Ραφαήλ και Μιχαήλ Άγγελος στο παλάτι του Βατικανού
Ο Ραφαήλ έφτασε στη Ρώμη το 1508 και σχεδόν αμέσως έπιασε δουλειά στο παλάτι του Βατικανού και συγκεκριμένα στις αίθουσες που προορίζονταν αρχικά να στεγάσουν την ιδιωτική βιβλιοθήκη του Πάπα.
Η πρώτη αίθουσα που επρόκειτο να τοιχογραφηθεί, γνωστή σήμερα ως «Αίθουσα της Υπογραφής» (Stanza della Segnatura) έμελλε να φιλοξενήσει το μεγαλύτερο αριστούργημά του, που περιλαμβάνει την περίφημη «Σχολή των Αθηνών», όπου αποτυπώνεται μια ιδεατή συνάθροιση φιλοσόφων που συζητούν, διδάσκουν ή στοχάζονται.
Την ίδια εποχή ο Μιχαήλ Άγγελος δούλευε στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα. Δυο αριστουργήματα από δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες ποτέ ως τότε δεν είχαν φιλοξενηθεί τόσο κοντά, χρονικά και γεωγραφικά.
Οι δύο καλλιτέχνες διέφεραν πολύ μεταξύ τους, όχι μόνο ως προς την καταγωγή και την πνευματικότητά τους αλλά και ως προς τον χαρακτήρα και τις κοινωνικές επιλογές τους. Ο Ραφαήλ δεν ήταν διόλου δυσκοίλιος κοινωνικά και προς το τέλος της σύντομης ζωής του εξελίχθηκε σε εύπορο και ευυπόληπτο πολίτη, δίνοντας πάντοτε την εντύπωση πως ό,τι τον αφορούσε γινόταν με ευκολία και χωρίς δεύτερη σκέψη - έστω κι αν αυτό δεν ίσχυε.
Ο Μιχαήλ Άγγελος δεν ήταν διόλου ευπροσάρμοστος, κατεχόταν από δυσπιστία και δυσθυμία, κυκλοφορούσε πάντα ατημέλητος, ήταν παθολογικά περήφανος και κλεισμένος στον εαυτό του και στο έργο του. Η εσωστρέφεια και το ασυμβίβαστο ήταν δύο στοιχεία που τόνιζαν την μεγαλοφυία του. Ζούσε πάντα μακριά από την τύρβη της κοινωνίας, μακριά από τους κύκλους της διανόησης και των καλλιτεχνών και ποτέ δεν διατήρησε εργαστήρι με βοηθούς και μαθητές, όπως συνηθιζόταν στην εποχή του.
Δυο καλλιτέχνες που βρέθηκαν τόσο κοντά αλλά ήταν πάντοτε τόσο μακριά ο ένας από τον άλλο, αναδείχθηκαν ωστόσο ο καθένας τους σε απάτητες κορυφογραμμές της αναγεννησιακής τέχνης.