Όλγα Νικολαΐδου: «Το λουλούδι που δεν μαραίνεται...»
Η Όλγα Νικολαΐδου αποχαιρέτησε τη μητέρα της Ειρήνη, που έφυγε από τη ζωή, με ένα λουλούδι κι ένα κείμενο.
«Ωραία τα λουλούδια, αλλά να κάνεις πιο πρακτικά δώρα που να μένουν. Τα λουλούδια μαραίνονται». Χθες σου άφησα το τελευταίο λουλούδι μαμά. Με όλη μου την αγάπη. Αυτή δεν μαραίνεται. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι μαμά;»
Μαρινάκης και Κόκκαλης αποχαιρέτησαν τη μεγάλη κυρία του «ΦΩΤΟΣ» Ειρήνη Νικολαΐδου (pics)
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Δείτε την ανάρτηση της Όλγας Νικολαΐδου στο Facebook:
«Το τελευταίο λουλούδι
Θυμάσαι όταν σου έγραφα σημειωματάκια;
«Μανούλα μου σ αγαπώ», «Μανούλα μου είσαι η καλύτερη μανούλα του κόσμου».
Μου έγραφες κι εσύ, γλυκά και τρυφερά, αλλά και πιο πρακτικά – ήσουν πρακτική και πολύ το χαιρόσουν- «έχει τυρόπιτα στο ψυγείο που την έστειλε η κυρία Ντίνα», «πάρε τηλέφωνο αν χρειαστείς κάτι, θα είμαι στο ΦΩΣ».
Και πάντα υπέγραφες Ειρήνη. Με το μικρό σου όνομα. Αυτό που πήρε η εγγονή σου. Πόσο θα την καμάρωνες! Και την άλλη, την μικρή, την Μυρτούλα μας.
Όλοι με το μικρό σου όνομα σε ήξεραν και σε προσφωνούσαν: Κυρία Ειρήνη. Κι αυτό το Κυρία –ή κυρά, στην πιο άμεση εκδοχή του- δε νομίζω ότι ήταν από λόγους τυπικούς. Το ενέπνεες, σου ταίριαζε.
Όταν γνώρισα κάποτε τον Όθωνα τον Θεοχάρη – τον επί σειρά ετών πρόεδρο της Ενώσεως τυπογράφων (έφυγε κι αυτός) – με πόσο θαυμασμό και αγάπη μου μίλησε για σένα:
«Η μάνα σου ήταν μοναδική. Την λάτρεψα. Μπορεί να σκοτωνόμασταν για τα συνδικαλιστικά, να διαφωνούσαμε μέχρι… θανάτου όμως ήταν πολύ εντάξει: Δίκαιη, σωστή, έντιμη.
Και πόσο φιλόξενη! Μας καλούσε στο γραφείο της και μας έφτιαχνε η ίδια καφέ που μας τον σέρβιρε. Πάντα με κουλουράκια και γλυκά. Και εκτός δουλειάς, τί ωραία που τα λέγαμε. Αλλά είχε κι ένα πείσμα…».
Αν είχε λέει! «Η μάνα σου παιδί μου σκάει γάιδαρο!» Του μπαμπά η κουβέντα και είχε δίκιο!
Κι εμείς διαφωνούσαμε μέχρι…θανάτου, θυμάσαι;
«Άμα τα πιστεύεις αυτά, να πας να ζήσεις στην Σοβιετική Ένωση, να δεις την γλύκα», έτσι μου έλεγες. Με άφηνες πάντως να διαβάζω Ρίτσο «και άλλα κουλτουριάρικα», όπως τα αποκαλούσες, από το Δημοτικό. Και ποτέ δεν προσπάθησες να μας επιβάλλεις κάτι. Είχες έναν διακριτικό τρόπο, σε όλα.
Θυμόμασταν με την Μαρία όταν ήμασταν μικρές στην παραλία, στο νησί, που δεν μας φώναζες, όταν έπρεπε –επιτέλους!- να βγούμε από την θάλασσα, για να μην ενοχλήσεις τον κόσμο. Μας έκανες νεύμα. Και με το βλέμμα, μας έστελνες μηνύματα. Είχες ένα βλέμμα! Άλλοτε τόσο φωτεινό κι άλλοτε τόσο αγριεμένο.
Άμα π.χ αρπαζόσουνα σε καμιά πολιτική κουβέντα, μαζί μου κυρίως.
Ήσουν Καραμανλική μέχρι το κόκκαλο. Και πόση χαρά και ευτυχία ένιωσες όταν «τα έφερε η ζωή» και γνώρισες το ίνδαλμά σου από κοντά. Και σας δόθηκε η ευκαιρία με τον μπαμπά να φιλοξενήσετε τον «Εθνάρχη» στο σπίτι, στον τόπο σου, στην αγαπημένη σου Μύκονο.
Πόσο περήφανη ήσουν για την μυκονιάτικη καταγωγή σου!
Και μόνο εκεί, όταν ανέπνεες κυκλαδικό αέρα, ένιωθες το «ξαραθύμιο». Όπου ξαραθύμιο, ίσον απόλαυση, πλήρης ευχαρίστηση, ψυχαγωγία. Εκεί, αφηνόσουν να γευτείς την ανελέητη ομορφιά, σε μικρές και σε μεγάλες δόσεις.
Εκεί, χόρευες κιόλας! Και τι όμορφα που τον χόρευες τον μπάλλο.
Όσο κι αν προσπάθησα, δεν τα κατάφερα ποτέ να σε φτάσω.
«Κάνε μικρά βήματα», η πολύτιμη συμβουλή σου.
Και για ό,τι είχε σχέση με την Μύκονο ασκούσες veto και όλη την επιρροή σου στον Νικολαϊδη για να μπει στην πρώτη σελίδα. Όλες οι νίκες του ΑΟ Μυκόνου πρωτοσέλιδο στο ΦΩΣ!
«Οι νησιώτες είναι άλλοι άνθρωποι. Ανοιχτοί, φιλόξενοι, σέβονται την γυναίκα», συνήθιζες να λες.
Ήσουν και φεμινίστρια. Με τη δική σου λογική. Κι εμάς, μας ήθελες δυνατές και ανεξάρτητες. Και καθόλου «μαμόθρεφτα».
Δεν ήσουν η κλασική μαμά. Έλειπες πολύ, μαγείρευες ελάχιστα, δούλευες πολύ –από το πρωί μέχρι το βράδυ- και ο αγαπημένος χώρος σου ήταν το γραφείο σου.
Αυτό με τα χιλιάδες χαρτιά, ντοσιέ και αρχεία που μόνο εσύ μπορούσες να εντοπίσεις. Ήσουν εργασιομανής.
Την Μαρία την πήρες και κοντά σου κάποια στιγμή, στο λογιστήριο. Εμένα με θεωρούσες «σκράπα» και «επικίνδυνη» στα οικονομικά. Δεν είχες άδικο. Έβρισκες όμως χρόνο να σου διαβάσω τις εκθέσεις μου. Και εντόπιζες – με θαυμασμό, ίσως και με λίγη ανησυχία- ότι έχω πολύ φαντασία.
Έλεγες ότι όταν ήμουν μικρή «σου είχα βγάλει το λάδι» γιατί ήμουν πολύ σκανταλιάρα σε αντίθεση με την Μαρία που ήταν ένα τόσο ήρεμο και καλό παιδί.
«Κι όταν γέννησα την Μαρία μου, είπα δεν υπάρχουν κακομαθημένα παιδιά, υπάρχουν κακομαθημένοι γονείς. Και μετά ήρθες εσύ! Σκέτος διάολος! Έτσι είναι: ό,τι έχω κοροϊδέψει στην ζωή μου, το έχω λουστεί!»
Από τις αγαπημένες σου φράσεις.
Όπως και το «να μην κάνεις ποτέ στους άλλους, αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν».
Δεν είναι μόνο αυτά που δεν έκανες για να μην στεναχωρήσεις και να μην πληγώσεις τους άλλους. Πιο πολύ, είναι αυτά που έκανες για να τους ευχαριστήσεις. Δινόσουν με όλη σου την καρδιά και ήσουν ολόκληρη παρούσα ειδικά στους καλεσμένους σου.
Όσοι πέρασαν από το σπίτι σου – και είναι πάρα πολλοί και όλων των… κατηγοριών- νομίζω, ότι θα έχουν να το λένε αυτό.
Και σου άρεσε να καλείς συνέχεια. «Στο χωριό», όπως αποκαλούσες το σπίτι στον Ορνό. Εκεί, όπου τελευταία μέτραγες τα κατσικάκια και χάζευες πώς χοροπηδάνε κι ανησυχούσες για τα δεμένα ποδαράκια τους. «Να πούμε του Σιδερή, να τα ελευθερώσει, τα καημένα».
Τώρα κι εσύ ελευθερώθηκες. Έτσι τουλάχιστον θέλω να το σκέφτομαι. Θυμάμαι, ένα πολύ αγαπημένο σου τραγούδι ήταν εκείνο του Ζαμπέτα σε στίχους Κώστα Πρετεντέρη που λέει «που πας χωρίς αγάπη στη νύχτα στη βροχή το δρόμο θα τον χάσεις καρδιά μου μοναχή». Το σιγοτραγουδούσες. Είχες πολύ ωραία φωνή, αλλά ο μπαμπάς προσπαθούσε να σε «κομπλάρει», επισημαίνοντας τα «φάλτσα σου». Δεν είχες ανάγκη. Ήσουν ακομπλεξάριστη. Και τα όποια «φάλτσα» σου, αυτά θαρρώ, μου λείπουν πιο πολύ από όλα τα άλλα, τώρα.
Που πας, τώρα μανούλα; Θέλω να φαντάζομαι ούτε σε νύχτα, ούτε σε βροχή. Αλλά σε φως, σε απέραντο φως που τόσο το αγαπούσες αφού κιόλας ήσουν «από το πιο φωτεινό σημείο της γης».
Θυμήθηκα τώρα άλλη μια αγαπημένη φράση σου:
«Κάθε άνθρωπος έχει το καντηλάκι του».
Αχ βρε μαμά! Το δικό σου το καντηλάκι έσβησε το Σάββατο το βράδυ, αλλά είχε «σωθεί», εδώ και καιρό. Σε χάναμε σε ενεστώτα διαρκείας, από την κωλοαρρώστια. Όλες οι αρρώστιες είναι κωλοαρρώστιες, θα μου πεις.
Μα το να χάνει ο άνθρωπος τη μνήμη του, να χάνει ζώντας την ζωή του, είναι πολύ πικρό.
Αχ βρε μαμά! Υπάρχει μια θεωρία που λέει πως όταν ερχόμαστε στη γη ξέρουμε κι έχουμε επιλέξει τι θα ζήσουμε, ποιο μάθημα θα δώσουμε και ποιο μάθημα θα πάρουμε, αλλά κατά πώς λέει κι ο Πλάτωνας σ’ έναν μύθο του, πίνουμε νερό από μια βρύση για να ξεχάσουμε. Θέλω να πιστεύω ότι εκεί που πας θα θυμηθείς: Ποια είσαι.
Είσαι όλων – του Δημήτρη, του Στέφανου, της Ειρήνης, της Μυρτώς, της Μαρίας, εμένα και τόσων άλλων – η αγαπημένη. Γιατί μας στάθηκες, όπως και όσο μπορούσες.
Είσαι η μανούλα μας, η πιο γλυκιά μανούλα του κόσμου!
Υ. Γ: Και λουλούδια σου έφερνα. Με φιλούσες, με ευχαριστούσες, αλλά μου έλεγες κιόλας: «Ωραία τα λουλούδια, αλλά να κάνεις πιο πρακτικά δώρα που να μένουν. Τα λουλούδια μαραίνονται». Χθες σου άφησα το τελευταίο λουλούδι μαμά. Με όλη μου την αγάπη. Αυτή δεν μαραίνεται. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι μαμά;