Μια νύχτα στον Άρειο Πάγο
Αδυνατώ να κατανοήσω πώς βρέθηκα εκεί. Ίσως η ανάγνωση του βιβλίου του Γιώργου Σεφέρη «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» να ζητούσε κάποια οπτική επαλήθευση. Δεν αποκλείεται όμως να με πήραν μαζί τους οι μυρωδιές της άνοιξης απ’ τις ολάνθιστες νεραντζιές και τις πασχαλιές. Ή πάλι η εξαίσια βραδιά, προμήνυμα του καλοκαιριού. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω πώς ούτε γιατί, μαγεμένος, σχεδόν υπνωτισμένος, βρέθηκα Σάββατο βράδυ στις παρυφές της Ακρόπολης.
Δεν ήταν η πρώτη φορά. Δεν ήταν η έκπληξη μπροστά σε κάτι που πρωτοαντίκριζα. Το τοπίο γνώριμο, ίδιο, ευτυχώς, απ’ τα εφηβικά μου χρόνια· να και κάτι που δεν σάρωσε ο χρόνος. Ανέβηκα την οδό Κλεψύδρας και έφτασα στην αγαπημένη μου Θεωρίας, στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Αρκετές φορές είχε γίνει ιδανικός τόπος για περίσκεψη και εσωτερική ενατένιση όσο και όταν το επέτρεπαν οι άσχετοι με τον χώρο αλλοπρόσαλλοι της χαράς και του κεφιού.
Ολυμπιακός: Αυτό που λείπει από τον Ελ Κααμπί
Κελαιδίσματα πουλιών και αγωνιώδη κρωξίματα νεοσσών με σταμάτησαν στα μισά. Σκαρφαλωμένα στις απόκρημνες πλευρές του Ιερού Βράχου συνέχιζαν, παρότι νύχτα, το τραγούδι τους, σπονδή στους θεούς που ακόμη και σήμερα περιβάλλουν τον τόπο.
Μακριά, η πόλη παλλόταν στην ένταση της σαββατιάτικης νύχτας κι ένας γλυκός νυχτερινός αέρας μύρωνε με άνοιξη τον χώρο. Με αργά, νωχελικά βήματα ανηφόρισα προς τον Άρειο Πάγο, τον πάντα επισκέψιμο λόφο στη βορειοδυτική πλευρά της Ακρόπολης - δεν παύει ποτέ να με εκπλήσσει, αν και δεν είναι λίγες οι φορές που έχω βρεθεί εκεί. Η πλαϊνή σκάλα με έφερε με ασφάλεια στη κορυφή. Άνθρωποι από όλα τα μήκη και πλάτη της γης μοιράζονταν τα βραχάκια του Άρειου Πάγου. Άφησα για τους άλλους τη θέαση του τοπίου και παραδόθηκα για λίγο στις ενθυμήσεις απ’ τα εφηβικά μου χρόνια· τα αγωνιώδη σκιρτήματα του φύλου, τα άτεχνα φιλιά στα βραχάκια, τα κουτάκια οι μπύρες και τα πρώτα τσιγάρα στη σκιά της Ακρόπολης, τότε, που η ανεμελιά μας έμοιαζε αιώνια. Μα τι έπαθα, αναρωτήθηκα. Έφτασε η ώρα των απολογισμών; Η στυφή παραδοχή του περάσματος του χρόνου πήγε -με μικρή προσπάθεια- στην άκρη και τη θέση της πήρε η παρατήρηση, παιδιόθεν αγαπημένη ασχολία. Ένα τσούρμο Γερμανών μαθητών στάθηκε κοντά μου. Όλοι σχεδόν ατένιζαν τη σκοτεινή πλευρά του τοπίου, τη βορεινή, αυτή της πόλης, με τα εκατομμύρια φωτάκια αναμμένα κι όχι τη νότια, τη φωτεινή, εκείνη της Ακρόπολης. Ίσως το επικλινές του βράχου προς τη βόρεια πλευρά, μπορεί η σαγήνη της ημιφωτισμένης θέασης ή το απωθητικά εκτυφλωτικό φως που πέφτει στα προπύλαια, να δικαιολογούσε τη συγκεκριμένη στάση· δεν έχω βέβαιη εξήγηση· μεγαλώνοντας μικραίνουν οι βεβαιότητες. Τις σκέψεις μου διέκοψαν Γάλλοι που αντιπαρέβαλαν στα κινητά τις φωτογραφίες των προπυλαίων. Λίγο πιο πέρα Αμερικάνοι άνοιγαν κουτάκια μπύρες μέσα σε επιδεικτικά γέλια και φωνές.
Προσπάθησα να απομονωθώ για λίγο και έφερα στο μυαλό μου τη γραφή του Σεφέρη: «Πήγαμε ακόμη μια φορά στην Ακρόπολη. Σήμερα το βράδυ. Τ’ ολοστρόγγυλο φεγγάρι έριχνε ένα φως νερωμένο, εύκολο. Ο βράχος ταξίδευε ανάερος και περπατούσαμε στο κατάστρωμα της μεγάλης γαλέρας μ’ όλα τα πανιά ανοιγμένα». Πόσες και πόσες ιδέες, οράματα, φιλοσοφικές σκέψεις, στίχους, κείμενα, δεν ενέπνευσε αυτός ο Βράχος! Ένας τόπος μικρός, ένα τόσο δα σημαδάκι στον πλανήτη έγινε το σύμβολο ενός πολιτισμού που εμμένει να σηματοδοτεί την ανθρώπινη σκέψη αποτελώντας εφαλτήριο για την ανθρωπότητα. Κάποιοι Άραβες πέρασαν δίπλα μου και άρχισαν να δημιουργούν κύκλο, καθήμενοι απέναντι ο ένας από τον άλλον. Ένα συνονθύλευμα ήχων από διάφορες γλώσσες δημιουργούσαν ένα πολύβουο ηχητικό μωσαϊκό. «Η Ακρόπολη είναι ο μοναδικός τόπος του κόσμου που κατοικείται ταυτόχρονα από το πνεύμα και από το θάρρος» μου ψιθύρισε στο αφτί ο Αντρέ Μαλρώ από την ομιλία του στην Πνύκα το 1959 και συνέχισε το ίδιο ένθερμα: «… η αρχαία Ελλάδα θα σας πει: Αναζήτησα την αλήθεια και βρήκα τη δικαιοσύνη και την ελευθερία. Επινόησα την ανεξαρτησία της τέχνης και του πνεύματος. Αναβίβασα τον άνθρωπο και τον έθεσα αντιμέτωπο με τους θεούς του, τον άνθρωπο που είχε σκύψει το κεφάλι παντού εδώ και τέσσερις χιλιετίες».
Την περισυλλογή για το διαρκές θαύμα του αρχαίου πολιτισμού διέκοψαν με τρόπο εμφατικό οι γλώσσες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή μού ήταν αδιάφορες. Ξαφνικά, ένιωσα πως έγιναν ενοχλητικά πολλές. Ακούγονταν αλλότριες, άφιλες, αναιδείς. Γερμανοί με άκαμπτα, στοιχημένα σύμφωνα, Γάλλοι με τρίλιες στον λόγο, Αμερικανοί με γλωσσική προπέτεια, Ρώσοι με καταβυθισμένα φωνήεντα, ακόμη και Άραβες άκουγα με εκβιασμένους ήχους στο στόμα, χαμηλόφωνα αυτοί, σχεδόν ψιθυριστά, ενοχικά, πίνοντας αλκοόλ(;) στη σκιά της Ακρόπολης, απελευθερωμένοι απ’ τον βραχνά των αυστηρών απαγορεύσεων του τόπου τους. Άρχισα να ενοχλούμαι. Δεν ήταν ή ένταση των φωνών· ήταν τα ακούσματα καθαυτά· τόσο διαφορετικά που σκορπούσαν σύγχυση, ταραχή. Έμοιαζαν δυσεξήγητα, άπρεπα, ασεβή. Πού είναι η καθαρότητα της γλώσσας μου, η διαύγειά της, η ωραιόπλουμη χροιά της; Μια εθνικιστική ριπή ήρθε και σάρωσε τη νηφαλιότητα που σπάνια με προδίδει. Tourists go home. Το σύνθημα από τοίχο της Βαρκελώνης, που είχα παλαιότερα φωτογραφίσει, επικάθισε βίαια στο μυαλό μου. Σε μια προσπάθεια κατευνασμού και συμφιλίωσης έκανα επίκληση σε λογικά επιχειρήματα· ανεκτικότητας, ετερότητας, παγκοσμιότητας του πολιτισμού, σπουδαιότητας του χώρου που έλκει ανθρώπους από όλη τη γη, τουριστικού συναλλάγματος μέχρι και το επιχείρημα της συγκεκριμένης στιγμής επιστράτευσα, πως έτυχε δηλαδή να «συναντηθούν» στο σημείο εκείνο τόσο πολλές γλώσσες. Αδύνατον, κανένα αποτέλεσμα. Η ενόχληση παρέμενε ίδια. Τι γύρευαν τα αλλόκοτα ακούσματα στον χώρο αυτό; Οι γλώσσες όλες έμοιαζαν με παραφωνία στο τοπίο και τον χώρο μου –έγινε χώρος μου ο Άρειος Πάγος;
Δεν μπορούσα να τιθασεύσω το παράλογο που είχε εισβάλει στο μυαλό μου με το αναίτιο εθνικιστικό ράπισμα. Από πού ξεπήδησε αυτός ο ρατσισμός δίπλα στην Ακρόπολη, την καρδιά του πολιτισμού της ανεκτικότητας; Σηκώθηκα άρον άρον. Η νευρικότητα δεν είχε κοπάσει. Κατέβηκα τη σκάλα και άρχισα να περπατώ -κάποιες φορές τα βήματα σκέφτονται καλύτερα απ’ το μυαλό. Προτίμησα την ασφάλεια του μοναχικού περιπάτου και τον περισπασμό απ’ τις ακραίες σκέψεις. Χάθηκαν κι οι γλώσσες. Μονώθηκα ξανά στη σιγουριά της εντός μου θέασης, κι έκλεισα τον εθνικισμό μου στα σκοτεινά υπόγεια του μυαλού μου, που σπάνια επισκέπτομαι. Όλα πήραν και πάλι τη γνώριμη νηφάλια μορφή τους. Στα Αναφιώτικα πια, όταν μια παρέα τουριστών με ρώτησε σε σκανδιναβοαγγλικά πώς πάνε στην Ακρόπολη, όλο ευγένεια -λόγω των ενοχικών συναισθημάτων μου- και με δουλοπρεπή διάθεση εξυπηρέτησης τους οδήγησα μέσα απ’ τον μικρό λαβύρινθο των Αναφιώτικων στον περιφερειακό δρόμο. This way, είπα, κι έδειξα τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν.