«Ο τυφλός καθρέφτης», Γιόζεφ Ροτ, εκδόσεις Κριτική
Δείγμα της νεανικής αφηγηματικής ορμής ενός μεγάλου συγγραφέα
Γεννημένος το 1894 στην ανατολική Γαλικία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία), ο Γιόζεφ Ροτ έζησε έναν πολυτάραχο και πολυταξιδεμένο βίο και πέθανε σε ηλικία 45 ετών στο Παρίσι από προχωρημένο αλκοολισμό. Βυθισμένος στη θαμπή και παραισθητική ατμόσφαιρα του αλκοόλ είναι και ο κεντρικός ήρωας του «Εμβατηρίου Ραντέτσκυ» (1932), του σημαντικότερου μυθιστορήματος του Ροτ, που μιλάει για τη φθορά, την παρακμή και τον θάνατο της Αυστροουγγαρίας λίγο προτού ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο αδρός ρεαλισμός και η οξεία ιστορική αίσθηση του Ροτ για το τέλος των εποχών και των καθιερωμένων πραγμάτων σφραγίζουν το «Εμβατήριο Ραντέσκυ», αλλά αφήνουν έντονο το ίχνος τους και στα δημοσιογραφικά άρθρα τα οποία συγκεντρώνονται στον τόμο «Τα χρόνια των ξενοδοχείων. Περιπλανώμενος στην Ευρώπη ανάμεσα στους πολέμους» (το ΑΠΕ-ΜΠΕ έχει αναφερθεί παλαιότερα εκτενώς στο βιβλίο). Τα άρθρα αυτά δημοσιεύτηκαν στον γερμανόφωνο Τύπο μεταξύ 1920 και 1930 και είναι βαθιά διαποτισμένα από το μεσοπολεμικό πνεύμα, παρακολουθώντας, όπως και το «Εμβατήριο Ραντέτσκυ», από τη μια πλευρά τη βαθμιαία υποχώρηση του παλαιού κόσμου και από την άλλη τη γέννηση και το ρίζωμα των καινούργιων φαινομένων, που ρίχνουν ήδη βαριά τη σκιά τους στον καθημερινό περίγυρο.
Στον τόμο «Ο τυφλός καθρέφτης», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κριτική, σε υποδειγματική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, φιλοξενούνται δύο κείμενα της νεανικής περιόδου του Ροτ, δημοσιευμένα αμφότερα το 1925, όταν ο ίδιος είναι 31 ετών και έχει ξεκινήσει τη δημοσιογραφική καριέρα που παρακολουθούμε στα «Χρόνια των ξενοδοχείων».
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Στο πρώτο, στον «Τυφλό καθρέφτη», που δίνει και τον γενικό τίτλο του βιβλίου, πρωταγωνιστεί η μικρή Φίνι, την οποία συναντάμε στη Βιέννη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το πολεμικό κλίμα είναι ολοφάνερο αφού ο πατέρας του κοριτσιού έχει μόλις επιστρέψει από το μέτωπο κουφός, αλλά και σε μεγάλη διανοητική και συναισθηματική σύγχυση. Καταφέρνει, παρόλα αυτά, ο μπαμπάς να αποκαταστήσει τον δεσμό με την κόρη του η οποία δεν μπορεί να υπομείνει τη μητέρα της, εισπράκτρια φόρων και αρκούντως αυταρχική μαζί της. Η Φίνι είναι πάνω στο άνθισμα της ηλικίας και του κορμιού της και καθώς γίνεται γυναίκα ζει από τη μια μεριά με τους ερωτικούς πόθους που ξυπνούν στο σώμα της και από την άλλη με την ανασφάλεια και τον πανικό τον οποίο της προκαλούν όλα τα αρσενικά: από τους προϊσταμένους της στο δικηγορικό γραφείο όπου εργάζεται μέχρι έναν νεαρό βιολονίστα που τη γοητεύει και ταυτοχρόνως την απελπίζει με τη σκληρότητα και την αδιαφορία του. Ο έρωτας θα έρθει για τη Φίνι στο πρόσωπο του Ράμπολντ, ενός περιπλανώμενου ρήτορα, για τον οποίο πιστεύει πως την εγκατέλειψε, θεωρώντας τον πλέον μεταφορικά και κυριολεκτικά νεκρό. Μέσα σε λίγες μόνο αράδες το κορίτσι τρέχει να πέσει στο ποτάμι. Κάθε νεανική προσδοκία, οποιαδήποτε κοριτσίστικη χαρά, κάθε απόβλεψη και κάθε απαντοχή πνίγονται στον πάτο του ποταμιού. Η Φίνι της οποίας το φυλλοκάρδι έτρεμε ακόμα και τις σκιές, η Φίνι που ανατρίχιαζε με τον ψίθυρο της σιωπής και τρελαινόταν με τις μεταξωτές κορδέλες, η Φίνι που αποζητούσε να απαλλαγεί από τους δεκάδες καταναγκασμούς του δικηγορικού γραφείου σβήνει μαζί με το τέλος του πολέμου και οι εικόνες της καθημερινής κίνησης της Βιέννης σβήνουν με τη σειρά τους κοντά της. Ο Ροτ γράφει με έντονες ποιητικές αποχρώσεις και σαφώς μελαγχολική διάθεση.
Το δεύτερο κείμενο του τόμου επιγράφεται «Απρίλιος. Η ιστορία μιας αγάπης» και εξελίσσεται σε ανάλογο αν και λιγότερο δραματικό κλίμα, εμπεριέχοντας και πολλά στοιχεία κοινωνικής σάτιρας. Ο κεντρικός ήρωας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής μένει για λίγο, προτού ταξιδέψει για την Αμερική, σε μια μικρή και άσημη πόλη, περιγελώντας τον στενόχωρο και στενόκαρδο κόσμο των ανθρώπων της - στραμμένοι στον μικρό εαυτό τους, με φιλοδοξίες που διόλου δεν λαμβάνουν υπόψη τους επαγγελματικούς και τους κοινωνικούς τους περιορισμούς, αρπαγμένοι, όπως ο διευθυντής του ταχυδρομείου ή ο βοηθός του σταθμάρχη, από τις σχεδόν γελοίες εξουσίες τους. Ο ήρωας ξεφεύγει από την πλήξη και την ανοησία, κάνοντας έρωτα με την ανύπαντρη Άννα, αλλά μένει ξαφνικά εκστατικός απέναντι στη θέα ενός κοριτσιού που κοιτάζει από ένα παράθυρο τον ουρανό. Ξανά ένα κορίτσι ταυτισμένο με την αθωότητα, με μια αιθέρια μορφή, που παύει από ένα σημείο και μετά να θυμίζει την πολύ χειροπιαστή και κάπως κουτή, κατά ομολογία της, Φίνι. Τι κι αν αν είναι έτσι; Το κορίτσι που κοιτάζει τον ουρανό δεν θα αποκτήσει ποτέ σάρκα και οστά για τον αφηγητή κι ο ίδιος θα φύγει εντέλει για την Αμερική αφού καμιά από τις προσδοκίες που έχει χτίσει δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Παρά τη βαριά σκιά του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ροτ παραγράφει στα κείμενα του «Τυφλού καθρέφτη» την αγωνία του για το τέλος του παλαιού κόσμου και το άγχος του για τα φαινόμενα της καινούργιας εποχής. Είμαστε ακόμη μακριά από το «Εμβατήριο Ραντέσκυ», αλλά η γραφή του, υποβλητική, γεμάτη με τη θλίψη μιας νιότης η οποία έχει προλάβει ποικιλοτρόπως να δεινοπαθήσει, καθώς και με πλήθος ρομαντικά υπολείμματα, είναι ήδη έτοιμη να μας κερδίσει και να μας συγκινήσει.
Β. Χατζηβασιλείου
ΑΠΕ-ΜΠΕ