Αλμπέρ Καμύ: «Όσα γνωρίζω περί ηθικής τα οφείλω στο ποδόσφαιρο»
Ακόμα κι αν δεν εκπλήρωσε ποτέ το όνειρο του μεγάλου τερματοφύλακα, ο Αλμπέρ Καμύ δεν απώλεσε το πάθος του για το ποδόσφαιρο. «Πανεπιστήμια για μένα το γήπεδο και οι θεατρικές σκηνές», ομολόγησε ο ίδιος.
Αλμπέρ Καμύ - Ηθική και ποδόσφαιρο
Οκτώβριος του 1957. Η Ρασίνγκ Παρί υποδέχεται τη Μονακό στο «Παρκ ντε Πρενς». Τα «Γαλλικά Επίκαιρα» βιντεοσκοπούν στιγμιότυπα του αγώνα. Σε μια φάση που δεν μύριζε γκολ, από ολέθριο λάθος του πορτιέρε της Ρασίνγκ, η μπάλα καταλήγει στο βάθος των διχτυών της γηπεδούχου ομάδας. Οι Μονεγάσκοι πανηγυρίζουν και η κάμερα στρέφεται στην εξέδρα, εκεί όπου ένας δημοσιογράφος πλησιάζει έναν άντρα με καμπαρντίνα και γραβάτα.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Πρόκειται για τον διασημότερο Γάλλο εκείνης της χρονιάς, με δεδομένο ότι έχει χαρίσει στη χώρα του το περίβλεπτο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο σαραντατετράχρονος Αλμπέρ Καμύ χαμογελά αμήχανα και συνεσταλμένα μπροστά στην κάμερα, ενώ απαντά στις ερωτήσεις του δημοσιογράφου. Αποδεικνύεται επιεικής απέναντι στον μοιραίο γκολκίπερ της Ρασίνγκ και απαντά: «Ας μην τον καταδικάσουμε. Όταν βρεθείς στη θέση του καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι».
Από τον Καμύ στον Ζιντάν
Ο Αλμπέρ Καμύ γνωρίζει καλά τι σημαίνει να υπερασπίζεσαι την εστία μιας ομάδας. Το 1929 θα ενταχθεί στο δυναμικό ενός μεγάλου συλλόγου στην Αλγερία, της κολεγιακής ομάδας της Ρασίνγκ, η οποία μοιράζεται τα ίδια χρώματα με τη Ρασίνγκ Παρί. Γρήγορα θα πάρει θέση βασικού και οι εμφανίσεις του θα ελκύσουν τους κυνηγούς ταλέντων από τη Μασσαλία. Ωστόσο η τραγική διάγνωση της φυματίωσης θα τραυματίσει ανεπανόρθωτα το όνειρο μιας μεγάλης ποδοσφαιρικής καριέρας, οδηγώντας από την άλλη στα μονοπάτια της διανόησης που καταλήγουν στην ύψιστη διάκριση του Νόμπελ το 1957.
Η ποδοσφαιρική σταδιοδρομία του Καμύ τερματίστηκε απότομα το 1932. Όταν προσπάθησε το 1940 να ξαναπαίξει στη Γαλλία βίωσε μια οδυνηρή εμπειρία, την οποία καταγράφει ως εξής: «Το 1940 προσπάθησα να ξαναπαίξω ποδόσφαιρο στη Γαλλία. Αλλά τίποτα δεν ήταν όπως παλιά. Πριν καλά καλά τελειώσει το ημίχρονο, η γλώσσα μου είχε κρεμάσει και θύμιζε εκείνους του σκύλους των Καμπίλ που βλέπεις στις 2 το μεσημέρι στο Τιζί Ουζού».
Η ειρωνεία της Ιστορίας: Το Τιζί Ουζού είναι ένα χωριό στην καρδιά της ερήμου. Από εκεί το 1953 το ζεύγος Ζιντάν ξεκίνησε για να πάει στη Μασσαλία. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, το παιδί αυτών των Καμπίλ γινόταν ο εθνικός ήρωας της Γαλλίας. Αυτό που πέτυχε ο Καμύ με τη λογοτεχνία, αλλά όχι με την μπάλα, το ολοκλήρωσε ο Ζιντάν.
«Όσα γνωρίζω περί ηθικής…»
Ακόμα κι αν δεν εκπλήρωσε ποτέ το όνειρο του μεγάλου τερματοφύλακα, ο Καμύ δεν απώλεσε το πάθος του για το ποδόσφαιρο. Με τα χρήματα του Νόμπελ αγόρασε ένα σπίτι στο χωριό Λουρμαρέν, στον γαλλικό Νότο, και τις Κυριακές τις περνούσε στο γήπεδο παρακολουθώντας την τοπική ομάδα των εφήβων να προπονείται ή να αναμετριέται με την ομάδα του γειτονικού χωριού. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να γίνει ο επίσημος χρηματοδότης της, προσφέροντας τις στολές στους μικρούς ποδοσφαιριστές.
«Όσα γνωρίζω περί ηθικής τα οφείλω, ειλικρινά, στο ποδόσφαιρο. Τα πιο σημαντικά τα έμαθα στα γήπεδα και στις θεατρικές σκηνές, που υπήρξαν για μένα τα πραγματικά πανεπιστήμια» ομολογεί ο Καμύ, αναγνωρίζοντας πως το ποδόσφαιρο λειτούργησε για τον ίδιο σαν το σχολείο της ζωής. Με τον γνώριμο στοχαστικό του τρόπο εξηγεί: «Έμαθα αμέσως πως η μπάλα δεν έρχεται ποτέ από εκεί που την περιμένεις, κι αυτό μου χρησίμεψε στη ζωή, ειδικά στη ζωή της πόλης, όπου ο κόσμος δεν είναι συνήθως αυτό που δείχνει».
Παιδί λαϊκής οικογένειας, ο Καμύ βίωσε τα παιδικά χρόνια μια φτώχειας γυμνής και αδήριτης, δίπλα σε μια μητέρα που ο Μεγάλος Πόλεμος της πήρε τον σύζυγο και σε μια γιαγιά σκληρή και αυταρχική. Όταν ύστερα από χρόνια μπήκε στα σαλόνια της γαλλικής διανόησης κουβαλούσε στην προφορά του την ταπεινή καταγωγή του από τη γαλλοκρατούμενη Αλγερία.
Το πάθος του για το ποδόσφαιρο και οι αναμνήσεις του από τις φτωχικές συνοικίες του Αλγερίου τον κρατούσαν σε απόσταση από τον συρφετό των Παριζιάνων λογίων. Οι άγριες μάχες στα λασπωμένα γήπεδα της παιδικής ηλικίας του είχαν κάτι περισσότερο αυθεντικό και ειλικρινές από τα ύπουλα «μαχαιρώματα» μιας φαρισαϊκής κοινότητας ψευτοδιανοουμένων, οι οποίοι κυβερνούσαν στις επιφυλλίδες των απογευματινών εφημερίδων και στα καφέ της διανόησης στη δυτική όχθη του Παρισιού.
Τερματοφύλακας εξ ανάγκης
Ο Αλμπέρ Καμύ ομολογεί ότι προβληματίστηκε σοβαρά μέχρι να επιλέξει τη θέση που του ταίριαζε μέσα στο τερέν. Και αν τελικά κατέληξε να υπερασπίζεται τα δίχτυα της ομάδας του, το έκανε μόνο και μόνο γιατί με τον τρόπο αυτό δεν έφθειρε τις σόλες των παπουτσιών του. Η τρομερή και φοβερή γιαγιά του έλεγχε κάθε βράδυ τα παπούτσια του και αλίμονο αν διέκρινε σημάδια φθοράς. Τότε ο μικρός Αλμπέρ δεν γλίτωνε το ξυλοφόρτωμα.
Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο γράφει για τον Καμύ: «Χάρη στο ποδόσφαιρο έμαθε να κερδίζει χωρίς να θεοποιεί τον εαυτό του, αλλά και να χάνει χωρίς να αισθάνεται μηδενικό. Εξοικειώθηκε επίσης με τα μυστικά της ψυχής μες στους λαβύρινθους της οποίας έμαθε να διεισδύει αργότερα στο επισφαλές ταξίδι που του επεφύλασσε το λογοτεχνικό έργο του».
Έτσι λοιπόν το ποδόσφαιρο αποδείχθηκε για τον Καμύ ένα πραγματικό σχολείο και φαντάζεται κανείς με τι πόνο καρδιάς απέρριψε στις αρχές του ’30 τις προτάσεις τουλάχιστον δύο επαγγελματικών συλλόγων της εποχής. Η ζωή τον πήγε αλλού και ο Γαλλοαλγερινός νέος δεν είχε κανέναν λόγο να της αντισταθεί.
Επίκαιρος ξανά
Οι κριτικοί και οι βιογράφοι φόρτωσαν τον Αλμπέρ Καμύ με ένα σωρό τίτλους, οι οποίοι θα μπορούσαν μονάχα να θωπεύσουν τη ματαιοδοξία του ανδρός, αλλά όχι να αποδώσουν την ουσία της ύπαρξής του. Ο Καμύ ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς μυθιστοριογράφους του 20ού αιώνα, μολονότι δεν αξιώθηκε να γράψει παρά τρία ολοκληρωμένα μυθιστορήματα και ένα ημιτελές. Τον παρουσιάζουν ως φιλόσοφο, ενώ ο ίδιος ήταν απλά ένας ευφυής σχολιαστής της φιλοσοφίας.
Η δημοσιογραφική ιδιότητά του θα πρέπει να αποδοθεί σε λόγους βιοπορισμού. Και όσο για τη σχέση του με το θέατρο, η πιο σημαντική του συνεισφορά θα πρέπει να αναζητηθεί στις διασκευές μεγάλων έργων, όπως οι «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι. Τα πρωτότυπα έργα του, με εξαίρεση τον «Καλιγούλα» και την «Παρεξήγηση», δεν διεκδικούν σπουδαίες λογοτεχνικές δάφνες.
Τα μυθιστορήματά του αντίθετα, αρχής γενομένης από τον «Ξένο», έχουν διαβαστεί από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και συνεχίζουν να απασχολούν το αναγνωστικό κοινό. Μάλιστα στις παρούσες συνθήκες πανδημίας το δεύτερο διάσημο μυθιστόρημά του, η «Πανούκλα», μας βάζει ακριβώς στο κλίμα των ημερών. Ο Καμύ συνθέτει μια εκτεταμένη αλληγορία με την εξιστόρηση μιας επιδημίας πανώλης στην πόλη του Οράν, σε χρονιά αδιευκρίνιστη της δεκαετίας του ’40.
Η σύλληψη αυτή, παρότι παραπέμπει ευθέως στη χιτλερική μάστιγα της εποχής εκείνης και στα δεινά ενός πολέμου παράλογου και ολέθριου, είναι απολύτως διδακτική για τις μέρες που ζούμε, τις οποίες θα θυμόμαστε ασφαλώς ως «μέρες κορονοϊού». Γνωρίζουμε άλλωστε ότι τα μυθιστορήματα έχουν πάντα προφητικό χαρακτήρα. Και όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Καμύ: «Η προφητεία αργά ή γρήγορα καθίσταται επικαιρότητα».
Σε εκείνη τη μίνι συνέντευξη των «Γαλλικών Επικαίρων», στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, ο δημοσιογράφος ρωτά τον Καμύ: «Ποιοι πιστεύετε πως ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τη Σουηδική Ακαδημία να σας απονείμει το Βραβείο Νόμπελ;». Εκείνος απαντά: «Δεν μπορώ να ξέρω, από τη στιγμή που δεν είμαι ο ίδιος μέλος της, και είναι αλήθεια ότι κανονικά έπρεπε να προηγηθούν δυο-τρεις άλλοι Γάλλοι συγγραφείς. Φαίνεται όμως πως με την απονομή στο πρόσωπό μου η Σουηδική Ακαδημία αναγνωρίζει στη γαλλική λογοτεχνία μια νεότητα και μια φρεσκάδα που δεν φανταζόμασταν».
Στις αρχές του 1960 ο Αλμπέρ Καμύ, ως συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο του εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ, θα βρει τραγικό θάνατο καθ’ οδόν προς το Παρίσι. Στον χαρτοφύλακά του θα βρουν 144 πυκνογραμμένες σελίδες από το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του «Ο πρώτος άνθρωπος». Η παράλογη αυτή συνθήκη του επαναφέρει την ειρωνεία του θανάτου μέσα από τα λόγια του: «…Η μπάλα δεν έρχεται ποτέ από κει που την περιμένεις!».
----------------------------------------
Η μπάλα στα μυθιστορήματά του
«Ξένος»
…Στις πέντε το απόγευμα επέστρεψαν τα τραμ μες στη φασαρία. Μετέφεραν από το γήπεδο της συνοικίας τις ορδές των φιλάθλων που κρέμονταν στα σκαλοπάτια και στα κάγκελα. Με τα επόμενα τραμ ήρθαν και οι παίκτες που τους αναγνώρισα από τους μικρούς τους σάκους. Ούρλιαζαν και τραγουδούσαν για την ανίκητη ομαδάρα τους. Αρκετοί με χαιρέτισαν. Ένας μάλιστα μου φώναξε: «Σκίσαμε!». Εγώ έγνεψα καταφατικά κουνώντας το κεφάλι. Αμέσως μετά οι δρόμοι γέμισαν από αυτοκίνητα.
«Πανούκλα»
…Ο Ταρού καταγράφει μια επίσκεψη που έκανε με τον Ραμπέρ στο αυτοσχέδιο στρατόπεδο του δημοτικού γηπέδου. Το γήπεδο βρίσκεται κοντά στις πύλες της πόλης και από τη μια πλευρά βλέπει στο δρόμο με τα τραμ… Περικλείεται από ψηλά τσιμεντένια τοιχία… Ο Ταρού και ο Ραμπέρ αποφάσισαν να επισκεφθούν το γήπεδο μια Κυριακή απόγευμα. Τους συνόδευε ο Γκονζάλες ο ποδοσφαιριστής, που ο Ραμπέρ τον είχε εντοπίσει ξανά και τον έπεισε να αναλάβει την επιτήρηση του γηπέδου.
Ο Γκονζάλες εξηγούσε στους δύο άντρες πως τέτοια ώρα συνήθως ετοιμαζόταν για τον αγώνα. Τώρα όμως τα γήπεδα είχαν επιταχθεί, δεν παιζόταν ποδόσφαιρο, κι ο Γκονζάλες ένιωθε πως δεν είχε αντικείμενο, κάτι που φαινόταν στη συμπεριφορά του. Κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δέχτηκε να βοηθήσει, υπό τον όρο να δουλεύει μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ο ουρανός ήταν κατά τόπους συννεφιασμένος και παρατήρησε πως τέτοιος καιρός, ούτε ζέστη ούτε βροχή, ήταν ιδανικός για ποδόσφαιρο.
Όσο του επέτρεπε η μνήμη του, ανακαλούσε τη μυρωδιά της αναλγητικής αλοιφής στα αποδυτήρια, τις ασφυκτικά γεμάτες κερκίδες, τις ζωηρόχρωμες φανέλες πάνω στο κιτρινωπό τερέν, τη λεμονάδα στο ημίχρονο που αναζωογονούσε με χιλιάδες ανακουφιστικά τσιμπήματα τα στεγνά λαρύγγια. Σε όλη τη διαδρομή μες στους ανασκαμμένους δρόμους της πόλης ο ποδοσφαιριστής δεν σταμάτησε να κλοτσά τις πέτρες μπροστά του.
Πάσχιζε να τις στείλει κατευθείαν στις τρύπες των υπονόμων κι όταν τα κατάφερνε έλεγε «ένα-μηδέν». Όταν τέλειωσε το τσιγάρο του, έφτυσε τη γόπα και επιχείρησε να την κλοτσήσει στον αέρα. Κοντά στο γήπεδο κάποια παιδιά που έπαιζαν πέταξαν την μπάλα προς την πλευρά τους. Ο Γκονζάλες έσπευσε να τους τη γυρίσει με ένα ευθύβολο σουτ.
«Ο πρώτος άνθρωπος»
Ο Ζακ πρωτοστατούσε μες στην τάξη αλλά και στο προαύλιο, την ώρα του διαλείμματος, όπου το ποδόσφαιρο ήταν το βασίλειό του. Όμως αυτό το βασίλειο ήταν απαγορευμένο. Στο τσιμέντο οι σόλες των παπουτσιών χαλούσαν τόσο γρήγορα, που η γιαγιά απαγόρευε στον Ζακ να παίζει μπάλα στα διαλείμματα…. Το βράδυ ο Ζακ έπρεπε να περάσει από την κουζίνα όπου η γιαγιά, ως άλλη Κασσάνδρα, «ιερουργούσε», πάνω από τα μαύρα τσουκάλια. Λύγιζε το γόνατο και με το παπούτσι του στον αέρα, σε στάση αλόγου που το πεταλώνουν, της έδειχνε τις σόλες του.