Ποιος φοβάται τον Νίκο Σκαλκώτα;
Πνευματικό παιδί του Άρνολντ Σένμπεργκ, βιρτουόζος βιολονίστας και δημιουργική μεγαλοφυΐα, ο Σκαλκώτας επέστρεψε από το Βερολίνο του μεσοπολέμου στην Ελλάδα του καλλιτεχνικού συντηρητισμού.
Η λεγόμενη «Εθνική Σχολή» αντιμετώπισε με δυσπιστία την άφιξή του και φρόντισε να τον περιορίσει σ’ ένα πλαίσιο ανωνυμίας και αποκλεισμού που δεν του άξιζε. Η «ακατανόητη» μουσική του, παραλλαγή του δωδεκαφθογγικού συστήματος του Σένμπεργκ, θορύβησε τους Έλληνες ομοτέχνους του, οι οποίοι τον αποκήρυξαν ως παράφρονα.
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που του έκλεισαν όλες τις πόρτες και φρόντισαν ώστε η ζωή του να γίνει αρκούντως εφιάλτης. Προκειμένου να επιβιώσει αναγκάστηκε να παίζει βιολί σ’ ένα από τα έσχατα αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας. Ταυτόχρονα όμως συνέχιζε να συνθέτει με πυρετώδη ρυθμό.
Η ατονική μουσική μονοπώλησε σχεδόν το δημιουργικό του ενδιαφέρον. Παρ’ όλα αυτά μας έδωσε και τονικά έργα, όπως οι 36 Ελληνικοί χοροί και το μπαλέτο «η Θάλασσα», στα οποία αφομοίωσε με αξιοθαύμαστη πρωτοτυπία στοιχεία της δημοτικής μας μουσικής.
Πέθανε σχετικά νέος και παντελώς άγνωστος αφήνοντας πίσω του ένα διεθνώς σημαντικό έργο το οποίο σήμερα τον κατατάσσει χωρίς υπερβολή στους σημαντικότερους συνθέτες του εικοστού αιώνα.
Στην ουσία βλέπουμε να επαναλαμβάνεται κάτι ανάλογο με τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Η Ελλάδα της Τέχνης και των Γραμμάτων, μικρόψυχη, επαρχιώτισσα, οπισθοδρομική, κακεντρεχής και ανυπόληπτη, ξέρει πώς να «τρώει» τα καλύτερα παιδιά της…