Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου - Για όσους ξέρουν από λογοτεχνία

Παλιά αγαπημένη η Κάρσον Μακ Κάλερς επιστρέφει στη νεοελληνική αναγνωστική πραγματικότητα

Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου - Για όσους ξέρουν από λογοτεχνία

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η φοιτητοπαρέα της οδού Μεσολογγίου στα Εξάρχεια διάβαζε μετά μανίας μεταξύ άλλων και τη νουβέλα της Μακ Κάλερς «Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου». Την εποχή εκείνη μας είχε συστήσει την Αμερικανίδα συγγραφέα ο Κουμανταρέας τη μετάφραση του οποίου είχε εκδώσει ο Κέδρος. Στη λογοτεχνική συντροφιά όμως κυκλοφορούσε ευρέως και το πρωτότυπο στη σειρά Penguin Modern Classics.

Σαράντα χρόνια αργότερα η νέα μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου από τις εκδόσεις Διόπτρα επανέφερε αυτό το ολιγοσέλιδο αριστούργημα αλλάζοντας τον επιθετικό προσδιορισμό από λυπημένο σε θλιμμένο. Θυμάμαι αυτό που έλεγε πάντα ο Γκράχαμ Γκριν: «Η κυρία Μακ Κάλερς και πιθανόν ο Ουίλιαμ Φόκνερ είναι οι μόνοι μετά τον θάνατο του Ντ.Χ. Λόρενς που διαθέτουν μια αυθεντική ποιητική ευαισθησία. Προτιμώ τη Μακ Κάλερς από τον Φόκνερ, γιατί γράφει με μεγαλύτερη σαφήνεια. Την προτιμώ κι από τον Ντ.Χ. Λόρενς γιατί σε αντίθεση με αυτόν δεν μεταφέρει κανενός είδους μήνυμα».

Θα συμφωνήσω με τον Γκράχαμ Γκριν για ένα λόγο περισσότερο, γιατί σήμερα διαβάζουμε κατά κύριο λόγο συγγραφείς που αποθεώνονται για τις θεματικές τους επιλογές, χωρίς να έχουν καμία ευαισθησία για τη γλώσσα. Το παράδειγμα της Μακ Κάλερς, έτσι όπως αποκαλύπτεται, στην «Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου» υπηρετεί την ορθόδοξη λογοτεχνική σχολή και την αγωνία των μεγάλων συγγραφέων που πασχίζουν να σχηματίσουν με λέξεις το πρόσωπο του κειμένου.

Η νουβέλα της Μακ Κάλερς αναδίδει το έντονο άρωμα του Αμερικανικού νότου σε ένα περιβάλλον επινοημένο α λα Φόκνερ με στοιχεία γουέστερν και κοινωνικού πουριτανισμού. Η πλοκή και η εξέλιξη των χαρακτήρων αναδεικνύει ένα πρώιμο «μαγικό ρεαλισμό» που προηγείται του Μάρκες − «μαγικό ρεαλισμό» κατά τα πρότυπα της βορειοαμερικανικής κουλτούρας. Η Μακ Κάλερς παίζει επιτυχώς με όλα τα τεχνάσματα της σύντομης αφήγησης, δημιουργώντας μυστήριο και σασπένς εκ του μηδενός. Το αφηγηματικό της δαιμόνιο την τοποθετεί στο ύψος του Φόκνερ και του Χεμινγουέι.

Ο έλληνας αναγνώστης του σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα συγγραφικό μέγεθος του χθες κι ένα έργο που συνεχίζει να μας συγκινεί αδιάπτωτα.