Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου και η γλώσσα των μεταφραστών
Μια καινούργια μετάφραση ενός έργου όπως η «Μπαλάντα του θλιμμένου Καφενείου» δεν μπορεί παρά να είναι γεγονός.
Για όλους εμάς που αγαπήσαμε την «Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου» της Μακ Κάλερς στα τέλη της δεκαετίας του '70 μια νέα μετάφραση της ευσύνοπτης νουβέλας θα έπρεπε κανονικά να μας εισάγει σε μια αναγνωστική απόλαυση.
Ωστόσο το ύφος της Αμερικανίδας συγγραφέως είναι ίσως το πιο δυνατό της χαρτί σε όλη την περιπέτεια της αφήγησης, κάτι που μπορεί να είναι ευλογία αλλά και κατάρα - εξαρτάται κατά πόσο θα σεβαστεί κανείς αυτό το ύφος και θα ευστοχήσει στην επιλογή των λέξεων.
Η δουλειά του μεταφραστή είναι εξίσου απαιτητική με αυτή του δημιουργού, κι αυτό το ξέρουν καλά έμπειροι επαγγελματίες όπως ο Μιχάλης Μακρόπουλος. Εκτός των άλλων, ο εργασιακός φόρτος οδηγεί συχνά στην γνωστή κόπωση των μεταφραστών, έτσι ώστε να παρουσιάζονται απρόσμενες ατυχίες στο έργο ενός κατά τα άλλα ευυπόληπτου εργάτη της γλώσσας.
Διαβάζοντας την «Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου» από τις εκδόσεις Διόπτρα έμεινα με την εντύπωση πως δεν μεταφράστηκε ποτέ στα Ελληνικά. Το μετάφρασμα του Μιχάλη Μακρόπουλου είναι γεμάτο από ανελλήνιστα φραστικά σχήματα που υποβαθμίζουν σοβαρά τη γλώσσα της Μακ Κάλερς. Τίτλοι, διάλογοι, στοχαστικές φράσεις εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους. Η κυριολεξία δεν δίνει συνήθως την καλύτερη λύση, χρειάζεται μια δημιουργική διαμεσολάβηση που εδώ απουσιάζει.
Είναι ατυχής για παράδειγμα η απόδοση του τίτλου domestic dilemma ως οικιακό δίλημμα, όπως είναι πλαδαρή, σχεδόν εκτός ορίων η κατά λέξη μετάφραση της πρώτης φράσης: «Η ίδια η πόλη είναι πληκτική».
Υπάρχουν αρκετά σημεία στα οποία ο Μακρόπουλος δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της τέχνης της Μακ Κάλερς.