«Μας καταβροχθίζει η φωτιά», Ζάουμε Καμπρέ
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Ζάουμε Καμπρέ «φωτίζει τις αναμνήσεις του μέλλοντος»
«Μας καταβροχθίζει η φωτιά» είναι ο τίτλος του καινούργιου βιβλίου του Ζάουμε Καμπρέ (Jaume Cabre), του Καταλανού μυθιστοριογράφου που έχει συζητηθεί όσο λίγοι τα τελευταία χρόνια και του οποίου το πολύπτυχο έργο «Confiteor» έγινε μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα (μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις, 2016). Πολυδιαβασμένος και πολυσυζητημένος, ο Καμπρέ μιλάει στο «Confiteor» για την ιστορία της βίας και του Κακού στην Ευρώπη (από την Ιερά Εξέταση μέχρι το Ολοκαύτωμα), για τον ρόλο της τέχνης, όπως και για την πολιτική και τη μνημονική δύναμη της αφήγησης. Το νέο του μυθιστόρημα (πάλι σε μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού και από τις εκδόσεις Πόλις) δεν έχει την πολυμέρεια, τον όγκο και το λογοτεχνικό, πολιτισμικό και ιστορικό εύρος αναφοράς του «Confiteor», δεν παύει, εντούτοις, να είναι το ίδιο παιγνιώδες και ευρηματικό. Μεταξύ αστυνομικής ιστορίας μυστηρίου, νουάρ, ψυχολογικού θρίλερ, ενήλικου παραμυθιού και κινητής λογοτεχνικής βιβλιοθήκης, το «Μας καταβροχθίζει η φωτιά» μπορεί να μην ενθουσιάσει τους φανατικούς βιβλιόφιλους οι οποίοι λάτρεψαν το «Confiteor», θα κερδίσει, όμως, σίγουρα κάθε αναγνώστη ο οποίος εκτιμά την υψηλή λογοτεχνία, λογαριάζοντας εξίσου σοβαρά τα οφέλη της απόλαυσης που προσφέρει ένα άρτια χτισμένο και φιλοτεχνημένο μυθιστόρημα.
Με προφανείς αναφορές στον Μπόρις Πάστερνακ, στον Γκιστάβ Φλομπέρ, στον Τόμας Μαν, αλλά και στα πιο διαφορετικά είδη αστυνομικής λογοτεχνίας (παλαιότερης και νεότερης), ή στον ποιητή του γερμανικού ρομαντισμού Γιόζεφ Φον Άιχεντορφ, στον Μπέκετ, στο θέατρο του παραλόγου, στην παράδοση της λατινικής γραμματείας και στον κόσμο της μουσικής, ο Καμπρέ κατορθώνει να ξετυλίξει μέσα σε μερικές μόνο σελίδες μια συναρπαστική και συνάμα παράδοξη ιστορία. Με κεντρικό του ήρωα τον Ισμαήλ, γιο φλαουτίστα του Δήμου, που αντέγραφε εκ παραλλήλου παρτιτούρες, ο συγγραφέας ξεκινάει από έναν θάνατο. Ο πατέρας θα κατηγορήσει τον Ισμαήλ για τον θάνατο της μητέρας του, και εν συνεχεία θα κατρακυλήσει στην τρέλα χωρίς να ξαναδεί τον γιο του, που καταλήγει σε οικοτροφείο. Στο μεταξύ, ο Ισμαήλ θα βυθιστεί στον κόσμο της παιδείας και των βιβλίων και θα αρχίσει να διδάσκει σε λύκειο λατινικά και λογοτεχνία μέχρι που θα συναντήσει τη Λέα. Κάποιο μυστικό θα προκύψει εδώ αφού μολονότι Ισμαήλ και Λέα μοιάζει να αγαπιούνται, δεν μεσολαβεί μεταξύ τους σωματική επαφή. Μια μέρα ο Ισμαήλ θα βγει για να αγοράσει ψωμί, συναντώντας τον θυρωρό του λυκείου του. Ο θυρωρός του ζητάει να πάνε μαζί σε μια συνάντηση πολυγλωσσίας και αίφνης τα πάντα ανατρέπονται. Ο Ισμαήλ θα ξυπνήσει λίγο αργότερα σε ένα νοσοκομείο χωρίς να μπορεί να θυμηθεί το παραμικρό, καθώς ανακαλεί μόνο τα μυθιστορήματα που έχει διαβάσει. Αναζητώντας μάταια τι συνέβη μετά τη συνάντησή του με τον θυρωρό, γνωρίζοντας τη Μάρλεν, μια γυναίκα που μοιάζει, όπως και η Λέα, να νοιάζεται γι’ αυτόν, υποδυόμενη τον ρόλο της ψυχοθεραπεύτριάς του, αλλά και ξανασυναντώντας τη Λέα, ο Ισμαήλ θα πεθάνει στο τέλος σαν νυχτοπεταλούδα που πέφτει στο φως, προλαβαίνοντας, παρόλα αυτά, να ανακαλύψει πως στη διάρκεια του διαστήματος κατά το οποίο έχασε τον κόσμο από τα μάτια του μπλέχτηκε σε μια δολοφονία του κοινού ποινικού δικαίου.
Χωρίς να αποκαλύψω περισσότερα για την αστυνομική πλοκή, αν δεν έχουν αποκαλυφθεί κιόλας πολλά, πρέπει να πω πως όλα τα γεγονότα μετά το ανεξήγητο ατύχημα του Ισμαήλ κινούνται ανάμεσα σε παραίσθηση, όνειρο, φαντασίωση και ψευδαίσθηση ενώ στο παιχνίδι μπαίνουν, σαν βγαλμένα από παραμυθητική διήγηση, και πέντε γουρουνάκια με τον αργοκίνητο Καρπέτα να ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Σε κάποιο σημείο ο Ισμαήλ θα κάνει λόγο για βέλος του χρόνου ή της μνήμης, που αντί να δείχνει το παρελθόν κοιτάζει προς το μέλλον ή μάλλον φωτίζει τις αναμνήσεις του μέλλοντος. Αυτή ακριβώς είναι και η αφηγηματική τεχνική του Καμπαρέ, που ανοίγεται με πρωθύστερους χρόνους σε όλο το φάσμα της μυθοπλασίας του, επιτρέποντας στους ήρωες να συναντηθούν με το πεπρωμένο τους (το δικό τους και των άλλων), να προβλέψουν και να αναμετρηθούν με τον θάνατό τους, να συνομιλήσουν με νεκρούς και ζωντανούς ή να ταυτιστούν με γουρουνάκια σαν τον Καρπέτ. Όχι ένα μεταφυσικό μαύρο ή σκιώδες πανί, λοιπόν, αλλά ένα υπερρεαλιστικό δίχτυ, που μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε φαντασία και τανάπαλιν, μετατρέποντας ακόμα και τον θάνατο σε ζήτημα λογοτεχνικής επινόησης. Δεν έχει αποκτήσει, σίγουρα, με τυχαίο τρόπο τη φήμη του ο Καμπρέ, τον οποίο ο Ευρυβιάδης Σοφός εγκλιματίζει σε αναλόγως εφευρετικά και παιγνιώδη ελληνικά.
Ο Καμπρέ γεννήθηκε το 1947 στη Βαρκελώνη, σπούδασε καταλανική φιλολογία και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, καθώς και τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια. Έχει τιμηθεί επανειλημμένα στην Ισπανία και στην Ευρώπη με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το Βραβείο Κριτικών και το Prix Mediterranee. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες.
Β. Χατζηβασιλείου
ΑΠΕ-ΜΠΕ