Ο Ιούδας δεν φιλούσε υπέροχα
Μ’ ένα φιλί επισφραγίστηκε η μεγαλύτερη προδοσία στην ιστορία του κόσμου: Μ’ ένα φιλί ο άνθρωπος πρόδωσε τον Θεό του. Με το φιλί του Ιούδα που με αυτή την εκδήλωση αγάπης -τι τραγική ειρωνεία(!)- παρέδωσε τον Ιησού στους διώκτες του οδηγώντας τον στο θάνατο.
Προδίδω, σύνθετη λέξη. Από την πρόθεση προ και το ρήμα δίνω. Όταν η συγκεκριμένη πρόθεση βρίσκεται μπροστά από ρήμα υποδηλώνει το χρονικά προγενέστερο και αυτό που γίνεται ενώπιον κοινού.
Ο Ιούδας με αυτή του την ενέργεια, κατά μία έννοια προηγήθηκε των γεγονότων, βοηθώντας καθοριστικά στην επίσπευσή τους. Και βέβαια το περίφημο φιλί του, το έδωσε δημοσίως. Όσο για το ρήμα δίνω, σημαίνει προσφέρω, αλλά και πουλάω. Εν προκειμένω, ο μαθητής πούλησε τον δάσκαλό του στη συμβολική τιμή των τριάντα αργυρίων. Εκείνη την εποχή τόσα χρήματα χρειαζόσουν για να αγοράσεις έναν δούλο. Κι άλλη τραγική ειρωνεία: Ο άνθρωπος, ο δούλος του Θεού, επιχείρησε να πουλήσει ως δούλος σε δούλους τον Κύριό του και Κύριό τους.
Αλλά βέβαια τελικά εκείνον που πουλάει (ξεπουλάει) ο Ιούδας, είναι τον… Ιούδα. Πάντα, είτε αυτό γίνεται αντιληπτό από τον άμεσα ενδιαφερόμενο, είτε όχι, το πρώτο θύμα του προδότη είναι ο ίδιος του ο εαυτός.
Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη.
Η πιο λογικοφανής υποστηρίζει πως περίμενε από τον Ιησού να ελευθερώσει τους Εβραίους από τη ρωμαϊκή κατοχή και μόλις συνειδητοποίησε πως Εκείνος δεν είχε στο μυαλό του να δημιουργήσει εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, αλλά κάτι πολύ πιο σπουδαίο, ένιωσε προδομένος και άρα, τον πρόδωσε. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν πως ο Ιούδας προσπάθησε να αναγκάσει τον Ιησού να επιδείξει τις δυνάμεις του, ενώ η πιο ηθικοπλαστική θεωρία, απλά του αποδίδει τον ρόλο του «κακού» που τόσο απαραίτητος είναι για να αναδεικνύεται καλύτερα ο ρόλος του «καλού». Υπάρχει ακόμα η θεωρία πως ο Ιούδας ήταν μέρος ενός ευρύτερου θεϊκού σχεδίου που έπρεπε με αυτόν τον τρόπο να εκπληρωθεί.
Σε κάθε περίπτωση ισχύει ότι η προδοσία -η κάθε προδοσία, άρα και αυτή του Ιούδα- έχει ως πρώτο αποδέκτη τον προδότη.
Κι αυτό γιατί όταν προδίδεις, εκποιείς ένα κομμάτι της ελευθερίας σου. Οι δεσμεύσεις σου, είτε είναι ηθικές, είτε είναι ιδεολογικές, είναι η απόδειξη ότι μπορείς να επιλέγεις, είναι η απόδειξη ότι είσαι ελεύθερος. Δεν είναι εύκολο να είσαι ελεύθερος και ακόμα περισσότερο, δεν είναι εύκολο να παραμένεις ελεύθερος, καθώς η ελευθερία είναι υπέρτατο αγαθό εδώ και αιώνες… Όσο η σκλαβιά «ζει και βασιλεύει».
Από τότε που οι άνθρωποι αλυσοδένονταν στα αμπάρια πλοίων, μέχρι σήμερα που πια γίνεται λόγος για τα θύματα του trafficking…
Το ανθρώπινο σώμα λοιπόν που χρεώνεται όλες τις αμαρτίες, ή αλλιώς αστοχίες, είναι στην δική μας διακριτική ευχέρεια να το αντιμετωπίζουμε ως ένα «κομμάτι κρέας», ή ως «ύλη θεϊκή».
Στην πρώτη περίπτωση αυτό το σώμα είναι καταδικασμένο να σαπίσει νικημένο από τον θάνατο. Στην δεύτερη περίπτωση είναι «καταδικασμένο» να σωθεί βιώνοντας την Ανάσταση όχι ως μια ιστορική ανάμνηση που αφορά στον Ιησού από τη Ναζαρέτ, αλλά ως την πάντα παρούσα δυνατότητα που ο Χριστός δια της θυσίας του μας δίνει.
Όχι κάθε Μεγάλο Σάββατο, αλλά κάθε στιγμή της ζωής μας.
Και βέβαια ο δρόμος της Ανάστασης, περνάει από τον δρόμο της αμαρτίας ενδεχομένως και της προδοσίας. Αρκεί πάνω σε αυτήν να υπάρξει αληθινή μετάνοια. Μεταστροφή που θα οδηγήσει στην αυτογνωσία. Στην επίγνωση του ανθρώπου: Της αδυναμίας του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί επειδή θα δικαιωθεί, ή θα δικαιολογηθεί για τα σφάλματά του. Ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί μόνο από την αγάπη του Θεού. Αρκεί να την πιστέψει απόλυτα και να της παραδοθεί απόλυτα.
Ο Ιούδας δεν άντεξε την απεριόριστη αγάπη του Χριστού και δεν της παραδόθηκε. Αντ’ αυτού παραδόθηκε στις ενοχές του. Οι ενοχές είναι οι πανοπλίες που μοιράζει στους ανθρώπους ο διάβολος για να τους… προφυλάξει από τον Θεό.
Αυτές οι ενοχές ήταν που κρέμασαν τον Ιούδα σε εκείνη τη συκιά. Είχε κι άλλη επιλογή: Να κρεμαστεί στην αγκαλιά του Κυρίου του και να του δώσει ένα αληθινό φιλί, ζητώντας το έλεος Του και τη συγχώρεσή Του.
Και αν είχε συμβεί αυτό, θα είχε νόημα να λέμε σήμερα ότι «ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα». Αλλά επειδή αυτό δε συνέβη, η γεύση εκείνου του φιλιού συνεχίζει να μας αφήνει μια πολύ πικρή γεύση στα χείλη και στην καρδιά …
Μάλλον είναι το μερίδιο της δικής μας προδοσίας, της δικής μας αδυναμίας να αγαπάμε απόλυτα, δηλαδή ελεύθερα.