράδοση του ρεαλιστικού μυθιστορήματος καλόμαθε το αναγνωστικό κοινό. Τα αναγνώσματα της λογοτεχνίας έπρεπε απαραιτήτως να περάσουν από τη δοκιμασία της ερμηνείας κι αυτό με τα χρόνια δημιούργησε συμβάσεις που αργά ή γρήγορα κάποιος θα τις αμφισβητούσε.
Ο «Μέρφυ» δεν είναι ίσως το αριστούργημα του Μπέκετ, κατά την άποψή μου ανήκει περισσότερο στον Τζόυς ως σύλληψη και ως πρόθεση, έχει όμως αυτή την αξεπέραστη σκηνή με την κατάληξη της στάχτης του Μέρφυ που από μόνη της δείχνει το λαμπρό μέλλον του Μπέκετ στη λογοτεχνία. Είναι εξάλλου και το κομμάτι που λάτρεψε ο Τζόυς και το είχε απομνημονεύσει σαν ένα μεγαλοφυές ανέκδοτο.