Υφάνσεις εκ νέου...
Η έκθεση «Υφάνσεις εκ νέου» στην Θεσσαλονίκη παρουσιάζει την πορεία της ελληνικής ταπισερί από το 1960 έως το 1990.
Τρεις δεκαετίες μόνον διήρκεσε η άνθηση της ελληνικής ταπισερί, αλλά ήταν χρόνια δημιουργικά. Αυτό το «βραχύβιο φαινόμενο με τη μεγάλη δυναμική», όπως το χαρακτηρίζει η ιστορικός τέχνης, επιμελήτρια του MOMus Αρετή Λεοπούλου, παρουσιάζεται στην έκθεση «Υφάνσεις εκ νέου» του MOMus – Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης – Συλλογές Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη που έχει ανοίξει εδώ και μερικές μέρες.
«Είναι μια έκθεση κατεξοχήν ιστορική», λέει η κ. Λεοπούλου που την επιμελείται. «Παρουσιάζει στο κοινό περίπου 45 ταπισερί, τάπητες και υφαντά χαλιά τοίχου, χρησιδάνεια από ιδιωτικές συλλογές. Τα εκθέματα καλύπτουν χρονικά την περίοδο από το 1960 έως περίπου το 1990. Ακολουθώντας το νήμα της αφήγησης που ξεδιπλώνεται στους χώρους του μουσείου, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι, παρά τη μικρή της διάρκεια, η ταπισερί στην Ελλάδα διέθετε και εικαστική ταυτότητα και τεχνική γνώση. Πρόθεσή μας είναι να υπογραμμίσουμε το πάντρεμα της τέχνης με την τεχνική, της ζωγραφικής με την υφαντική. Θέλουμε επίσης να δείξουμε τον τρόπο με τον οποίο ένα ζωγραφικό μοτίβο διαφοροποιείται όταν έρθει η ώρα να γίνει ταπισερί, δηλαδή να μετατραπεί σε ένα χρηστικό αντικείμενο υψηλών απαιτήσεων. Η αφαίρεση ανθεί σε αυτή την τεχνική, επειδή της ταιριάζει. Το αποτέλεσμα είναι έργα μεγάλης εικαστικής ποιότητας καθαυτά, που με σύγχρονους όρους θα τα εντάσσαμε στις εφαρμοσμένες τέχνες».
Η ιστορία της ταπισερί στην Ελλάδα είναι παραγνωρισμένη. Αυτή η ενδιαφέρουσα αλλά μάλλον άγνωστη όψη της ελληνικής χειροτεχνικής παραγωγής εκείνων των τριών δεκαετιών ήρθε και πάλι στο φως χάρη στην πρωτοβουλία του Μουσείου Μπενάκη, που πριν από τρία χρόνια παρουσίασε τις δικές του «Υφάνσεις», και τώρα με τις «Υφάνσεις εκ νέου» της Θεσσαλονίκης. Ακολουθώντας χρονολογική σειρά, η έκθεση ξεκινά από τα εμβληματικά έργα που παρήχθησαν στην Οικοτεχνία, το πρώτο και το μοναδικό ελληνικό εργαστήριο ταπισερί που ιδρύθηκε υπό την αιγίδα της Βασιλικής Πρόνοιας το 1963 με διευθυντή τον Ιωάννη Φαϊτάκη, και φτάνει έως το τέλος της δεκαετίας του 1980. Για τις υφάντρες που δούλεψαν κοντά στον Φαϊτάκη, τον μόνο Ελληνα που είχε σπουδάσει την απαιτητική τέχνη της ταπισερί στη Γαλλία –στα περίφημα Manufacture Nationale des Gobelins και Ecole de la Tapisserie d’ Aubusson–, εκείνος ήταν πάντα «ο ζωγράφος». Και για εκείνον ήταν «οι καλύτερες τεχνίτριες στον κόσμο». Από τους αργαλειούς τους στο εργαστήριο της οδού Παπαδιαμαντοπούλου βγήκαν ταπισερί βασισμένες σε έργα σημαντικών ζωγράφων του Γιάννη Μόραλη, του Γιάννη Τσαρούχη, του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, του Σπύρου Βασιλείου, του Νίκου Νικολάου, του Γιάννη Σπυρόπουλου.
Στο MOMus της Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται περίπου 45 ταπισερί, τάπητες και υφαντά χαλιά τοίχου από το 1960 έως περίπου το 1990.
«Όλοι τους υπήρξαν μέλη μιας καλλιτεχνικής γενιάς που πίστευε στον συνδυασμό του μοντερνισμού με τις παραδοσιακές τεχνικές», εξηγεί η κ. Λεοπούλου, μεταφέροντάς μας σε μια εποχή που η νεοελληνική τέχνη αναζητούσε εκ νέου τον χαρακτήρα της. Το 1965 ήταν χρονιά-ορόσημο: αφενός ο Ιωάννης Φαϊτάκης μαζί με τη Νίκη Καναγκίνη –αυθεντική καλλιτέχνιδα που πειραματιζόταν με την υφαντική– και τον δάσκαλό τους Γιάννη Μόραλη συμμετείχαν στη Διεθνή Μπιενάλε Ταπισερί της Λωζάννης και αφετέρου στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών πραγματοποιήθηκε η έκθεση «Διακοσμητικά υφαντά τοίχου σε σχέδια Ελλήνων ζωγράφων». Ακολουθώντας το επιμελητικό νήμα στους χώρους του μουσείου της Θεσσαλονίκης, ο επισκέπτης θα δει, εκτός από τις ταπισερί της Οικοτεχνίας, επιλεγμένους τάπητες που παρήγαγε η εταιρεία «Τάπης» τη δεκαετία του ’70. Η γκαλερί Νέες Μορφές συνεργάστηκε μαζί τους, όπως και ο ζωγράφος Μιχάλης Κατζουράκης. Ανάλογο ήταν επίσης το εγχείρημα της γκαλερί Πολυπλάνο το 1981, με έργα σε παραγωγή της Tapisson.
Η έκθεση ολοκληρώνεται με μια εξαιρετική προσθήκη εκτός χρονολογικής σειράς. Πρόκειται για τα υφαντά χαλιά τοίχου που γεννήθηκαν ως τοπικό φαινόμενο στη Βόρεια Ελλάδα παράλληλα με την αθηναϊκή Οικοτεχνία. Το μικρό δείγμα από την υφαντουργία Λοκ, τον Πύργο στην Ουρανούπολη της Χαλκιδικής, αποτελεί το έξοχο αποτέλεσμα της προσπάθειας των Λοκ –της Τζόις και του Σίντνεϊ από την Αυστραλία– να αναβιώσουν την παραδοσιακή τέχνη της ύφανσης με φυσικές βαφές, προσφέροντας εργασία στους Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922, σε σχέδια από το Αγιον Ορος.
Διάρκεια έως 27 Μαρτίου.
Πηγή: kathimerini.gr