Οι Παλερμιτάνες Γάτες και ο Γατόπαρδος
Ένα μικρό, αληθινό ταξίδι στο Παλέρμο – με σκοπό το μύθο, τον ίδιο σκοπό όπως σε κάθε ταξίδι.
«Σε κανέναν άλλο τόπο δεν έχει τόσο σύντομη ζωή η αλήθεια όσο στη Σικελία.» Αυτό είπε -μια για πάντα- ο Τζιουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα στο μύθο του Γατόπαρδου – και του έδωσε με την πένα του αιώνια ζωή.
Με αυτή τη φράση ξεκίνησε κι ένα μικρό, αληθινό ταξίδι στο Παλέρμο – με σκοπό το μύθο, τον ίδιο σκοπό όπως σε κάθε ταξίδι. Ταξιδεύουμε για το μύθο.
Παλέρμο. Με το θαλασσόβραχο, που τον λένε Μόντε Πελεγκρίνο. Το ωραιότερο ακρωτήρι στον κόαμο, είπε ο Γκαίτε, για τον παλερμιτάνικο λόφο «δεσπότη» της πόλης.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Παλέρμο. Με γρανίτα αμυγδάλου, εκείνη που ρουφούσαν αργά οι αξιωματικοί του ντι Λαμπεντούζα. «Ήταν το μόνο σημάδι ζωής στην πόλη.»
Μεσόγειος. Φως, θαλασσινή αχλή και λίβας. Αραβικές σφραγίδες παντού στη ζεστή πόλη, από τα χρόνια του Εμιράτου της Σικελίας.
Οι γάτες με τα ψηλά πόδια πάνω στο πλακόστρωτο της παλερμιτάνικης γειτονιάς. Στην πύρα του μεσημεριού, οι αμαξάδες περιμένουν. Σκέφτομαι το καραβάνι από άμαξες του Πρίγκιπα ντι Σαλίνα, με θυρεό το Γατόπαρδο, να φεύγει από το παλάτι της πόλης για τα αγροκτήματα του φεουδάρχη στη Donnafugata. Άμαξες στο Παλέρμο. Οι αμπελώνες της Donnafugata. Όλα αλλάζουν κι όλα μένουν ίδια;
Η αλήθεια διαρκεί λίγο και ο μύθος αιώνια; Όλα διαφεύγουν και όλα «γράφονται» -με μελάνι ή χωρίς- στο χαρτί και στην ψυχή; «Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα ν’ αλλάξουν»: τα λόγια του Τανκρέντι στο Σικελό πρίγκιπα θείο του στο Γατόπαρδο. Θα τον θυμάστε τον όμορφο Τανκρέντι, όμορφο και στην κινηματογραφική «ζωγραφιά» του Βισκόντι, που ξεκινά με τις αρχοντικές δαντελένιες κουρτίνες να ανεμίζουν και να μας προσκαλούν στην πρωινή λειτουργία στο παρεκκλήσι του οίκου Σαλίνα.
Παλέρμο. “Il Palazzo Lampedusa?” Ρωτώ δειλά τον οδηγό στο ταξί, εκείνος όμως είναι νέος -δεν το ξέρει- το μαθαίνουμε όμως, τηλεφωνεί στο βέρο Σικελό παππού του, εκείνος ξέρει το Παλέρμο καλά. Ψάχνω το Γατόπαρδο και συναντώ στους δρόμους αυτή την αιλουροειδή ράτσα, τις γάτες με τα λιγνά πόδια. Ξαπλωμένες στον ίσκιο στο καταμεσήμερο. Μεσόγειος.
Ένας παλερμιτάνικος γάμος στο δρόμο μου, μου θυμίζει πως όλα προχωρούν, δεν μένουν. Τα παιδιά τους, θα διαβάσουν άραγε τον πρίγκιπα ντι Λαμπεντούζα;
Η αγορά με τις αντίκες. Πίσω από τον Καθεδρικό. Ένα μαγαζάκι όπου στοιβάζονται όσα έμειναν, πριν όλα προχωρήσουν. Και στη μέση, ανάμεσα σε πορσελάνες, δίσκους ιταλιάνικης μουσικής, σκεύη από κασσίτερο και μαχαιροπήρουνα από παλιά τραπέζια του δείπνου, ένας αιωνόβιος κορμός δέντρου δεν ενοχλείται.
Παλέρμο. Φίκοι και Μανόλιες. Ο ίσκιος τους δροσίζει τον πυρωμένο Αύγουστο.
Η όπερα. Teatro Massimo. Οι τρεις αδελφές, τα μεγάλα οπερατικά παλάτια της Ευρώπης, οι δυο στη Βιέννη και στο Παρίσι, η τρίτη εδώ, στο Νότο. Θυμάμαι ξανά το Λουκίνο Βισκόντι και το Senso του, τη σκηνή που ξεκινά την ταινία ορμητικά, στα θεωρεία του Teatro La Fenice, στο βενετσιάνικο Φοίνικα.
Το Παλάτι των Νορμανδών βασιλέων της Σικελίας. Μύθοι και θρύλοι κατοικούν εδώ, στο ψηλότερο σημείο της παλιάς πόλης, αφέντες Καρχηδόνιοι, Άραβες και Νορμανδοί, Γερμανοί, Αραγωνέζοι και Βουρβώνοι. Κατηφορίζω όμως κι ακολουθώ τα σημάδια του Παλέρμο στα πιο στενά στενά της παλιάς γειτονιάς. Η κλεισούρα πάει μαζί με τη σιτσιλιάνικη μπουγάδα, κλεισούρα και άπλωμα, μούχλα και πάστρα. Τα πρωινά κοκόρια και οι καμπάνες της Κυριακής – και, πάνω στο τρίκυκλο, κάποιος βάζει μια φωνή δυνατή περνώντας μπροστά από τα μαγαζιά του δρόμου. Σαν παραγγελιά ο φωνακλάς. Τον έψαχνα αυτόν το Σικελό. Το τρίκυκλο έτρεχε δυσανάλογα για το μέγεθος και την ηλικία του. «Πρέπει να βάλεις φρένο, φίλε μου, φρένο, κι εσείς οι Σικελοί δεν έχετε καθόλου.» αναμασώ ακόμα μια φράση απ’ το Γατόπαρδο.
Αγορά η Μεσόγειος. Φρούτα, μυρωδιές και χρώματα, βότανα, ρίγανη, βολβοί και σπόρια, κι άλλα χρώματα, καρποί και ρίζες, όστρακα και ψάρια. «Ό,τι βάλει ο νους, χτένια κι αχινούς» - η χαρά μού φτιάχνει στο μυαλό σαχλούς στίχους σαν επιγραφές στους πάγκους. Κρέμα φιστίκι σε βαζάκια. Και μύγδαλα.
Ακόμα μια γρανίτα αμυγδάλου στην άδεια πλατεία του Μονρεάλε, ψηλά στους λόφους, καταμεσήμερο. Φαντάζομαι ξανά τους αξιωματικούς της μονάδας επιφυλακής στις σελίδες του Γατόπαρδου, να ρουφούν νωχελικά την παγωμένη απόλαυση από αμύγδαλο λέγοντας καλαμπούρια - «το μόνο σημάδι ζωής στην πόλη». Η κώμη Μονρεάλε. Στάση για γρανίτα alla mandorla, Εδώ. Κάποια πράγματα δεν έχουν ποτέ την ίδια γεύση Αλλού. Θυμηθείτε πόσες φορές πήρατε θαυμάσιες γνήσιες -κι όμως, απατηλές- χυλοπίτες ή τραχανά σε ελληνικό χωριό. Στο σπίτι σας, όμως, όσο κι αν ακολουθήσατε τη συνταγή -και την ανάμνηση- η γεύση χάθηκε, εξατμίστηκε, σαν να σας είχε κάνει φάρσα ο μάγος του χωριού ντυμένος έμπορος παραδοσιακών προϊόντων. Οι χυλοπίτες χάνουν τη γοητεία τους μακριά απ’ το σπίτι τους.
Ήμουν όμως Εκεί ακόμα, υπήρχε χρόνος να φτιάξω στιγμές γρανίτας αμυγδάλου. Κι άλλες, μικρές στιγμές - ίσως όμως μεγαλύτερες κι από την επίσκεψη στο Τεάτρο Μάσιμο, που τ’ όνομά του δηλώνει το μεγαλείο του. Στιγμές να τις θυμάμαι, όπως θυμάμαι τις γωνιές του σπιτιού μου. Κοιτάζοντας το κάστρο, πότισα τις ξερές γλάστρες του Αυγούστου στο μπαλκόνι του Παλέρμο. Σαν στο σπίτι μου. Μεσόγειος.