Ο Θείος Βάνιας στον Πειραιά
Έρχεται κάποια στιγμή που οι φιλότεχνοι αντιλαμβάνονται ότι η μοναδική τους περιουσία είναι τα μεγάλα έργα.
Είναι η εκλεκτή συγκίνηση μπροστά στη Νυχτερινή περίπολο του Ρέμπραντ, στις Νυκτωδίες του Σοπέν, στην Καρένινα και στους Καραμάζοφ, στον Θείο Βάνια, που παίρνει κανείς μαζί του στο μακρύ ταξίδι για την αιωνιότητα. Τίποτε άλλο. Αξίζει λοιπόν κανείς να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει, να ακούσει και να ξανακούσει, να δει και να ξαναδεί τα μεγάλα έργα της τέχνης.
Προφανώς αυτή την ανάγκη εξυπηρετούν και οι πολυάριθμες παραστάσεις των κλασικών θεατρικών έργων στις σκηνές όλου του κόσμου. Στο Δημοτικό θέατρο του Πειραιά ο Γιώργος Κιμούλης έδωσε την δική του λύση στο Τσεχοφικό θεώρημα του Θείου Βάνια. Το στοίχημα μάλιστα ήταν διπλό – σκηνοθετικό και υποκριτικό. Ως ηθοποιός επί σκηνής μας πρόσφερε τη δική του εκδοχή του αρχετυπικού αυτού ήρωα. Το έκανε μάλιστα με τρόπο που συνόψιζε την μέχρι τώρα θεατρική του διαδρομή σαν να αντιλαμβανόταν πως πρόκειται για ρόλο ζωής. Ήταν ένας θείος Βάνιας που ομολογώ δεν είχα φανταστεί.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Λιγότερο συγκινητικός από ό,τι συνήθως, σίγουρα όμως ρηξικέλευθος και ευρηματικός. Δίπλα του ο Τάσος Νούσιας, αγέρωχος και πολυσχιδής, προεξέτεινε τον χαρακτήρα του γιατρού Αστρόβ, ανοίγοντας κι άλλα παράθυρα στον οραματισμό και στον ρομαντισμό αυτού του ανθρώπου. Οι δυο τους είχαν ένα τέμπο και λειτουργούσαν συχνά σαν αδιαίρετο σχήμα. Ο καθηγητής Σερεμπριάκοφ επίσης πλάθεται με ένα πολύ ενδιαφέροντα τρόπο στα χέρια του Γιώργου Ψυχογιού ο οποίος, με την ερμηνεία του, δίνει μια επιεικέστερη εκδοχή στον χαρακτήρα – αντίπαλο δέος για τον ίδιο τον Τσέχοφ.
Αξιοπρόσεκτος είναι και ο Τελέγκιν μέσα από το παίξιμο του Κώστα Κοράκη συμπληρώνοντας το καρέ των ανδρικών ερμηνειών με θετικές εντυπώσεις. Στο τετράγωνο όμως των γυναικείων ρόλων υπάρχουν προβλήματα που ξεκινούν από το τέλος και από την αδόκιμη ερμηνεία της Χαράς Μάτας Γιαννάτου που αποτυγχάνει να μας μεταφέρει στον τελικό παρηγορητικό μονόλογο την απλότητα και τη συγκίνηση του Τσεχοφικού κειμένου. Η ερμηνεία της Στέλας Καζάζη επίσης κρίνεται μάλλον ρηχή και άγουρη στον ρόλο της Έλενας. Είναι στιγμές που μεταφέρει τη λανθασμένη αίσθηση πως ο Τσέχοφ ήθελε αυτή τη γυναίκα στο πλευρό του καθηγητή ως διακοσμητικό στοιχείο του έργου. Οι δυο τους όταν βρίσκονται μόνες επί σκηνής μεταφέρουν μια αδικαιολόγητη αμηχανία.
Κατά τα άλλα υπάρχει η καθ’ όλα λειτουργική παρουσία της Μάγδας Λέκκα στο ρόλο της θυμόσοφης γερόντισσας καθώς και η στυλιστική παρέμβαση της Μαίρης Νάνου στο ρόλο της «μαμάς», στα όρια ενός ισορροπημένου σνομπισμού. Θα έλεγε κανείς ότι και η σκηνοθετική αποστολή του Κιμούλη επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό, ίσως σε μεγαλύτερο από την μεταφραστική μονοδρόμηση του έργου, αν εξαιρέσει κανείς την τελευταία σκηνή με τα αχρείαστα φτιασίδια της, και μια συνεχή εμμονή για την κρίση ηλικίας που απασχολεί προφανώς και τον ίδιο ως άνθρωπο – αλλά αυτό είναι μια αδυναμία που τον κάνει μάλλον συμπαθή.
Το Δημοτικό θέατρο του Πειραιά προσφέρει από μόνο του ένα πολύτιμο ατού σε κάθε παράσταση.