Δημήτρης Φραγκιόγλου: «Μεγάλη η επιστροφή του κόσμου στο θέατρο»
Ο Δημήτρης Φραγκιόγλου μιλά για την εποχή της τηλεοπτικής επιτυχίας αλλά και το σήμερα. «Δεν μπορούσα να μπω σε τρόλεϊ και λεωφορείο. Στην κηδεία του πατέρα μου διαπίστωσα τη φρενίτιδα του κόσμου. Ήταν τραγελαφικό»
Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από γονείς με τόπο καταγωγής τη Σμύρνη και το Καστελόριζο, ήρθε σε ηλικία 18 ετών στην Αθήνα για να σπουδάσει και... καλά οικονομικά, με το μυαλό όμως στο θέατρο. Μέσω της τηλεόρασης όχι μόνο τα κατάφερε αλλά έφτασε σε σημείο να χαρακτηρίσει «ανυπόφορη» την αναγνωρισιμότητά του. Μετά από χρόνια κατάφερε να εξισορροπήσει την κατάσταση και πήρε τον δρόμο του. Η ζωή του Δημήτρη Φραγκιόγλου σε λίγες γραμμές και ο λόγος στον ίδιο για να μας αναλύσει όλα τα παραπάνω.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 8/3/2023
Ας ξεκινήσουμε από τις μέρες της Αλεξάνδρειας.
Έζησα και τα καλά της Αλεξάνδρειας, μιας πόλης που φιλοξενούσε στην ακμή της 50.000 ομογενείς και κοντά στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασαν και τους 100.000 σε όλη την Αίγυπτο.
Γεννήθηκες το 1962, όταν ο Νάσερ ξεκίνησε μια σειρά από σημαντικές σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της Αιγύπτου, με κυριότερη την κρατικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ.
Έζησα τις συνέπειες του αποκλεισμού επί Νάσερ. Τότε που έκανε το καλύτερο για τους ντόπιους με την εθνικοποίηση των βιομηχανιών και όχι μόνο, προκαλώντας όμως και το εμπάργκο, λόγω της μετατόπισης της χώρας στο σοβιετικό μπλοκ. Η Αίγυπτος είναι αυτάρκης, αλλά τα προϊόντα της έφευγαν στη Σοβιετική Ένωση, στο πλαίσιο του κλίρινγκ, με αντάλλαγμα όπλα και γεωργικά μηχανήματα. Ο αποκλεισμός από τη Δύση και η εθνικοποίηση έφεραν τη συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου. Κραταιοί βιομήχανοι, οι οποίοι με νόμο παραχωρούσαν το 51% της επιχείρησης σε Αιγύπτιους, έφτασαν να ζουν με μηνιαίο εισόδημα 500 ευρώ με τα σημερινά δεδομένα.
Η κρίση επηρέασε και την οικογένειά σας;
Όχι, γιατί δεν αφορούσε τις μικρές επιχειρήσεις και ο πατέρας μου είχε ζαχαροπλαστείο, ανήκε στη μεσαία τάξη. Το κράτησε ανοιχτό ως το 1982 και μετά μετακόμισε στην Αθήνα. Έζησα το 1967 τον «πόλεμο των έξι ημερών» με τη νίκη των Ισραηλινών, αλλά και τον «πόλεμο του Γιομ Κιπούρ» το 1973, όταν στην ιερή γιορτή των Εβραίων η Αίγυπτος ανακατέλαβε εδάφη στο Σινά.
Οι Έλληνες πώς ζούσαν στην Αλεξάνδρεια;
Υπήρχαν πολλά σχολεία τον καλό καιρό, αλλά σταδιακά φτάσαμε σε ένα Λύκειο. Αποφοίτησα με 16 συμμαθητές από τη Γ’ Λυκείου. Με τους Αιγύπτιους είχαμε καλές σχέσεις, δεν μας αντιμετώπιζαν ως κατακτητές όπως τους Άγγλους και τους Γάλλους. Η παροικία μας ήταν μεγάλη με εκπροσώπους από όλες τις τάξεις, με ταπεινά επαγγέλματα αλλά και πολλούς πλούσιους. Οι φίλοι μου ήταν ομογενείς, δεν έκανα παρέα με Αιγύπτιους, όχι για ρατσιστικούς λόγους, πάντα υπήρχε στο μυαλό μας η αποχώρηση από τη χώρα. Ενώ οι γονείς μου είχαν δεκαετή άδεια παραμονής που ανανεωνόταν, εμείς είχαμε μικρότερης διάρκειας.
Η ποιότητα ζωής των ομογενών στην Αίγυπτο ήταν πολύ καλή. Με χορηγίες των πλουσίων είχαμε νοσοκομεία, σχολεία, ορφανοτροφεία, λέσχες, γηροκομεία, γυμναστήρια, ομάδα ποδοσφαίρου που έπαιξε μέχρι τη Β' Εθνική, αλλά και βόλεϊ, μπάσκετ. Τέτοια δεν υπήρχαν στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, παρά μόνο σε μερικές περιοχές.
Πού έφερε η «έξοδος» τους Αιγυπτιώτες;
Στην Κυψέλη και στα Πατήσια κατά κύριο λόγο, αλλά και στην Κηφισιά όπου υπήρχε το Άστυ των Αιγυπτιωτών κοντά στον σταθμό.
Εσείς πώς αποφασίσατε την εγκατάσταση στην Ελλάδα;
Το 1980 τελείωσα το Λύκειο και δεν ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Αίγυπτο. Ήρθα στην Ελλάδα, έδωσα εξετάσεις για το Πολυτεχνείο, δεν πέρασα και την επόμενη χρονιά μπήκα στο Οικονομικό. Ήθελα μια εύκολη σχολή για να ασχοληθώ ταυτόχρονα με το θέατρο.
Την τελειώσατε;
Όχι, αλλά πήρα μέρος στο θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου και έπαιξα με επιτυχία σε δύο θεατρικές παραστάσεις. Ήταν σε πειραματικό πλαίσιο και μας σκηνοθετούσαν σπουδαίοι άνθρωποι. Έπαιξα στο «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Καμπανέλλη και στο «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» του Μαξ Φρις, που παρουσιάστηκαν στο θέατρο «Διάνα». Μετά από αυτά προέκυψαν ενδιαφέρουσες επαγγελματικές προτάσεις. Έκανα αρχικά μια αντικατάσταση και το 1984 έπαιξα τον Μπαλούν, τον φίλο του Σβέικ, στο έργο του Μπρεχτ «Ο Σβέικ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Φοιτήσατε μετά σε θεατρική σχολή;
Ναι, αρχικά στου Θεοδοσιάδη και αποφοίτησα από τη σχολή Βεάκη.
Μετά ήρθε η τηλεόραση;
Ναι, το 1985, ο «Ανδροκλής και τα λιοντάρια του», όπου έκανα το ένα από τα τέσσερα παιδιά του Κώστα Βουτσά. Η δημοσιότητα ήταν εφιαλτική. Βλέπετε, τότε υπήρχαν μόνο η ΕΡΤ1 και η ΕΡΤ2 και όλος ο κόσμος μάς έβλεπε. Δεν μπορούσα να μπω σε τρόλεϊ και λεωφορείο. Όλοι έπεφταν πάνω μου, ζητούσαν αυτόγραφα, δεν με άφηναν ήσυχο, αναστατωνόταν το σύμπαν.
Πότε το διαπιστώσατε αυτό;
Κατά τραγική ειρωνεία, το πρώτο επεισόδιο προβλήθηκε την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μου και την επομένη στην κηδεία του διαπίστωσα τη φρενίτιδα του κόσμου. Ήταν τραγελαφικό. Και δεν πρόλαβε ο πατέρας μου να με δει στην τηλεόραση. Ήμουν 23 χρόνων.
Πώς το διαχειριστήκατε;
Ούτε που θυμάμαι, μήπως ήξερα… Ήταν αγριευτικό, δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσουμε όπως εδώ στην Ακαδημία Πλάτωνος και να μην έρθουν δεκάδες άνθρωποι να μου μιλήσουν.
Και λες και μας άκουσαν. Εκείνη την ώρα ήρθε ένας θαμώνας και ζήτησε να φωτογραφηθεί μαζί του γιατί τον ήξερε από «Τα καλύτερά μας χρόνια», λέγοντας: «Τη βλέπω τη σειρά, μιλάει και για την πατρίδα μου, τους Γαργαλιάνους. Θα στείλω τη φωτογραφία στην κόρη μου που δουλεύει στη Μάλτα».
Η συνέχεια;
Η σειρά ήταν 26 επεισόδια και καθιερώθηκα στον κόσμο.
Χαρακτηρίσατε τον ρόλο του «Χλαπάτσα» στο σίριαλ «Της Ελλάδος τα παιδιά» ως ευχή και κατάρα.
Ναι. Παρότι παίχθηκε μόλις μιάμιση σεζόν, η επιτυχία ήταν τρομακτική.
Την εξαργυρώσατε;
Παίρναμε καλά λεφτά για τα δεδομένα της εποχής και ο στόχος μου ήταν να βιοποριστώ ως ηθοποιός. Χωρίς την τηλεόραση δεν θα εξελισσόμουν στο τότε εμπορικό θέατρο. Αυτό το θέατρο όμως είχε πάντα τα λεφτά. Το πρόβλημα ήταν ότι οι εμπορικοί με θεωρούσαν κουλτουριάρη και οι κουλτουριάρηδες εμπορικό. Μεγάλο μπέρδεμα. Προσαρμόστηκα όμως γρήγορα, είχα μεγάλη ζήτηση και απέκτησα εμπειρίες «με ποιους θα πάω και ποιους θα αφήσω». Και παθαίνεις και μαθαίνεις. Μετά έκανα ταινίες με τον Μουστάκα και ακολούθως βιντεοταινίες.
Τελικά εμπορικός ή κουλτουριάρης;
Ήμουν ο εαυτός μου, αν και εκείνη την εποχή ο διαχωρισμός ήταν έντονος. Μετά το 2000 εξομαλύνθηκε η κατάσταση.
Ήταν δύσκολη εποχή, πράγματι. Έζησα την περίοδο του Μηνά Χατζησάββα, που έκανε το πέρασμα από το «Ανοιχτό Θέατρο» στο εμπορικό θέατρο και ήταν προβληματισμένος αν έκανε καλά.
Ναι, εκείνη η εποχή ήταν μπερδεμένη, αλλά απέκτησα την ευχέρεια να κάνω μετά δικές μου δουλειές, μικρές παραγωγές, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Έκανα την τρέλα μου. Έχω δημιουργικό ρόλο σε δουλειές, ακόμη και σε σενάρια. Είχε κόστος, πάντως, μέχρι να γίνει αυτό.
Είχατε τον χαρακτηρισμό του κωμικού;
Ναι, και μόνο οι άνθρωποι που δούλεψαν μαζί μου ήξεραν ότι δεν ήμουν μόνο αυτό.
Ξεχωρίζετε κάποιες δουλειές σας από εκείνη την εποχή;
Μπορώ να πω ότι χάρη στις επιλογές μου σύστησα στο ελληνικό κοινό σύγχρονους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς, όπως οι Christopher Durang, David Sedaris, David Lindsay – Abaire, Michael Hollinger...
Πώς τους ανακαλύψατε;
Παρακολουθούσα την αμερικάνικη σκηνή, διάβαζα τις περιλήψεις και έκανα επιλογές. Τότε ήταν ακόμη δύσκολο να πάρεις πληροφορίες γιατί δεν υπήρχε το διαδίκτυο.
Ήσασταν θιασάρχης;
Στις εναλλακτικές σκηνές δεν υπάρχουν θιασάρχες, παρά μόνο ομάδες. Ίδρυσα τη μη κερδοσκοπική εταιρεία «Οι χρυσοθήρες», εμπνευσμένος από τον «Χρυσοθήρα» του Τσάπλιν, αλλά και για να τρολάρουμε τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως την εφορία που όταν ακούν τον τίτλο της εταιρείας γίνεται ένα κομφούζιο. Ήταν δύσκολα γιατί δεν είχα θέατρο και έπαιζα ενάμιση μήνα τον χρόνο. Έκανα κλεφτοπόλεμο. Και δεν με καλούσαν πλέον στην τηλεόραση. Είχαν προκύψει καινούργιοι ηθοποιοί και καινούργιοι κανόνες.
Και τώρα σε τι φάση είστε;
Κάνω τα γούστα μου. Για παράδειγμα, έπαιξα τον Αύγουστο στη Νάξο, την πατρίδα του Καμπανέλλη, για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, δύο δικά του μονόπρακτα. Το ένα ήταν «H μυστική ζωή του Ουόλτερ Μίτι». Είχε μείνει στο συρτάρι από το 1957 που είχε παιχτεί από τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Ήμουν υπερήφανος και το μετέφερα τον χειμώνα τα Δευτερότριτα στο Θέατρο Vault.
Πού σας βρίσκουμε αυτήν την εποχή;
Σε μια μεγάλη παραγωγή στο Θέατρο Ακροπόλ, όπου παρουσιάζουμε το «Έκτο πάτωμα». Γαλλικό έργο του Αλφρέντ Ζερί, διάσημο, που έχει παιχτεί πολλές φορές στην Ελλάδα, από τη Μαρίκα Κοτοπούλη και από άλλους. Στον κινηματογράφο έγινε γνωστό από τον Ηλιόπουλο με τίτλο «Οι κυρίες της Αυλής».
Σε αυτό που λέει «βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα»;
Ναι, ναι. Το 1991 ανέβηκε ως μουσική κωμωδία σε διασκευή από τους Παναγιωτοπούλου, Κραουνάκη και Νικολακοπούλου, που έγραψαν και τα τραγούδια. Η παράσταση και τα τραγούδια έμειναν στην ιστορία. Τραγουδάει όλος ο θίασος και τα δύσκολα αναλαμβάνει ο Κώστας Μακεδόνας. Δούλεψε πολύ και τα κατάφερε. Είναι πολύ καλός.
Πώς πάτε;
Ξεκινήσαμε στις 3 Φεβρουαρίου και έχουμε απανωτά sold out.
Επιθεώρηση έχετε παίξει και γιατί νομίζετε ότι φθίνει το είδος;
Με την Άννα Βαγενά έχω παίξει, αλλά το είδος έχει ξεπεραστεί από την τηλεόραση που λειτουργεί πιο γρήγορα. Ένα νούμερο που ανεβαίνει στο θέατρο δεν μπορεί να αντέξει εύκολα για μια σεζόν, μπορεί να ξεπεραστεί σε μερικές μέρες και να φαίνεται σαν να είναι από άλλον αιώνα. Συμβαίνει κάτι σήμερα, αλλά δεν γίνεται να γράφεις κάθε μέρα.
Τι ευδοκιμεί σήμερα;
Τα πάντα, αρκεί κάτι να είναι καλό.
Υπήρξε μια έκρηξη μετά την πανδημία;
Ναι, υπάρχει μεγάλη επιστροφή του κόσμου στο θέατρο.
Σε αντίθεση με τον κινηματογράφο.
Ναι, γιατί υπάρχουν οι πλατφόρμες.
Και στην τηλεόραση γίνονται καλές δουλειές. Έριξαν χρήματα για σίριαλ και καλές παραγωγές.
Χάρη στη φορολόγηση των ξένων κινηματογραφικών παραγωγών που γίνονται στην Ελλάδα.
Εσείς πού παίζετε;
Στα «Καλύτερά μας χρόνια» κάνω τον πατέρα ενός πρωταγωνιστή. Η σειρά, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, αλλά πιστεύω δεν θα ξεχαστεί, θα μείνει στην ιστορία.
Στην ΕΡΤ;
Ναι, και επιτέλους η κρατική τηλεόραση πήρε τη θέση που της αξίζει. Χάρη στα χρήματα που επενδύθηκαν αλλά και στην αξιοκρατία. Δεν μπαίνουν σε επιτελικές θέσεις οι φίλοι των φίλων, με κριτήριο τα πολιτικά φρονήματα. Ήρθαν στελέχη από την ιδιωτική τηλεόραση, κυρίως από τον ΑΝΤ1.
Για τον κινηματογράφο;
Έκανα μια πειραματική ταινία, το «REM», την ταχεία κίνηση των οφθαλμών. Του Κάρολου Ζωναρά, πήγε και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ενδιάμεσα κάνετε και παρουσιάσεις βιβλίων. Πώς βρεθήκατε εκεί;
Συνεργάστηκα με τον Δημήτρη Στεφανάκη, που έγραψε ένα κείμενο για μένα, τον Σάντσο Πάντσα, τον βοηθό του Δον Κιχώτη, αλλά λόγω κορονοϊού δεν το έχουμε προχωρήσει. Κάναμε πρόσφατα τη σύνδεση του Τζόις με τον Μπέκετ, την επιρροή δηλαδή που έχει ο πρώτος στον δεύτερο. Διαβάζω αποσπάσματα από τα έργα τους.
Διαβάσατε τον Οδυσσέα;
Όχι ολόκληρο, οι περισσότεροι τον έχουμε στη βιβλιοθήκη μας και θα τον διαβάσουμε.
Το ίδιο κι εμείς. Ξέρω όμως έναν που τον διάβασε δύο φορές. Τον Μάνο Ελευθερίου. Με το ποδόσφαιρο ασχολείστε;
Ναι, είμαι Παναθηναϊκός. Φέτος που πάμε καλά δεν τον παρακολουθώ, γιατί παίζω στο θέατρο. Πήγαινα τα «πέτρινα χρόνια» και στη Λεωφόρο και στο ΟΑΚΑ. Το μπάσκετ δεν το αντέχω.
Θα πάρετε το πρωτάθλημα;
Δύσκολα, η ΑΕΚ ελέγχει τα πάντα.
Ο Γιοβάνοβιτς είναι το κλειδί της επιτυχίας;
Σίγουρα. Έχει αξιοποιήσει όλους τους παίκτες και είναι συνετός. Θαυμάζω τη στάση του σε όλα.
Είχατε να δείτε τέτοιον προπονητή από την εποχή Κυράστα;
Δεν τον πρόλαβα τον Κυράστα, δεν θυμάμαι τις δηλώσεις του, ήμουν μικρός. Ο τρόπος που επικοινωνούνται τα πράγματα αυτήν την εποχή είναι διαφορετικά.
Άρα είστε υπερήφανος αυτήν την εποχή;
Υπερήφανος δεν θα έλεγα. Αλλά κάθε ομάδα, που είναι υγιής και της αφήνουν περιθώριο, θα κάνει κάτι καλό. Μπορεί να μη φτάσει στο τοπ επίπεδο, αλλά θα προοδεύσει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ