Ένας αληθινά αγγελικός ποιητής
«Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί». Ο άνθρωπος που έγραψε αυτή την φράση, ο Τάσος Λειβαδίτης, γεννιέται 20 Απρίλη του 1922, στην Αθήνα. Ένα Σάββατο, ένα Μεγάλο Σάββατο.
Κι έτσι καθόλου τυχαίο δεν μοιάζει να είναι το ότι μπόρεσε να συλλάβει, τόσο καλά, το νόημα της Ανάστασης: «Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν από την στιγμή που βρίσκουνε μια θέση στην ζωή των άλλων. Ή έναν θάνατο για την ζωή των άλλων», γράφει στην ποιητική του συλλογή «Συμφωνία αρ. 1».
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως ακολούθησε τον δρόμο της ποίησης, χαράζοντας μονοπάτια που οδήγησαν πολύ κόσμο στον ουρανό. Άλλωστε ο ίδιος πίστευε όπως εύλογα λέει και στον τίτλο του ομώνυμου έργου του ότι «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Αριστερός, με έντονη πολιτική δραστηριότητα, πήγε εξορία, ενώ το έργο του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», κατασχέθηκε. «Κάποιος πέφτει. Ποιός είναι, ποιός είναι… Δυο αστυφύλακες τρέχουν. Τίποτα, τίποτα, ένας άνεργος λιγοθύμησε… Φυσάει. Μπορεί και να πέθανε.» Στίχοι σαν κι αυτούς, τότε, το 1955, θεωρήθηκαν ανατρεπτικοί. Σήμερα, είναι απλά, τραγικά αληθινοί. Όπως και να ‘χει, το Πενταμελές Εφετείο, τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Ελεύθερα Γράμματα», «Θεμέλιο», «Επιθεώρηση της Τέχνης», ενώ ως κριτικός ποίησης, εργάστηκε στην εφημερίδα «Αυγή».
Την περίοδο της Δικτατορίας, μετέφρασε και διασκεύασε για βιοποριστικούς λόγους, λογοτεχνικά έργα, με το ψευδώνυμο Ρόκκος. Όσο για τα δικά του ποιήματα, μεταφράσεις τους έχουν γίνει στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από τον Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοϊζο, και τον Γιώργο Τσαγκάρη, ενώ στην ταινία «Συνοικία το όνειρο», έχει συνυπογράψει το σενάριο με τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
Το 1976, για την συλλογή «Βιολί για μονόχειρα», παίρνει το Β’ Βραβείο Κρατικής Ποίησης και το 1979 το Α’, για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας». Ο Αναστάσιος Παντελεήμων Λειβαδίτης, αφήνει την τελευταία του πνοή, στις 30 Οκτωβρίου του 1988.
Ο Μανόλης Πρατικάκης στο περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 140, περιγράφει: Στο σπίτι του νεκρού πια Λειβαδίτη είχαμε μαζευτεί πολλοί. Ήταν εκεί και ο Ρίτσος. Έκλαιγε σπαρακτικά, με λυγμούς, απογυμνωμένος. Γέρος όσο ποτέ. …Ήταν καθισμένος εκεί, ένα θλιβερό ανθρώπινο κουρέλι με πραγματικούς λυγμούς και αληθινά δάκρυα… Έκλαιγε μπροστά στο θάνατο ενός αληθινά Αγγελικού ποιητή. Που δεν ήξερε τι θα πει μικρότητα.