Η μεγάλη ατομική έκθεση της Cindy Sherman στη Νέα Υόρκη
Μια εκατονταετία από την πιο πρωτοποριακή και επιδραστική πρώιμη σειρά της Sherman παρουσιάζονται στην πρώτη της μεγάλη ατομική έκθεση με την γκαλερί Hauser & Wirth στη Νέα Υόρκη
ΜΑΪΟΥ 02, 2022 ● EXHIBITIONISM
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ CINDY SHERMAN ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Πάνω από εκατό έργα από την πιο πρωτοποριακή και επιδραστική πρώιμη σειρά της Sherman παρουσιάζονται στην πρώτη της μεγάλη ατομική έκθεση με την γκαλερί Hauser & Wirth στη Νέα Υόρκη
«Μακάρι να μπορούσα να ζω την κάθε μέρα σαν να είναι Απόκριες, να βγαίνω ντυμένη έξω σαν κάποιος άλλος, ένας εκκεντρικός χαρακτήρας.» – Cindy Sherman
Ήταν φθινόπωρο του 1977 όταν άρχισε να γυρίζει τα “Untitled Film Stills”. Eίχε μόλις μετακομίσει στη Νέα Υόρκη σε ηλικία είκοσι τριών ετών. Αυτή η εμβληματική σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών οκτώ επί δέκα ιντσών της Cindy Sherman σχεδιάστηκε αρχικά ως μια σύνθεση φανταστικών κινηματογραφικών φωτογραφιών με έμπνευση την καριέρα μιας και μόνο ηθοποιού. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα πείραμα για το πώς να υπονοηθεί η αφήγηση χωρίς τη συμμετοχή άλλων ανθρώπων θα εξελισσόταν σε 70 έργα τα επόμενα τρία χρόνια.
Οι εικόνες της σκηνοθετημένες, ώστε να θυμίζουν σκηνές ταινιών αντλούν έμπνευση από το Χόλιγουντ των δεκαετιών του 1950 και του 1960, τα φιλμ νουάρ, και τις ευρωπαϊκές ταινίες τέχνης, και μιμούνται στο στυλ πλάνα παραγωγής που χρησιμοποιούσαν τα κινηματογραφικά στούντιο για την προώθηση των ταινιών τους.
Η Sherman, φωτογραφίζοντας τον εαυτό της σε όλους αυτούς τους ρόλους, πάντα σκόπιμα διφορούμενους, προσκαλεί έναν διάλογο για τις στερεότυπες απεικονίσεις των γυναικών, αφήνοντας χώρο στον θεατή να μπει στο έργο και να απομακρυνθεί με τις δικές του ερμηνείες. Ποζάρει, μακιγιάρεται, χτενίζεται, κάνει styling, σκηνοθετεί, επινοεί περσόνες, υποδύεται ρόλους, κάνει performance, φωτογραφίζει.
Cindy Sherman 1978 Gelatin silver print 20.3 x 25.4 cm / 9 x 10 in © Cindy Sherman Courtesy the artist and Hauser & Wirth
H Sherman θα σταματήσει το έργο της Untitled Film Stills το 1980, το μόνο στο οποίο έδωσε τίτλο και θα ξεκινήσει να καταπιάνεται με το χρώμα. Πάντα με τον εαυτό της ως μοντέλο, αναπαριστώντας διάφορες μορφές αποκυήματα της φαντασίας της με διάφορα κοστούμια, μακιγιάζ και περούκες, αφήνοντας την αφήγηση των σκηνών της εσκεμμένα ασαφή και διφορούμενη. Ωστόσο, αντί να κάνει χρήση του φυσικού φωτός και των τοποθεσιών, η Sherman τοποθετεί τη δουλειά της στο ελεγχόμενο περιβάλλον του στούντιό της, ποζάροντας μπροστά από τοποθεσίες που προβάλλονται σε μια μεγάλη οθόνη – μια τεχνική που έγινε διάσημη σε πολλές από τις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ – για να δημιουργήσει τη σειρά που έγινε γνωστή ως Rear Screen Projections.
Σε αντίθεση με τα Untitled Film Stills, με τις τεχνητές αφηγήσεις τους σε πραγματικές τοποθεσίες, αυτή η σειρά παρουσιάζει γυναίκες αποδεσμευμένες από το φυσικό τους περιβάλλον, με θολό φόντο, ασφυκτικά τοποθετημένες πάνω σε αυτό.
Εδώ δεν ασχολείται με τις εμβληματικές γυναίκες των ταινιών της δεκαετίας του 1950. Οι μιμήσεις της είναι πιο σύγχρονες με ρούχα της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1980, σίγουρες και αισιόδοξες εκφράσεις. Οι γυναίκες της δεν είναι φοβισμένες αλλά προβάλλονται μέσα σε σκηνές που εκπέμπουν αυτοπεποίθηση και απελευθέρωση.
Cindy Sherman 1980 Chromogenic color print 40.6 x 61 cm / 16 x 24 in © Cindy Sherman Courtesy the artist and Hauser & Wirth
Με το καλλιτεχνικό της έργο που πλέον μετράει περισσότερα από σαράντα χρόνια, η Cindy Sherman έφερε επανάσταση στον κόσμο της φωτογραφίας και στην καλλιτεχνική της δύναμη ανοίγοντας τον δρόμο στις νέες γενιές καλλιτεχνών και κριτικών να ξανασκεφτούν και να επαναπροσδιορίσουν τη φωτογραφία ως μέσο, ενώ συνεχίζει να εμπνέει και να επηρεάζει την πορεία της τέχνης και της δημιουργίας εικόνας.
Την ίδια περίπου εποχή με το Rear Screen Projections, της ανατέθηκε να δημιουργήσει νέες εικόνες για το περιοδικό Artforum. Συνεχίζοντας την εξερεύνησή της μεταξύ της τέχνης και της ταυτότητας στην καταναλωτική κουλτούρα, η Sherman θα παραδώσει 12 οριζόντιες εικόνες μεγάλης κλίμακας με τον εαυτό της να εμφανίζεται τις περισσότερες φορές ξαπλωμένη σε προσωπικές, μελαγχολικές στιγμές και όπως η ίδια θα αναφέρει «Ήθελα ένας άντρας να ανοίξει το περιοδικό να το κοιτάξει και ξαφνικά, ενώ περίμενε να δει κάτι προκλητικά ερωτικό, να νιώσει σαν παραβάτης». Μια ανατρεπτική τοποθέτηση απέναντι στις ερωτικές εικόνες που συνήθως βρίσκονταν στη μέση των ανδρικών περιοδικών εκείνη την εποχή.
Αντιστρέφοντας τη δυναμική του άνδρα φωτογράφου και του pin-up «κοριτσιού» η Sherman ανατρέπει το στερεότυπο και αναλαμβάνει και τους δύο ρόλους – αντικαθιστώντας την παραδοσιακή γυμνή γυναίκα με πλήρως ντυμένα γυναικεία θέματα χαλαρά, συναισθηματικά φορτισμένα, ποζάροντας μάλλον λίγο αποστασιοποιημένα. Οι φωτογραφίες τελικά δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ από το περιοδικό λόγω του φόβου της δημόσιας αντίδρασης και αντ’ αυτού έγιναν μια σειρά από 12 μεγάλης κλίμακας οριζόντιες έγχρωμες εργασίες, γνωστές ως Centerfolds. Μια σειρά φωτογραφιών που αμφισβητεί και πάλι τις εικόνες της εποχής και τα πρότυπα που αναπαράγουν, εφιστώντας την προσοχή στον τρόπο που καταναλώνουμε τις εικόνες – ειδικά των γυναικών.
Cindy Sherman 1981 Chromogenic color print 83.4 x 147.3 cm / 32 7/8 x 58 in © Cindy Sherman Courtesy the artist and Hauser & Wirth
Στις 4 Μαΐου 2022, η Hauser & Wirth στη Νέα Υόρκη θα παρουσιάσει πάνω από εκατό έργα από την πιο πρωτοποριακή και επιδραστική πρώιμη σειρά της Sherman – συμπεριλαμβανομένου του πλήρους σετ των 70 Untitled Film Stills, Rear Screen Projections και Centerfolds – στην πρώτη της μεγάλη ατομική έκθεση με την γκαλερί με τον τίτλο Cindy Sherman. 1977 – 1982.
Μια έκθεση που ακολουθεί την ανακοίνωση της εκπροσώπησης της Cindy Sherman και του έργου της παγκοσμίως από την Hauser & Wirth τον Ιούνιο του 2021. Η γκαλερί Hauser & Wirth ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στην Ελβετία από τους Iwan και Manuela Wirth, και είναι μία από τις λίγες megagalleries που έχουν επεκταθεί επιθετικά τα τελευταία 15 χρόνια. Αυτή τη στιγμή λειτουργεί χώρους στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Λος Άντζελες, το Χονγκ Κονγκ, το Σόμερσετ και τη Μαγιόρκα ενώ το ρόστερ της αριθμεί πλέον 55 καλλιτέχνες και 36 κτήματα.