Κριτική παράστασης: Η κυρά της θάλασσας
Το κλασικό έργο του Ερρίκου Ίψεν παίρνει σάρκα και οστά στο θέατρο Εκάτη. Ο Δημήτρης Στεφανάκης είδε και σχολιάζει την παράσταση.
Τι είναι λοιπόν αυτή η πλημμυρίδα των ιδεών του Ίψεν που ξεπλένει το μυαλό του θεατή και τον ξαναρίχνει πίσω στην καθημερινότητά του πεντακάθαρο και εμπνευσμένο; Τα μεγάλα έργα που συνέθεσαν οι σπουδαίοι δημιουργοί ποτέ δεν μας κούρασαν. Τα βλέπουμε και τα ξαναβλέπουμε και κάθε φορά ανακαλύπτουμε κάτι καινούργιο στον κρατήρα τους. «Η κυρά της θάλασσας» παίζεται φέτος στο αλλόκοτο θεατράκι της οδού Εκάτης στην Κυψέλη, που κατά κάποιο τρόπο είναι ένας «Τόπος αλλού». Το φυγόκεντρο δράμα του Ίψεν μιλά για όλα όσα αφορούν τον άνθρωπο, ακόμα κι αν αυτός ζει σε μια επαρχιακή λουτρόπολη της Νορβηγίας. Ο μαέστρος αυτός των αντικατοπτρισμών δημιουργεί αντιθετικά ζεύγη που εκφράζουν το αντιφατικό ύφος της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι ένας σπάνιος μουσικός της γλώσσας που προσέχει περισσότερο τη πολυσημία της σιωπής με τις συνεχείς παύσεις παρά τις ίδιες τις λέξεις.
Κι αυτές τις παύσεις απολαύσαμε κυρίως από το στόμα του θαυματουργού κρεμανταλά του Ανδρέα Μαριανού και που έδωσαν ρυθμό και νόημα. Ο Μαριανός υποδύεται τον γιατρό Βάγκελ και δανείζει τη φωνή του στον μυστηριώδη ξένο, τη μανιχαϊστική φαντασίωση της γυναίκας του της Ελμίνας. Αν κάθε παράσταση έχει έναν μπροστάρη, ένα αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή, ο Μαριανός δικαιούται σίγουρα αυτό τον τίτλο. Από κει και πέρα γύρω από αυτόν χτίζουν και οι υπόλοιποι τις ερμηνείες τους. Η Δώρα Τζερουνιάν δίνει σάρκα και οστά σ’ ένα πλάσμα πιο αιθέριο από ό,τι η ίδια. Καταφέρνει ωστόσο να ευθυγραμμιστεί με τις απαιτήσεις του ρόλου της, χάρις ίσως στο μετρημένο τέμπο της υποκριτικής της.
Έτσι κι αλλιώς στον μαγικό κόσμο του Ίψεν όλα είναι ρυθμός, ρυθμός και σιωπή κι όσο περισσότερο σέβονται ηθοποιοί και σκηνοθέτης αυτή την συνθήκη, τόσο καλύτερα για όλους.
Κατά τα άλλα οι συνεχείς μεταφορές και οι συμβολισμοί που ανακαλεί κανείς ανάμεσα στη θάλασσα στον έρωτα, στη φυγή και στον πόθο, στην οικογένεια και στους δεσμούς, περνούν από στιχομυθία σε στιχομυθία μέχρι την άκρη των πραγμάτων. Οι ηθοποιοί δεν χρειάστηκε παρά να κομίσουν τις φωνές του Ιψενικού κειμένου.