«Στο μυαλό είναι ο Στόχος. Το νου σου ε;»
Η Όλγα Νικολαΐδου γράφει για την Κατερίνα Γώγου - Αυτή που ήξερε καλά πως «ποτέ δε σημαδεύουνε τα πόδια»...
Ήταν 3 Οκτώβρη του 1993, όταν η Κατερίνα Γώγου, στα 53 της άφηνε την τελευταία της πνοή στο παλιό διαμέρισμα της μητέρας της. Ήταν μια Κυριακή κι εκείνη το είχε πει «τις Κυριακές δεν τις αντέχω».
Πολλά δεν άντεχε, όπως για παράδειγμα το ότι «τσούκου τσούκου, αργά, μεθοδικά, μας αλλοιώνουνε, να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή, από το στιλ της καρέκλας…» Η δική της πάντως στάση απέναντι στην ζωή καθορίστηκε από εκείνα που της ανακάτευαν το στομάχι. Από αυτά που αρνήθηκε να αφομοιώσει, ή να την αφομοιώσουν.
Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου του 1940. Η σχέση της με την υποκριτική ξεκίνησε από τα πέντε της χρόνια, όταν και πρωτοέπαιξε σε παιδικές παραστάσεις. Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1961, με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου. Στον κινηματογράφο, την θυμόμαστε ως «Λαζάρου» στην ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», να λέει τη μνημειώδη ατάκα «Πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου που πρόσεχε την Ξανθοπούλου που μίλαγε με την Γιαδικιάρογλου». Ή ως την υπηρέτρια της Ελενίτσας (της Μάρως Κοντού) στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». Ή ως αδελφή της Τζένης Καρέζη στο έργο «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», εκεί που χόρευε ασταμάτητα. Έπαιζε με απόλυτη επιτυχία την ανέμελη και την χαριτωμένη. Αλλά επρόκειτο για «κόντρα ρόλο».
Την αληθινή της ιστορία η Γώγου, την είπε στην ταινία «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου, ακριβώς γιατί εκεί μίλησε με τους δικούς της στίχους:
«Θα σηκωθείς και θα χορέψεις...βεργούλες και με δείρανε...και θα κρατάς στις χούφτες σου, μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου. Είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει. Κι όταν έρθουνε να σου πουν εδώ δεν είναι τόπος και χρόνος για τέτοια πράγματα, τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε.»
Η δική της φαλτσέτα ήταν οι λέξεις της. Με αυτές θέριζε, αναδεικνύοντας την αθέατη πλευρά των γεγονότων και των διαχρονικών φαινομένων, γράφοντας 30 χρόνια πριν για πράγματα απολύτως επίκαιρα σήμερα:
«Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά και μετριέται πιάτο πιάτο μαζί με τα κομμάτιά τους στον πάτο του φωταγωγού.»
Όχι δεν είναι τυχαίο –καθόλου τυχαίο- που η ποιητική της συλλογή «Τρία κλικ αριστερά», πούλησε τρελά, φτάνοντας νούμερα που μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος έφταναν.
«Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα», είπε κάποτε. Θα μπορούσε να είχε πει «Εγώ πέθαινα και έγραφα». Γιατί η αλήθεια είναι ότι πριν «κοινωνήσει» τον θάνατο σ’ ένα κοκτέιλ χαπιών και αλκοόλ, τον είχε δοκιμάσει πολλές φορές, σε μικρές δόσεις : «Ποια ανθρώπινη ανάμνηση με κρατάει εδώ; Μυρτώ;...Ποιου τρόμου το αδικαίωτο τεκμήριο με κρατάει εδώ;
Φίλοι μου; Αδέλφια μου; Σύντροφοι; Γιατί δεν περνάω απέναντι που ο άνεμος λογχίζει τις φωτιές; »
Όπου Μυρτώ, η αγαπημένη της, μονάκριβη κόρη που τι τραγική ειρωνεία και εκείνη «πέρασε απέναντι», διασχίζοντας τα μονοπάτια της μητέρας της. Έτσι έφυγε πριν από τρία χρόνια, στα 47 της, ίσως παίρνοντας μαζί της το ποίημα-προσευχή που έφτιαξε για εκείνην η μάνα της:
«Αχ Παναγία Μυρτώ μου. Αχ Παναγία Μυρτώ μου, κανείς δε σ’ έχει αγαπήσει πιο πολύ, κανείς δε σ’ έχει αγαπήσει πιο πολύ, όπως μια Κατερίνα το παιδί.»
Όσο για εμάς τους υπόλοιπους, ας κρατήσουμε από την Κατερίνα Γώγου, εκείνο το «σήμα κινδύνου» που τόσο ποιητικά και τόσο διαχρονικά, συνεχίζει να εκπέμπει:
«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε τα πόδια. Στο μυαλό είναι ο Στόχος. Το νου σου ε;»