Ο Αντώνης Καλογιάννης, τραβώντας για τον θάνατο βρήκε τον ποταμό...
Η Όλγα Νικολαΐδου γράφει για τον αξεπέραστο Αντώνη Καλογιάννη.
Tον Αντώνη Καλογιάννη τον αγάπησα προτού τον γνωρίσω. Κι όταν τον γνώρισα, τον αγάπησα ακόμη πιο πολύ. Γιατί πράγματι, σου έσφιγγε το χέρι κι ένιωθες τον ήλιο βέβαιο για τον κόσμο. Χαμογελούσε κι έβλεπες εκείνο το μικρό χελιδόνι να φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια του.
Σε κοίταγε με το καθαρό και ζεστό βλέμμα του κι όλα τα τραγούδια τα καταγεγραμμένα με την ανεπανάληπτη φωνή του ξαναεγγράφονταν με την σφραγίδα της παρουσίας του. Γενναιόδωρο και γενναίο «κέρασμα» η παρουσία του, εξέπεμπε ευγένεια, ήθος, ευαισθησία και ομορφιά.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Κι έτσι έμαθα, έτσι κατάλαβα, γιατί κάθε φορά που τον ακούμε, μες στις καρδιές μας αρχινάει το πανηγύρι. Γιατί κάποιοι καλλιτέχνες τραγουδώντας, ερμηνεύουν όχι απλά στίχους και μουσική, αλλά την ψυχή του κάθε αποδέκτη αφυπνίζοντας ταυτόχρονα τη συλλογική μνήμη, το συλλογικό όραμα.
Αυτό που μπορεί να «χωρέσει» και το «Σφαγείο» και την «Αννούλα του χιονιά». Φτάνει να βρεθεί η φωνή που θα ανοίξει το παράθυρο:
Για να μπει η δροσιά του Μάη, για να μπορέσεις αγναντεύοντας να γεμίσεις τα δυο σου μάτια θάλασσα…
Για να αναζητήσεις την Μεσόγειο, την Ευτυχία, μια όμορφη Κατερίνα, μια Άννα που κάτι σου είχε τάξει, τον Μέτοικο, την πλατεία Αβησσυνίας… Για να σε ξαναβρείς στους μπαξέδες 3 του Σεπτέμβρη να περνάς, αποκρυπτογραφώντας την ιστορία τούτου του τόπου στην αλήθεια των τραγουδιών, ρίχνοντας παραγάδι στα δικά τους… χωρικά ύδατα και θέτοντας ευθέως την ερώτηση: Ντου γιου λάικ μαμαζέλ δη γκρης;
Ο Αντώνης Καλογιάννης κράτησε την ζωή του, και την ζωή μας με το νήμα της νοσταλγίας για μια εποχή που ποτέ δεν θα παρέλθει, γιατί ποτέ τελικά δεν ήρθε.
Ευτυχώς, μας την έφερε εκείνος στα όνειρα και στα τραγούδια μας. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να ζεις, ό,τι δεν θα ζήσεις.
Και τώρα, μακρινό το ταξίδι κι ούτε φως, ούτε στασίδι;
Μπα, αποκλείεται.
Ο Αντώνης Καλογιάννης, γαλήνιος τον δρόμο παίρνει, π’ άκρη δεν έχει, χωρίς το βλέμμα του να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
Ο Αντώνης Καλογιάννης, τραβώντας για τον θάνατο βρήκε τον ποταμό.
Περνώντας τον, περνάει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Μεγαλώνει η ιστορία.
Μικραίνει ο κόσμος…
Υ.Γ : Στίχοι των Γ.Ρίτσου, Μ.Θεοδωράκη, Σ.Αλιβιζάτου, Ερ.Θαλασσινού, Γ.Μιχαηλίδη, Δ.Χριστοδούλου, Ρ.Σοφού, Λ.Τεάζη, Ξ.Φιλέρη, Β.Γκούφα, Μ.Ελευθερίου, Μ.Ποντίκα, Γ.Σεφέρη, Γ.Καλαμαριώτη, Μ.Αναγνωστάκη, Τ.Κόρφη, σε αντίστοιχες μουσικές των Μ.Θεοδωράκη, Μ.Τόκα, Γ.Χατζηνάσιου, Δ.Μούτση, Ζ.Μουστακί, Αλ.Παπαδημητρίου, Σπ.Παπαβασιλείου, Κ.Χατζή, Αρ.Κουνάδη, Ηλ.Ανδριόπουλου, Μ.Πλέσσα, Στ.Κουγιουμτζή, συνθέτουν και συναρμολογούν το παραπάνω κείμενο.
Στίχοι που αγαπήθηκαν γιατί τραγουδήθηκαν από έναν καλλιτέχνη που τους ζύμωσε στην ψυχή του.
Νιώθω ευγνωμοσύνη που τον γνώρισα.
Και χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ γι’ αυτό, στην αγαπημένη του κόρη, την Δέσποινα, που με τιμά εδώ και τόσα χρόνια με την ανεκτίμητη φιλία της.