Χαΐμ Σουτίν - Ο Ρώσος Βαν Γκογκ
Ο Χαΐμ Σουτίν έβαλε στην τέχνη του τόσο χρώμα όσο και ο Βαν Γκογκ.
Ο Χαΐμ Σουτίν είναι ο «άγνωστος» Βαν Γκογκ του εξπρεσιονισμού. Γεννήθηκε στο Σμίλεβιτς το 1894 και ήρθε στο Παρίσι το 1911. Γνώριζε ήδη τον συμπατριώτη του τον Σαγκάλ αλλά επιστήθιο φίλο του έκανε τον Μοντιλιάνι, με τον οποίο γνωρίστηκε στο la Ruche, το καλλιτεχνικό ενδιαίτημα για Ρώσους εμιγκρέδες. Εκεί ο Αλφρέντ Μπουσέ διέθετε με εξαιρετικά χαμηλό ενοίκιο στούντιο σε άπορους καλλιτέχνες αλλά και σε άστεγους και αλκοολικούς του Παρισιού.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Ο Μοντιλιάνι τίμησε τη φιλία του με τον Σουτίν φιλοτεχνώντας πορτρέτα του Ρώσου καλλιτέχνη.
Οι δύο καλλιτέχνες μοιράζονταν τον ίδιο ατζέντη, τον Πολωνό Λεοπόλντ Ζβορόφσκι.
Μετά τον θάνατο του Μοντιλιάνι ο Σουτίν έζησε αποτραβηγμένος από τον κόσμο.
Το σφαγμένο βόδι
Είναι γνωστή η ιστορία τρόμου που δημιούργησε ο Σουτίν με την εμμονή του να κρατά στο διαμέρισμά του το κουφάρι ενός βοδιού προκειμένου να το ζωγραφίσει. H δυσοσμία, όπως ήταν αναμενόμενο, κινητοποίησε τους γείτονές του οι οποίοι έφεραν την αστυνομία και ο Σουτίν αποδύθηκε σε ένα κήρυγμα υπέρ της προτεραιότητας της τέχνης. Λέγεται μάλιστα ότι όταν ο Σαγκάλ είδε αίμα να ρέει κάτω από την πόρτα του ατελιέ του Σουτίν έβαλε τις φωνές: «Τρέξτε, σκότωσαν τον Σουτίν!»
Η εμμονή του χρώματος
Ο Χαΐμ Σουτίν ήταν ένας ιδιοφυής αλλά και νευρασθενικός με τάσεις αυτοκτονίας. Η διασαλευμένη του συνείδηση τον οδήγησε σε μια εμμονή με το χρώμα ανάλογη με τον Βαν Γκογκ, εξ ου και θεωρείται σήμερα ο Ρώσος Βαν Γκογκ. Ό,τι κι αν ήταν πάντως ο Σουτίν παραμένει ένας από τους κύριους εμπνευστές του εξπρεσιονισμού. Το χρώμα ως προέκταση της νευρικής διαταραχής του βρίσκεται στο σφαγμένο βόδι, στη σάρκα ενός ξεπουπουλιασμένου πουλερικού, ακόμα και στο κόκκινο ρούχο ενός παιδιού που συμμετέχει σε χορωδία. Κάθε είδους απεικόνιση γίνεται μια διαφανής μεμβράνη μέσα από την οποία μοιάζει να κυλά το ίδιο του το αίμα.
Το οδυνηρό τέλος
Ο Σουτίν δεν τόλμησε την αυτοχειρία όπως ο Μοντιλιάνι αλλά από το 1920 μέχρι το 1943 όταν πέθανε από ανεπιτυχή χειρουργική επέμβαση στο στομάχι, βίωσε την οδύνη και τις δυσκολίες που θέτει ο κόσμος σε ένα πρωτοποριακό καλλιτέχνη. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο Πολ Γκιγιόμ ένας ισχυρός μεταπράτης της τέχνης υποστήριξε την δουλειά του Σουτίν και ο Ρώσος εμιγκρές είδε για πρώτη φορά στη ζωή του τις τσέπες του γεμάτες. Την ίδια εκείνη μέρα που αισθάνθηκε επιτέλους «πλούσιος» σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά του και ζήτησε από τον ταξιτζή να τον μεταφέρει στη Νίκαια διανύοντας 700 χιλιόμετρα προκειμένου να βρεθεί ξανά στη Γαλλική Ριβιέρα και στο φως του νότου. Στα χρόνια του '30 η τέχνη του έφτασε μέχρι το Σικάγο όπου ο Νέος Κόσμος θα μάθαινε για πρώτη φορά τι εστί Σουτίν.
Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο Παρίσι το 1940 η εβραϊκή καταγωγή του Σουτίν ήταν κίνδυνος θάνατος και ο καλλιτέχνης άρχισε το κρυφτούλι με την Γκεστάμπο. Υποφέροντας από ένα ενεργό έλκος στομάχου επιχείρησε να το χειρουργήσει αλλά η επέμβαση δεν πέτυχε και ο ίδιος κατέληξε στις 9 Αυγούστου 1943. Ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς.