«Η φαλακρή τραγουδίστρια» στο θέατρο Ίσον από τη θεατρική ομάδα ΘΕΑΜΑ
Η επαγγελματική συμπεριληπτική (ανάπηρων και μη ανάπηρων ατόμων) θεατρική ομάδα ΘΕΑΜΑ παρουσιάζει το θεατρικό έργο «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια» του Ε. Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Σοφίας Σταυρακάκη με διερμηνεία στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα (ΕΝΓ) για Κ(κ)ωφά και βαρήκοα άτομα στο θέατρο ΙΣΟΝ, υπό την αιγίδα και την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Δεν έχουν δίκιο όσοι υπαινίσσονται ότι το παράλογο είναι κάτι πρωτόγνωρο, σχεδόν απαράδεκτο στο θέατρο και στη λογοτεχνία. Το παράλογο είναι σύμφυτο με την αφήγηση είτε αυτή παραμένει στις σελίδες ενός βιβλίου είτε δραματοποιείται αφ ης στιγμής υποκαθιστά την ίδια την πραγματικότητα
Επομένως ο Ιονέσκο δεν είναι ένας από τους εισηγητές του παραλόγου στο θέατρο. Είναι απλά ένας δραματουργός που ενδιαφέρεται για τη ζωή αλλά και για την ψευδαίσθηση στο θέατρο. Δύο πράγματα τον απασχολούν: η ανθρώπινη κατάσταση και πώς να την παρουσιάσει στη θεατρική σκηνή. Για να κεντρίσει το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών έδωσε στο εγχείρημά του αυτό τον χαρακτήρα, θεωρώντας δηλαδή ότι ο ρόλος του Παραλόγου στο θέατρο είναι να επιστήσει σε όλους την έλλειψη νοήματος.
Η σύλληψη της «Φαλακρής τραγουδίστριας» έργου που έβαλε φωτιά στις θεατρικές σκηνές της εποχής του, κουβαλά μια συγκεκριμένη μυθολογία, όπως συμβαίνει πάντοτε σε ανάλογες περιπτώσεις. Υποτίθεται πως όταν τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ο Ιονέσκο έκλεινε τα τριάντα του χρόνια χωρίς την παραμικρή ένδειξη ότι προαλειφόταν για θεατρικός συγγραφέας. Ο Μάρτιν Έσλιν στο έργο του «Θέατρο του Παραλόγου» εξηγεί την ιστορία της «Φαλακρής τραγουδίστριας»: Πώς ο δημιουργός της άρχισε να μαθαίνει αγγλικά με τη μέθοδο Assimil και πώς ανακάλυψε αλήθειες που δεν είχε ποτέ πριν αναλογιστεί (φερ' ειπείν ότι το ταβάνι ήταν πάνω και το πάτωμα κάτω), και πώς καθώς προχωρούσε το μάθημα, εμφανίζονταν δύο πρόσωπα, ο κύριος και η κυρία Σμιθ, που οι συζητήσεις τους είχαν μια δική τους συνέπεια ώστε να μοιάζουν με ένα ομοιογενές έργο. Ο Έσλιν λύνει και το μυστήριο του τίτλου, αναφέροντας πως δημιουργήθηκε από μια παραδρομή της γλώσσας του ηθοποιού που υποδυόταν τον Αρχηγό των Πυροσβεστών στην πρόβα.
Η «Φαλακρή τραγουδίστρια» έχει τον υπότιτλο αντι-έργο με σαφείς σκηνοθετικές οδηγίες που, ως συνήθως, σπάνια λαμβάνουν υπόψη τους οι σύγχρονοι σκηνοθέτες.
Στο έργο πρωταγωνιστούν δύο ζευγάρια, οι Σμιθ και οι Μάρτιν, μια νεαρή γυναίκα η Μαίρη που ισχυρίζεται πως είναι υπηρέτρια των Σμιθ αλλά στο τέλος αποκαλύπτεται πως ήταν ερωμένη του αρχηγού των Πυροσβεστών, κι αυτό θα της κοστίσει την απόλυση.
Ο Ιονέσκο επισημαίνει την αυθαιρεσία των ανθρώπων, οι οποίοι γίνονται ό,τι δηλώσουν, ενώ την ίδια στιγμή επιτίθεται με σφοδρή ειρωνεία στα γλωσσικά κλισέ που καταστρέφουν όχι μόνο την ίδια τη γλώσσα αλλά και το νόημα της ζωής μας. Στην πραγματικότητα όμως οι διάλογοί του διαθέτουν τη δική τους λογική.
Ο Ιονέσκο ξεσκεπάζει επίσης και τα επτασφράγιστα μυστικά των ανθρώπων ειδικά στον έρωτα αλλά το κάνει με τρόπο «παράλογο», σαν να θυμούνται δήθεν κάποια στιγμή δύο άνθρωποι ότι στο παρελθόν υπήρξαν ζευγάρι. Στη συνέχεια επιστρατεύει μια τεχνική που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Ντοστογιέφσκι στον «Ηλίθιο», παρωδώντας την. Αυτό συμβαίνει όταν ο αρχιπυροσβέστης προσφέρεται να διηγηθεί μια ιστορία από τη δουλειά του, το νόημα όμως της οποίας πρέπει να το ανακαλύψουν τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου.
Ο Τζορτζ Στάινερ στο βιβλίο του «Ο θάνατος της τραγωδίας» αμφισβητεί την δυνατότητα ύπαρξης τραγωδίας στο σύγχρονο κόσμο, θεωρώντας πως η «μαύρη κωμωδία» που αντιμετωπίζεται με αμφιλεγόμενο γέλιο, μπορεί ως ένα βαθμό να υποκαταστήσει το κενό που έχει δημιουργηθεί.
Ο ίδιος ο Ιονέσκο αναφέρει:
«Αποκάλεσα τις κωμωδίες μου αντι-έργα, θεωρώντας ότι το κωμικό είναι τραγικό, κι η τραγωδία του ανθρώπου γελοία».
Έργα όπως η «Φαλακρή τραγουδίστρια» γράφτηκαν ώστε η πλοκή τους και το νόημά τους να καταστρατηγούνται όλο και περισσότερο από τους σκηνοθέτες. Με αυτή την έννοια η σκηνοθετική παρέμβαση της Σοφίας Σταυρακάκη θεωρείται επιτυχημένη. Το σκηνικό, που θυμίζει μικρό πολύχρωμο κλουβί, συμβάλλει στην κατακερμάτιση του έργου σε μικρότερες ενότητες. Η ισορροπημένη ερμηνεία της Όλγας Νικολαΐδου αποδεικνύεται ουβερτούρα-θεμέλιο για τη συνέχεια, στην οποία το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο οδηγεί κατά σημεία στην εντύπωση ομαδικού παραληρήματος. Ωστόσο όλοι οι συντελεστές της παράστασης φαντάζουν να εκτελούν με ακρίβεια ένα σαφές δραματικό σχέδιο. Όλοι τους έχουν πολύ καλές στιγμές, ο Πάνος Ζουρνατζίδης είναι ένας πειστικός κύριος Σμιθ με την ερμηνεία του στα όρια εντυπωσιακού μπαρόκ. Ο Βασίλης Οικονόμου ως Μάρτιν κινείται με χαρακτηριστική άνεση στο κλειστοφοβικό σκηνικό, η Έλη Δρίβα τηρεί αριστοτεχνικά ένα δικό της ρυθμό, ο Ανδρέας Αντωνιάδης ως αρχιπυροσβέστης είναι απολαυστικός, ενώ η Σοφία Σταυρακάκη στο ρόλο της υπηρέτριας λειτουργεί ως ένας αθέατος μαέστρος. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Θένιας Καρλάφτη δίνουν μια εσάνς κομέντια ντελ άρτε και η πολύ καλή μουσική του Ηλία Κουρτπαρασίδη άλλοτε κατακλυσμιαία άλλοτε συγκινητική συμβάλλει στη γενική θετική εντύπωση που αφήνει αυτή η παράσταση. Μια μικρή παρατήρηση θα ήταν ίσως πως οι πολλές στιγμές κορύφωσης δίνουν χωρίς λόγο την αίσθηση του τέλους που δεν έρχεται. Ως αντίλογο σε αυτό παραθέτουμε το ευφυέστατο σημείωμα της σκηνοθέτιδας:
«Η Φαλακρή Τραγουδίστρια δεν είναι μια παράλογη ιστορία, αλλά η επικύρωση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Στη θαλπωρή της αστικής κατοικίας δύο κατ’ επίφαση ζευγάρια, ένας πυροσβέστης και μια υπηρέτρια βρίσκονται αιχμάλωτοι σε μια χαοτική δίνη μυθοπλασιών, σ’ ένα καλειδοσκόπιο των υπερφίαλων εικόνων τους, να επινοούν τον εαυτό τους κυριολεκτικά κάθε στιγμή.
Οι ήρωες υπνοβατούν χαμένοι σε ένα αποσυντιθέμενο γλωσσικό σύστημα επικοινωνίας και στη τυχαιότητα των "οικογενειακών" δεσμών, χωρίς την παραμικρή βεβαιότητα ποιος είναι ποιος.
Πριν από το Salto mortale, καθώς ο χρόνος ψιθυρίζει την αντίστροφη μέτρηση, πρόσωπα της "καλής" κοινωνίας καταπίνουν αντιληπτικά χάπια σαν Θεία Ευχαριστία και θυμίζουν γκρεμοτσακισμένους κλόουν σε μια κωμικοτραγική πράξη σωματικής και πνευματικής καθυπόταξης στην ανίατη αρρώστια των παρόντων απόντων, των ζωντανών νεκρών, των πειθήνιων οργάνων της πολιτικής νομιμότητας που στήνει τον περίτεχνο ιστό της αράχνης για να παγιδεύσει όσους νομίζουν ότι καθορίζουν τη μοίρα τους.
Και αν υποθέσουμε ότι ο θάνατος μας καταδικάζει σε μια απέραντη ερημιά ονείρων χωρίς διαφυγή, μια προκάτ ζωή χωρίς περιεχόμενο και νόημα, που ματαιώνει το μέλλον, πώς την αναχαιτίζεις;»