Τα τραγούδια έχουν Ιστορία:"Κακούργα πεθερά" - Η άγρια δολοφονία του Αθανασόπουλου
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος δολοφονήθηκε με τρόπο που θυμίζει σενάριο της Άγκαθα Κρίστι. Ο Μαντανάρης κατέγραψε στην ουσία το χρονικό μιας στυγερής δολοφονίας με το τραγούδι «Κακούργα πεθερά».
Το 1931 ένας δημόσιος υπάλληλος ονόματι Ιάκωβος Μαντανάρης συνέθεσε ένα τραγούδι με τίτλο "Κακούργα πεθερά" που έμελλε να είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του μεσοπολέμου καθώς οι πωλήσεις του έφτασαν τις 100000 δίσκους. Η πρώτη και καλύτερη εκτέλεση έγινε από τον σπουδαίο αμανετζή Αντώνη Νταλγκά ενώ ακολούθησαν άλλες τέσσερις φωνοληψίες την ίδια χρονιά. Ο Μαντανάρης κατέγραψε στην ουσία το χρονικό μιας στυγερής δολοφονίας που συντάραξε την προπολεμική Ελλάδα. Από τους μακροσκελέστατους στίχους του στις ηχογραφήσεις χρησιμοποιήθηκαν μόνο ορισμένα κι ανάμεσά τους συγκλονίζει το δίστιχο
«Καημένε Αθανασόπουλε τι σού ‘μελε να πάθεις
από γουρσούζα {κακούργα} πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις».
Ολυμπιακός: Η προπόνηση του Τσικίνιο και η Λαμία
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος, μεγαλοεργολάβος της εποχής, δολοφονήθηκε μέσα στο σπίτι του, στην Καλλιθέα, με τρόπο που θυμίζει σενάριο Άγκαθα Κρίστι καθώς στο έγκλημα αναμείχθηκαν διάφοροι με πρώτο τον ξάδερφο της συζύγου, τον 17χρονο Δημήτρη Μοσκιό. Η 25χρονη Φούλα Κάστρου είχε κακοπάθει από τον γάμο της με τον Αθανασόπουλο, ο οποίος αποδείχθηκε μέθυσος και γυναικάς.
Παραπονιόταν στη μητέρα της Άρτεμη Κάστρου ότι ο άντρας της την έδερνε και την κακοποιούσε ερωτικά. Εκείνη αποφάσισε να ενεργήσει δυναμικά κι έπεισε τον νεαρό Μοσκιό να ξεκάνει τον τύραννο για το καλό της οικογένειας. Ο Μοσκιός, που είχε ψυχολογικά προβλήματα, δέχτηκε να κάνει το "καθήκον του" και μπαίνοντας στην κάμαρη του Αθανασόπουλου τον πυροβόλησε δύο φορές ενώ στη συνέχεια σύζυγος και υπηρέτρια τον αποτελείωσαν στραγγαλίζοντάς τον με κασκόλ.
Οι δράστες προσπάθησαν αρχικά να κάψουν το πτώμα με οινόπνευμα και βενζίνη αλλά δεν τα κατάφεραν και την λύση την έδωσε ο εραστής της πεθεράς που πρότεινε τον διαμελισμό του πτώματος και τη ρίψη του στο ρέμα του Κηφισού. Όταν ανακαλύφθηκε το κατατεμαχισμένο κουφάρι του άτυχου Αθανασόπουλου, ακολούθησε η έρευνα της αστυνομίας που φώτισε άπλετα το αρχικό μυστήριο της δολοφονίας του.
Για την Ιστορία να θυμίσουμε ότι πεθερά και σύζυγος καταδικάστηκαν σε θάνατο αλλά ποτέ δεν εκτελέστηκαν και μάλιστα αποφυλακίστηκαν μεσούσης της γερμανικής κατοχής με νόμο του Τσολάκογλου περί αποσυμφόρησης των φυλακών, ενώ ο φυσικός αυτουργός ο Δημήτρης Μοσκιός κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο και πέθανε το 1936, Η υπηρέτρια εξέτισε φυλάκιση 18 ετών και όταν αποφυλακίστηκε έκανε οικογένεια.
Το «Τραγούδι του Αθανασόπουλου» έγινε επωδός στα γαμήλια γλέντια όπου γαμπροί έσπαγαν το δίσκο στα πόδια της πεθεράς. Κατά μία εκδοχή, μάλιστα, από το γεγονός αυτό προέρχεται και η φράση «θα σπάσω πλάκα».
Στου Χαροκόπου τα στενά μια μικροπαντρεμένη
εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη
Στον ύπνο που κοιμόντανε μάνα και θυγατέρα
έβάλανε τον ανηψιό και του ‘ριξε τη μια σφαίρα
Κι η Φούλα τότε φώναξε, μάνα μου πώς σπαράζει!
Κι η μάνα της της απαντά “πνίχτε τον” και διατάζει:
“Βάλτε φωτιά και κάφτε τον και κάντε τον κομμάτια
και μπρος να τον πετάξουμε να μη μας δούνε μάτια”.
Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε,
φωτιά του βάζουν να καεί, στέκονται τον κοιτάνε.
“Πω πω καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον θα πιαστούμε.
Κομμάτια να τον κάνομε, έτσι θα σκεπαστούμε”.
Με μια καρδιά μαρμάρινη τον έκανε κομμάτια
με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια
και νύχτα τον πετάξανε στο ρέμα να τα πάρει.
Μα αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ήτανε η χάρη
για να πιαστούν οι αίτιοι πραγματικοί φονιάδες
κι όχι ο γιατρός ο φίλος του κι οι δύο φιλενάδες.
Ένας διαβάτης που περνά περίεργα κοιτάζει.
“Τι να `ναι αυτά τα δέματα;” Κακό στο νου του βάζει.
Του αστυνόμου μίλησε, στο ρέμα πάνε πάλι,
τα δέματα ανοίξανε βλέπουν κορμί, κεφάλι.
Ανατριχιάζουν κι έφριξαν σαν είδανε ανθρώπου κορμί,
κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου.
Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτσουμάρης, Λεονταρίτης και λοιποί,
ο πρώτος είναι ο Άρης που έριξε όλο το φως στην εγκληματική
και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή.
Βρε μούλα δεν εσκέφτηκες δεν πόνεσε η καρδιά σου
τον άντρα σου, τα νιάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου
Βρε μούλα πως εβάστηξες και πως βαστάς ακόμα
εσύ να ‘σαι στη φυλακή κι άντρας σου στο χώμα
Κι εσύ κακούργα πεθερά τους πήρες στο λαιμό σου
την κόρη σου, τον ανιψιό, την δούλα, τον γαμπρό σου
Καημένε Αθανασόπουλε τι σού ‘μελε να πάθεις
από γουρσούζα {κακούργα} πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις
Σαν το `μαθε η μανούλα του κλείνουν τα γόνατά της
και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της.
Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει:
“Το γιο μου εσκοτώσανε, πω πω” κι αναστενάζει.
Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι
εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι.
Μάνα γλυκιά μανούλα μου πάψε τα δάκρυά σου
και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου
Αυτά θα έχεις για παιδιά μένα λησμόνησέ με
θα με σταυρώση η Παναγιά μάνα συγχώρησέ με