Το λαϊκό μικρόφωνο...

Τσιτσάνης, Πάνου, Μπιθικώτσης, Γκρέυ, Καζαντζίδης - Μαρινέλλα: Μία σύντομη ιστορία του ελληνικού λαϊκού πενταγράμμου.

Το λαϊκό μικρόφωνο...

Τα μάτια σου τ’ αράπικα

Το 1961 ο Βασίλης Τσιτσάνης ηχογράφησε εκ νέου το ζεϊμπέκικο «Μες στην πολλή σκοτούρα μου». Στην πρώτη εκτέλεση του 1938 τραγουδούσε ο αξεπέραστος βάρδος του Μεσοπολέμου Στράτος Παγιουμτζής. Η ερμηνεία της Πόλυς Πάνου στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δημιούργησε ένα εντελώς διαφορετικό τραγούδι και σηματοδότησε ακριβώς τη φοβερή μετάλλαξη που υπέστη το ρεμπέτικο ήδη στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αποχωρώντας διά παντός από το κέντρο της σκηνής.

Μαίρη Αρώνη - «Πάστα Φλώρα»: Η απεργία πείνας, το χαστούκι, οι μπότες των Γερμανών στην Kατοχή (vid)

Η Πόλυ Πάνου, μόλις 21 ετών, τη στιγμή της ηχογράφησης είχε ήδη δημιουργήσει τον προσωπικό της μύθο και από πολλούς θεωρείται, και ίσως όχι άδικα, η αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της δεκαετίας 1955-1965. Στα στούντιο της κραταιάς «Κολούμπια» βρέθηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 12 χρόνων, όταν την έφερε από την Πάτρα κρατώντας την από το χέρι ο νεαρός και πολλά υποσχόμενος Γρηγόρης Μπιθικώτσης. «Το αηδόνι της Πάτρας» έκανε την παρθενική του φωνοληψία σε ένα δικό του τραγούδι με τίτλο «Πήρα τη στράτα την κακιά». Μέσα σε δέκα χρόνια από εκείνη τη στιγμή η Πόλυ Πάνου είχε πετύχει όσα μπορεί να ονειρευτεί ένας άνθρωπος που έχει πάθος με το μικρόφωνο. Ερμήνευσε Τσιτσάνη, Χιώτη, Καλδάρα, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Δερβενιώτη, Μπακάλη, Χατζιδάκι. Αποθεώθηκε στα λαϊκά πάλκα Ελλάδας και Αμερικής κι έζησε τις 1.000 και μία νύχτες της μουσικής διασημότητας. Ο Πάνος Γαβαλάς την αποκάλεσε προσφυώς «θηλυκό Καζαντζίδη». Στα «Λιμάνια» του Τσιτσάνη, στα μυθικά «Δευτερόλεπτα» του Χιώτη, στο «Ένα σφάλμα έκανα» του Δερβενιώτη και στο «Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη» του Καραμπεσίνη, η Πόλυ Πάνου ένωσε τις μικρές και μεγάλες στιγμές μιας Ελλάδας που πάσχιζε να ανασηκωθεί από τα λασπόνερα της Ιστορίας. Η φωνή της επινοούσε αδιανόητα μελίσματα με τα οποία έκανε ακόμα πιο συναρπαστική την ερμηνεία κάθε τραγουδιού. Το 1960 ο Μάνος Χατζιδάκις τής τηλεφώνησε για να της πει: «Έχω, Πόλυ, ένα τραγούδι για σένα». Τα «Παιδιά του Πειραιά» πρωτοτραγουδήθηκαν από τη φωνή της - αυτήν τη βαθιά, αμυγδαλωτή φωνή που δεν την πρόδωσε σε κανένα βήμα. Στα χρόνια του ’60 η απόλυτη κυρία του λαϊκού μικροφώνου είπε τραγούδια όπως το «Τι σου ‘κανα και πίνεις» του Μίμη Πλέσσα, το «Καλντερίμι» του Ξαρχάκου, αλλά σνόμπαρε και τα τραγούδια του Ζαμπέτα που θα μπορούσαν να της δώσουν μια δεύτερη λαμπρή καριέρα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στη Βίκυ Μοσχολιού. Το 1966 μπήκε στην περιπέτεια της δισκογραφικής εταιρείας «Βεντέτα» με συνέταιρο αρχικά τον Πάνο Γαβαλά. Τα χρόνια είχαν αλλάξει και αυτοί οι προικισμένοι καλλιτέχνες δεν το είχαν αντιληφθεί. Η δισκογραφία αναζητούσε ήδη τα νέα της είδωλα σε επίπεδο εικόνας και λιγότερο ουσίας. Αυτή η μεγάλη μαστόρισσα είχε δώσει πια τον καλύτερό της εαυτό.

Ας κρατήσουμε από τη σπάνια φωνή της σαν αγίασμα τα λόγια της «Φαίδρας», που τραγούδησε σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη

Θα σ’ αγαπώ, θα ζω μες στο τραγούδι

θα μ’ αγαπάς, θα ζεις με τα πουλιά

θα σ’ αγαπώ, θα γίνουμε τραγούδι

θα μ’ αγαπάς, θα γίνουμε πουλιά.

Άναψε το τσιγάρο

Όταν το 1959 η Καίτη Γκρέυ τραγούδησε το «Άναψε το τσιγάρο» του Γεράσιμου Κλουβάτου ήταν σαν να προκλήθηκε μια έκρηξη της λίμπιντο μέσα από το μικρόφωνο. Με τη φαινομενικά άτεχνη ερμηνεία της επανακαθόρισε το θηλυκό στοιχείο με τον τρόπο που το είχε κάνει και η Μαρίκα Νίνου λίγα χρόνια νωρίτερα. Γεννημένη το 1924 η Αθανασία Γκιζίλη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, βρισκόταν στη χρυσή της ωριμότητα και το απέδειξε απογειώνοντας τους στίχους:

Άναψε το τσιγάρο δως’ μου φωτιά

Έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά.

Είχε προηγηθεί μια δύσκολη ζωή, η υιοθεσία της, η θητεία στα μπουλούκια και στο ελαφρό τραγούδι και στη συνέχεια χρειάστηκε μόλις μια ηχογράφηση, το «Μαράζι» του Γιώργου Μητσάκη (1952), για να της ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες της επιτυχίας. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας πρόλαβε να αρραβωνιαστεί τον Στέλιο Καζαντζίδη, με τον οποίο έμεινε μαζί πέντε χρόνια και τον βοήθησε σημαντικά στα πρώτα του βήματα.

Η επόμενη δεκαετία, ωστόσο, θέτει προκλήσεις στις οποίες η Καίτη Γκρέυ δεν κατάφερε να ανταποκριθεί - και δεν ήταν η μόνη, για να είμαστε δίκαιοι. Οι μεγάλοι λαϊκοί τραγουδιστές των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, οι οποίοι κατάφεραν να μεταλλάξουν το τραγούδι εκτοπίζοντας ρεμπέτες και ρεμπέτισσες από τα πάλκα και τη δισκογραφία, έμειναν στην ουσία ορφανοί από δημιουργούς. Η δισκογραφία απαξιώνει με ευκολία τον έναν μετά τον άλλον τους συνθέτες που έρχονται ως τελευταία γενιά του Μεσοπολέμου. Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης ωθούνται σιγά σιγά στο περιθώριο χωρίς κι οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται. Με αυτόν τον τρόπο οι εταιρείες τραβάνε το χαλί στους λαϊκούς σταρ, οι οποίοι απολαμβάνουν τα τελευταία χρόνια της παντοδυναμίας τους, με την ψευδαίσθηση του καλλιτέχνη πως η δόξα του ποτέ δεν θα φθαρεί. Στα χρόνια του ’60 οι αστραφτεροί ερμηνευτές της μεταπολεμικής σκηνής θα καταφέρουν μονάχα να εμπορευθούν την παρακμή του λαϊκού τραγουδιού και η Καίτη Γκρέυ δεν θα αποτελέσει εξαίρεση σε αυτόν τον θλιβερό κανόνα.

Συ μου χάραξες πορεία

Το 1961 η Γιώτα Λύδια, κατά κόσμον Παναγιώτα Μανταράκη, σπάει τα ταμεία τραγουδώντας «Γιατί θες να φύγεις» των Ατταλίδη και Βίρβου. Πρόκειται για ένα συρτολαϊκό που ξεπούλησε, αλλά και για ένα τραγούδι του οποίου τόσο η μελωδία όσο και η ενορχήστρωσή του σηματοδοτούν τη στροφή του λαϊκού τραγουδιού σε ένα πρωτόγονο γλεντζέδικο κλίμα που το συναντά κανείς στα λαϊκά πανηγύρια. Ο ερμηνευτικός κορμός της Γιώτας Λύδια με τα βυζαντινά ποικίλματα της φωνής και το πλούσιο νάζι δίνει έναν άλλον ορισμό της λαϊκής τραγουδίστριας. Ανάμεσα στις εκρήξεις της Καίτη Γκρέυ και στη σιγουριά της Πόλυς Πάνου, η Λύδια στέκεται γλυκύτατη φωνή, συμφιλιωτική αλλά και αιρετική. Η «Πιο μεγάλη ώρα» της Γιώτας Λύδια δεν είναι το ομώνυμο τραγούδι του Άκη Πάνου, το οποίο ηχογράφησε πρώτη, αλλά το «Συ μου χάραξες πορεία» του Απόστολου Καλδάρα, που η ίδια σφράγισε με την ερμηνεία της. Η Λύδια, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που της δόθηκε από τον Χρυσίνη, δεν γεφύρωνε μόνο το χάσμα ανάμεσα σε διαφορετικές σχολές αλλά και σε διαφορετικά τραγούδια. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι είναι εξίσου πειστική σε ένα τραγούδι με πανηγυριώτικη διάθεση όπως το «Γιατί θες να φύγεις» και σ’ ένα ερωτικό τραγούδι σε κλίμα μπλουζ όπως το «Συ μου χάραξες πορεία». Το βινύλιο θα θυμάται πάντα το γλυκό, βιαστικό βιμπράντο στις καταλήξεις της φωνής της.

Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα

η ώρα που γεννιέται η ζωή

η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου

μαζί με τη δική μου αναπνοή

Ένα τραγούδι πες μου ακόμα

Γεννημένη στην Κρήτη το 1934 η Ρίτα Σακελλαρίου κουβαλά τον δικό της μύθο: έναν πατέρα χαμένο στον Εμφύλιο, δύο γάμους, ο πρώτος μόλις στα δεκατέσσερα, και πέντε παιδιά, οκτώ χρόνια θητείας στο «Φαληρικόν», ως δεύτερη φωνή στον Τσιτσάνη και στον Παπαϊωάννου, την ευτυχία ενός σουξέ σαν το Ιστορία μου, αμαρτία μου, που την απογείωσε, την πενταετή επιχειρηματική της δράση, όταν με τον δεύτερο σύζυγό της, τον παλαιστή Σιδηρόπουλο, διηύθυναν το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης «Κουίν Αν», τους δεσμούς φιλίας με τον Κουίν, τον Ωνάση, τη Μελίνα και τον Ανδρέα Παπανδρέου, όσο και την όψιμη καριέρα της που φτάνει μέχρι τις επινοήσεις του Νίκου Καρβέλα (είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα) κι ακόμα παραπέρα. Κι είν’ αλήθεια ότι μπορεί η Ρίτα να μη χώρεσε στην «Αγία Τριάδα» του λαϊκού μας τραγουδιού (Πάνου, Γκρέυ, Λύδια), αλλά απέδειξε ότι η καριέρα της είχε ακόμα πολλά ψωμιά, αφού με έναν μαγικό τρόπο μεταλλασσόταν κάθε φορά ώστε να είναι συμβατή με τα αιτήματα κάθε εποχής. Ωστόσο η διαρκής παραμονή στο προσκήνιο συνήθως κοστίζει και η λάμψη που επιζητεί κανείς με κάθε μέσο οδηγεί αναπόφευκτα στην παρακμή. Στη δεκαετία του ’80 η Σακελλαρίου διεκδίκησε και πήρε τον τίτλο της βεριτάμπλ λαϊκής τραγουδίστριας, αλλά τότε είχε πια χαθεί καθετί αυθεντικό. Όσοι παθιάστηκαν με τη φωνή της προτιμούσαν να τη θυμούνται να τραγουδά το «Παράνομή μου αγάπη», το «Κάθε ηλιοβασίλεμα» και την «Άτακτη ζωή». Κοντολογίς, η συμπαθέστατη Ρίτα Σακελλαρίου κέρδισε σε διάρκεια αλλά έχασε σε μύθο.

Τα μεγάλα ντουέτα

Η δεκαετία 1955-1965 είναι αναμφίβολα χρυσή για το λαϊκό τραγούδι - δεκαετία στην οποία μεσουράνησαν τα μεγάλα λαϊκά ντουέτα Καζαντζίδης-Μαρινέλλα, Χιώτης-Λίντα αλλά και Γαβαλάς-Ρία Κούρτη. Καζαντζίδης και Γαβαλάς είναι δύο βαρύτονοι λαϊκοί τραγουδιστές με σπάνιο μέταλλο και φωνητικές ικανότητες. Αλλά η φωνή του λαϊκού τραγουδιστή χρειάζεται στα ρεφρέν, εκεί όπου «η μελωδία τραβά την ανηφόρα», το γυναικείο σεκόντο για να τη γλυκάνει. Τόσο ο Στέλιος όσο και ο Πάνος στάθηκαν τυχεροί γιατί βρήκαν στη Μαρινέλλα και στη Ρία Κούρτη το alter ego τους. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το διαζύγιο Καζαντζίδη-Μαρινέλλας στη ζωή και στο πάλκο επηρέασε σοβαρά την πορεία του πρώτου, έστω κι αν δεν τραγουδούσε πια στα λαϊκά μαγαζιά. Η ρήξη Χιώτη-Λίντα την ίδια πάνω κάτω εποχή, και μάλλον δεν πρόκειται για σύμπτωση, άφησε ουσιαστικά ορφανό τον πρίγκιπα του μπουζουκιού, αλλά έβαλε φρένο και στην καριέρα της καθ’ όλα αξιόλογης Μαίρης Λίντα. Η λειτουργικότητα των ντουέτων της εποχής φάνηκε κυρίως στα απαιτητικά τραγούδια που έδωσε το «νέο κύμα» (Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Κατσαρός) στον Καζαντζίδη και στον Γαβαλά. Φαντάζεστε τον «Κυρ Αντώνη», το «Όνειρο δεμένο» ή το «Σαββατόβραδο» χωρίς γυναικείο σεκόντο; Φαντάζεστε τα λαϊκά πάλκα, όπου μουσικοί και τραγουδιστές μοιάζουν με στρατιώτες κάποιας παράξενης περιπόλου, χωρίς τον αέρα και την αλεγράδα της γυναίκας; Κι αν ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα και ο Γαβαλάς με τη Ρία Κούρτη έχουν γράψει Ιστορία με τις ερμηνευτικές ακροβασίες τους, ο Χιώτης με τη Λίντα το πήγαν λίγο πιο πέρα με την οργιώδη κινησιολογία τους, ακολουθώντας τους ρυθμούς λάτιν πάνω στους οποίους συνέθετε ο μεγαλοφυής Μανώλης. Ο Χατζιδάκις ακούγοντας τη Μαρινέλλα να σιγοντάρει αυθόρμητα τον Καζαντζίδη στο «Κουρασμένο Παλικάρι» δεν πίστευε στα αυτιά του κι ο Γαβαλάς όταν έμπαιναν στο στούντιο με τη Ρία Κούρτη δεν ανησυχούσε καθόλου για την παρτενέρ του. Ώσπου να μάθει ο ίδιος το κομμάτι, εκείνη το είχε πιάσει το σεκόντο και ήδη το σιγοτραγουδούσε. Ίσως η μεγάλη επιτυχία στα τρία αυτά ντουέτα να οφείλεται στο γεγονός ότι καθένα από αυτά στους δίσκους τουλάχιστον ακούγεται σαν ένας άνθρωπος. Η αισθητική στη δισκογραφία της εποχής δέχεται ένα ισορροπημένο σύνολο στο οποίο δεν υπάρχει πρώτη και δεύτερη φωνή, γι’ αυτό συχνά ακούμε τη Μαρινέλλα ή τη Ρία Κούρτη να σκεπάζουν τον Καζαντζίδη και τον Γαβαλά χωρίς αυτό να ενοχλεί κανέναν και κυρίως τους ίδιους τους τραγουδιστές. Ωστόσο το θηλυκό στοιχείο παραμένει στη σκιά του αρσενικού, κάτι που η Ρία Κούρτη φαίνεται να το δέχεται αδιαμαρτύρητα, αλλά όχι και η Μαρινέλλα.

…Δεν θα γυρίσεις πια!

«Έφυγες και πήγες μακριά

Σύννεφα σκεπάσαν την καρδιά»

Στίχοι του Χαράλαμπου Βασιλειάδη-Τσάντα που μελοποίησε ο Ζαμπέτας και ο παραγωγός της τότε «Κολούμπια» Νίκανδρος Μηλιόπουλος τα οραματίστηκε στα χείλη της ντίβας Πόλυς Πάνου. Μ’ ένα παράξενο καπρίτσιο της μοίρας το τραγούδι αυτό όπως και πολλά άλλα του δημοφιλούς συνθέτη χαρίστηκαν στη Βίκυ Μοσχολιού, προσφέροντάς της μια μεγάλη καριέρα. Είναι πια καιρός να αποσυρθούν οι μεγάλες κυρίες του λαϊκού τραγουδιού. Οι προβολείς πέφτουν πάνω σε τραγουδίστριες όπως η Δούκισσα και η Μπέμπα Μπλανς που σαν τη Μοσχολιού είναι της σχολής Πόλυς Πάνου, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν δικαιούνται μια ευκαιρία για να λάμψουν μακριά από το πρότυπό τους. Στο μεταξύ, καινούργια πρόσωπα μπαίνουν στη δισκογραφία περί τα μέσα της δεκαετίας του ’60 κι ανάμεσά τους η ανήλικη ακόμα Λίτσα Διαμάντη, αλλά και η Μανταλένα ως νέα μούσα του Γιώργου Ζαμπέτα.

Νύχτες πικρές… μέχρι να ξεχαστείς

1966, η λαϊκή μουσική στο μεταίχμιο μιας παράξενης συγκυρίας. Στα παρασκήνια η Ιστορία παίρνει από το χέρι τους συνταγματάρχες και βηματίζει αργά αργά προς το κέντρο της σκηνής. Στους δρόμους άγεται και φέρεται ένα πλήθος αθώο και ανυποψίαστο. Η Μαρινέλλα και ο Καζαντζίδης δεν είναι πια μαζί κι ο Χιώτης επιστρέφει από την Αμερική χωρίς τη Μαίρη Λίντα στο πλάι του. Η επτάχρονη νάρκη μιας χώρας θα αλλάξει το τοπίο των ονείρων μας. Στο πρόσωπο της Μαρινέλλας η λαϊκή τραγουδίστρια σηκώνεται από την καρέκλα, βγαίνει από τη σκιά του τραγουδιστή-αφέντη και τείνει το χέρι σε μια νέα εποχή. Ο χρόνος, αυτός ο μάγος που όλα τα μεταμορφώνει σύμφωνα με τις διαθέσεις του, έκανε κιόλας να ξεχαστούν όχι μόνον οι νύχτες του ’56 στο κέντρο «Πανόραμα» της Θεσσαλονίκης με τον Τόλη Χάρμα, όχι μόνον το καλλιτεχνικό συνοικέσιο με τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά και οι μεγάλες στιγμές μιας δεκαετίας που κύλησε μέσα σε μια ατμόσφαιρα έρωτα και καθολικής αποδοχής. Πού πήγαν άραγε οι ηγεμονικές νύχτες στην «Τριάνα του Χειλά» και στο «Φαληρικόν», οι φωνοληψίες στο «εργοστάσιο» της «Κολούμπια», στη Ριζούπολη, η κατάνυξη από τη συναυλία στο «Κεντρικόν», η πλημμυρίδα του κόσμου στις συναυλίες του εξωτερικού; Το ζευγάρι Καζαντζίδης-Μαρινέλλα ήταν και μια θεατρική αποκάλυψη στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του ’50 και του ’60 έτσι όπως η απέριττη παρουσία του Στέλιου αντισταθμιζόταν από τον σκηνικό πλουραλισμό της παρτενέρ του. Όμως η δροσιά εκείνης της Μαρινέλλας με την αβανταδόρικη κίνηση προανήγγελλε ήδη την επόμενη μέρα στη ζωή της χωρίς αυτόν.

Σταλιά σταλιά…

Ποιος είπε ότι ο δρόμος προς την καταξίωση είναι εύκολος; Τα μαθηματικά της επιτυχίας είναι παράξενη άσκηση. Όσο κι αν πιστεύουμε πως όλα εξελίσσονται με μια γεωμετρική πρόοδο, είναι πολλά τα πισωγυρίσματα και οι αβεβαιότητες που απειλούν να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα. Φαντάζεται κανείς τη δαντική κόλαση μες στην οποία βρέθηκε η Μαρινέλλα στα μέσα της δεκαετίας του ’60 με το δισκογραφικό καθεστώς να της γυρίζει την πλάτη φοβούμενο το θηρίο που λεγόταν Καζαντζίδης. Όχι πως ο Στέλιος θα ζητούσε από τους πιο εκλεκτούς συνεργάτες του να μποϊκοτάρουν το νέο ξεκίνημα της πρώην συζύγου του. Όμως οι άνθρωποι είναι συνήθως πιο δειλοί από όσο νομίζουμε και με την έμφυτη δειλία τους ερμηνεύουν τις διαθέσεις και τις αντιδράσεις των άλλων. Αν είναι αλήθεια αυτό που λέει ο Γιώργος Κατσαρός, ότι δηλαδή συνάντησε τη Μαρινέλλα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας κι εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας και παρακαλώντας να τη βοηθήσει, αντικατοπτρίζει ακριβώς τη δεινή θέση στην οποία είχε βρεθεί το πρώην σιγόντο του Καζαντζίδη. Με μικρές αβάντες όπως αυτή του Κατσαρού αλλά και του Ζαμπέτα και του Μίμη Πλέσσα και άλλων συνθετών, η Μαρινέλλα άρχισε να πατάει στα δικά της πόδια. Τα 45άρια δισκάκια εκείνης της εποχής («Τα παλικάρια», «Έκλαψα χθες», «Ο χαμός») δεν γνωρίζουν ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία. Είναι προφανές πως δεν έχει βρει ακόμα το νέο ερμηνευτικό της πρόσωπο. Αν έπρεπε να ζυγίσει το μέλλον της στο τραγούδι με βάση την απήχησή τους, θα έπρεπε να τα είχε παρατήσει. Η επιτυχία ερχόταν σταλιά σταλιά… Χρειαζόταν υπομονή και πολλή δουλειά.

Η κόρη μου η σοσιαλίστρια

«Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» είναι η ταινία που ο Γιώργος Ζαμπέτας την έντυσε με τη δική του μουσική. Ωστόσο αρχικά τουλάχιστον είχε σχεδιάσει αλλιώς την καλλιτεχνική συμμετοχή του. Υπήρχε ένα τραγούδι που προόριζε για την εθνική σταρ Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η Αλίκη το άκουσε, δεν της άρεσε και απάντησε απαξιωτικά: «Τι είναι αυτό; Να το δώσεις να το πει ο Καζαντζίδης!». Και ιδού η ειρωνεία. Δεν το είπε ο Στέλιος, γιατί φυσικά ο Ζαμπέτας ούτε καν σκέφτηκε να του το προτείνει. Το τραγούδησε όμως εκείνη που ο Καζαντζίδης δεν θα ήθελε, ειδικά από τη στιγμή που με το τραγούδι αυτό γύρισε επιτέλους τον μαγικό τροχό της επιτυχίας. Στα χείλη της Μαρινέλλας άρχισαν να κυλάνε οι στίχοι του Σωτήρη Τζεφρώνη:

«Σταλιά σταλιά κι αχόρταγα

Τα πίνω τα φιλιά σου…»

Γίνε γεφύρι κι όχι σκοπός

Η Κυριακή Παπαδοπούλου είναι το τέταρτο και νεότερο μέλος μιας οικογένειας Ποντίων που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη προτού εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 19 Μαΐου 1938, και έφερε χαμόγελα σε μια ήδη ευτυχισμένη οικογένεια. Η θητεία της ως ηθοποιού στον θίασο της Μαίρης Λωράνς είναι μια εμπειρία που ξεκίνησε στα 17 της χρόνια, προτού καν ανεβεί στα λαϊκά πάλκα της εποχής, προτού γνωρίσει και ακολουθήσει τον Στέλιο Καζαντζίδη στη μεγάλη πορεία του προς τη δόξα, μέχρι το 1965. Είχε προλάβει να αναπτύξει την κίνηση και τη θεατρικότητα ώστε να μην καθηλωθεί ισόβια στην καρέκλα της τραγουδίστριας συνοδεύοντας έναν μύθο. Ο Καζαντζίδης τη γνώρισε ήδη «Μαρινέλλα», αφού ο Τόλης Χάρμας με τον οποίο συνεργαζόταν στο κέντρο «Πανόραμα» της Θεσσαλονίκης την είχε βαφτίσει από το ομώνυμο δικό του τραγούδι που ήταν τότε της μόδας. Από τη συνεργασία της με τον Στέλιο πήρε όσα ίσως της έλειπαν ακόμα. Ξεσήκωσε τον δραματικό τόνο του και τα πλούσια γυρίσματα της φωνής του, τα οποία έπρεπε αναγκαστικά να ακολουθεί στη λογική του πρίμο-σεκόντο. Ευεργετήθηκε φυσικά και σε επίπεδο δημοφιλίας, αλλά μάλλον το άξιζε και με το παραπάνω, αφού δεν στάθηκε δίπλα στον Καζαντζίδη σαν μια απλή αμήχανη γλάστρα. Τη δημοφιλία αυτή άλλωστε την απεμπόλησε αμέσως μετά τον χωρισμό τους. Η ζωή και οι άνθρωποι του σιναφιού τής έδωσαν να καταλάβει πως μέχρι τότε κατοικούσε σε ξένο οίκο κι έπρεπε τώρα να χτίσει τον δικό της στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Είναι εντυπωσιακό, μολονότι σπάνια επισημαίνεται, ότι η Μαρινέλλα είναι η μόνη που στάθηκε χωρίς ονοματεπώνυμο στη μουσική σκηνή - με εξαίρεση τη Δούκισσα. Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι δέκα χρόνια πρωταγωνιστούσε δίπλα σ’ έναν λαϊκό τραγουδιστή χωρίς στην πραγματικότητα να είναι η ίδια αρκούντως λαϊκή. Είναι ακριβώς η επισήμανση που είχε κάνει ο Στέλιος με το αλάνθαστο ένστικτό του, όταν την πρωτάκουσε: «Τραγουδάς τα λαϊκά τραγούδια μ’ έναν τρόπο δικό σου, λίγο ελαφρύ» της είπε. Ίσως όμως αυτή η απόσταση που τη χώριζε ερμηνευτικά και φωνητικά από αυτό το είδος να τη βοήθησε τελικά να διαγράψει απερίσπαστη τη δική της πορεία - πορεία μοναδική, ασχέτως αν αρέσει ή όχι. Δίπλα στον Καζαντζίδη η Μαρινέλλα διδάχτηκε να απαιτεί την ευταξία στα μαγαζιά που δούλευε, από την άριστη ποιότητα του φαγητού μέχρι το άριστο εργασιακό κλίμα για μουσικούς και συνεργάτες. Με τη Μαρινέλλα οι μουσικοί άρχισαν επιτέλους να πληρώνονται τις πρόβες, αλλά εξασφάλισαν κι ένα ρεπό για το οποίο επίσης αποζημιώνονταν. Η ίδια φρόντισε ώστε να δημιουργηθούν χωριστά καμαρίνια και συνήθιζε να επιμελείται τον διάκοσμο από τα τραπεζοκαθίσματα μέχρι τη διαμόρφωση της πίστας και του πάλκου. Με την ίδια αυστηρότητα και συνέπεια αντιμετώπισε τον εαυτό της, θέτοντας νέα κριτήρια στην κίνηση, στην εμφάνιση, στην ερμηνεία, στην επιλογή του ρεπερτορίου. Το αγορίστικο μαλλί, οι τολμηρές πινελιές στην γκαρνταρόμπα, τα ετερόκλιτα τραγούδια, η θεατράλε παρουσία της πάνω στην πίστα, η εναλλαγή χώρων με διαφορετικό ύφος και αισθητική, οι επιρροές της Πιαφ, της Αμαλίας Ροντρίγκες, της Σίρλεϊ Μπάσι - αν τα αθροίσει κανείς όλα αυτά μπορεί να καταλάβει την «επανάσταση» που προετοίμαζε η Κυριακή Παπαδοπούλου επί χρόνια μέσα της. Και το σημαντικότερο: η Μαρινέλλα επέλεξε τον νιτσεϊκό δρόμο κι έγινε γέφυρα και όχι σκοπός, καθώς με συνεργασίες όπως με τον Γιώργο Νταλάρα στο «Στορκ» στις αρχές του ’70 φρόντισε να ανοίξει δρόμους για τους νέους καλλιτέχνες που ακολουθούσαν.

Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά

Οι πρώτες κοινές εμφανίσεις Καζαντζίδη-Μαρινέλλας έγιναν στο παραλιακό κέντρο «Λουξεμβούργο» της Θεσσαλονίκης, το φθινόπωρο του 1957, τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησαν από κοινού ήταν του Γιώργου Μητσάκη, «Νίτσα Ελενίτσα», «Η πρώτη αγάπη σου είμ’ εγώ», την ίδια χρονιά. Η πρώτη σόλο εμφάνιση της Μαρινέλλας στη δισκογραφία άργησε δυο χρόνια. Το 1959 τραγούδησε το «Ήρθα πάλι κοντά σου» με ένα μουσικό μοτίβο δανεισμένο από τη μελωδία της «Μαντουμπάλας» και με δεύτερη φωνή από τη Γιώτα Λύδια. Η παρθενική τους εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1960 στην κωμωδία του Ροβήρου Μανθούλη «Η κυρία δήμαρχος», με τα τραγούδια «Για μας ποτέ μη ξημερώσει» και «Ζιγκουάλα», ενώ η Μαρινέλλα ερμήνευσε σόλο το τραγούδι του Αργύρη Κουνάδη «Αλλάξανε τα πράγματα», δίνοντας το σύνθημα για το τέλος της ανδροκρατίας στην ελληνική κοινωνία του ’60.

Η πρώτη τους κοινή απόδραση από τον κόσμο της νύχτας έγινε με τον πιο επιβλητικό τρόπο. Στο θέατρο «Κεντρικόν» το 1961 τραγούδησαν μπροστά σ’ ένα εντελώς διαφορετικό κοινό 4 τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι («Κουρασμένο παλικάρι», «Κυρ Αντώνης», «Αθήνα», «Το πέλαγος είναι βαθύ») και 6 τραγούδια του Μίκη που εντάσσονται στον κύκλο «Πολιτεία Α’».

Το καλοκαίρι του 1962 οι δρόμοι τους χώρισαν για πρώτη φορά και ξαναβρέθηκαν έναν χρόνο μετά. Το 1963 μεταπήδησαν από την «Κολούμπια» στην «Οντεόν». Το 1964 εμφανίστηκαν στην επιθεώρηση του Κώστα Χατζηχρήστου «Σαμπάνια και πενιές». Συμπτωματικά η πρώτη σόλο εμφάνιση της Μαρινέλλας μετά τον χωρισμό του 1966 έγινε σε μια άλλη επιθεώρηση του Χατζηχρήστου, το «Άλλος για υπουργείο» στο Θέατρο «Παρκ». Ξαναμπήκε στην αθηναϊκή νύχτα με… στιλ, ξεκινώντας από την μπουάτ «Μοστρού» το 1967 δίπλα στη Ρένα Βλαχοπούλου. Το πρώτο σουξέ της μοναχικής της πορείας είναι ασφαλώς το «Σταλιά σταλιά» των Ζαμπέτα-Τζεφρώνη, αλλά και η στιγμή που ερμήνευσε το «Άνοιξε πέτρα» στην ταινία «Γοργόνες και μάγκες» είναι εξίσου σημαντική. Το 1969 κυκλοφόρησε τον πρώτο της προσωπικό δίσκο 33 στροφών, συγκεντρώνοντας όλα εκείνα τα τραγούδια που της έδωσαν την πρώτη ώθηση τον προηγούμενο χρόνο. Την ίδια χρονιά ακούει στο ραδιόφωνο τον Γιώργο Νταλάρα στο τραγούδι «Ο ουρανός φεύγει βαρύς». Ο νεαρός και άγνωστος τότε τραγουδιστής υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία και η «βασίλισσα της νύχτας», όπως αποκαλείται σε ωριαίο αφιέρωμα της γαλλικής τηλεόρασης, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον μεταθέσει στην Αθήνα και τον κρατά κοντά της για δύο σεζόν στο κέντρο «Στορκ» της Φιλελλήνων. Το 1973 έφερε στον κόσμο ως ανύπαντρη μητέρα τη μοναχοκόρη της Τζωρτίνα (Γεωργία-Χριστίνα), καρπό της σχέσης της με τον Φρέντυ Σερπιέρη. Το 1976 ξάφνιασε τους πάντες στήνοντας ένα υπερθέαμα μουσικοθεατρικής παράστασης στην πλακιώτικη μπουάτ «Σκορπιός» μαζί με τον Κώστα Χατζή. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 28 Μαρτίου και η Μαρινέλλα και ο Κώστας Χατζής παρουσίασαν το πρόγραμμα «Ρεσιτάλ» με 52 καινούργια τραγούδια του συνθέτη. Ο τριπλός δίσκος που προέκυψε και κυκλοφόρησε το Πάσχα του ‘76 έφτασε τα 500.000 αντίτυπα και συγκαταλέγεται στους 10 εμπορικότερους ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών…

*Ευχαριστούμε τον Φρέντυ Πυτιλάκη για το αρχειακό φωτογραφικό υλικό