Χειμερινή κολύμβηση (μέρος Γ’)
Η θερμική ισορροπία και η βελτιωμένη ικανότητα διατήρησης της θερμότητας και της θερμοκρασίας του σώματος για περισσότερο χρόνο σε ανεκτά επίπεδα εξαρτώνται από την πολύπλοκη αλληλεπίδραση εξωτερικών παραγόντων και την επάρκεια των θερμορυθμιστικών μηχανισμών του σώματος.
Η θερμοκρασία του νερού επηρεάζει την πυκνότητα και την αλμυρότητά του και επομένως την ταχύτητα κολύμβησης. Η πυκνότητα του θαλάσσιου νερού αυξάνεται σε χαμηλές θερμοκρασίες και η περιεκτικότητά του σε αλάτι ελαττώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας. Κατά μέσο όρο, η πυκνότητα του ανθρωπίνου σώματος είναι 0,985 gr/cm³ (0,945 gr/cm³ στην εισπνοή), η οποία είναι χαμηλότερη από το ανάλατο νερό (1 gr/cm³) και το αλατισμένο νερό (1,025 gr/cm³). Επομένως το ανθρώπινο σώμα είναι 3,5% λιγότερο πυκνό από το γλυκό νερό και 6% από το θαλασσινό νερό. Άρα η ικανότητα πλεύσης είναι ιδανική σε κρύο νερό, επειδή το σώμα είναι πιο ελαφρύ από το νερό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα κάτω άκρα να βρίσκονται σε πιο οριζόντια-αεροδυναμική θέση στην επιφάνεια του νερού, οπότε η απώλεια ενέργειας μέσω της αντίστασης τριβής της επιφάνειας του σώματος με τα μόρια του νερού να είναι μικρότερη. Από την άλλη, η αντίσταση του νερού αυξάνεται όσο η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη και αυτό ελαττώνει την ταχύτητα της κίνησης.
Όσο η θερμοκρασία του νερού είναι χαμηλότερη τόσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση ενέργειας και τόσο ευκολότερα κουράζονται οι μύες. Όσο η θερμοκρασία των μυών μειώνεται τόσο μειώνεται η καρδιακή παροχή και η μέγιστη κατανάλωση οξυγόνου, οπότε οι μύες εισέρχονται γρήγορα σε αναερόβια φάση και εξαντλούνται ταχέως το γλυκογόνο και η γλυκόζη και συσσωρεύεται ταυτόχρονα γαλακτικό οξύ. Επιπλέον, ο αυξημένος μυϊκός τόνος και η σύσπαση συμβάλλουν σε άτεχνες κινήσεις των άκρων και ασυγχρονία των μυών, τα οποία είναι προειδοποιητικά σημεία υποθερμίας. Η κύρια πηγή από την οποία αντλεί ενέργεια ο κολυμβητής είναι οι αποθήκες του γλυκογόνου, των μυών και του ήπατος και η γλυκόζη του αίματος, καθώς και το φαιό λίπος, ενώ συμβάλλουν ελάχιστα το υποδόριο και σπλαχνικό λίπος. Ο φαιός λιπώδης ιστός είναι πλούσιος σε τριχοειδή αγγεία και μιτοχόνδρια και είναι μεταβολικά ενεργότερος από τον λευκό λιπώδη ιστό, συμβάλλοντας έτσι στην παραγωγή θερμότητας. Η συμβολή του όμως στη ρύθμιση της θερμικής ομοιοστασίας είναι μικρότερη σε σχέση με τον μηχανισμό του ρίγους και του αυξημένου μυϊκού τόνου. Εξαιτίας της ταχείας απώλειας του γλυκογόνου συνιστάται άμεση αντικατάστασή του, ώστε σε δύο-τέσσερις ώρες να επέλθει το φαινόμενο της υπεραντιστάθμισης, δηλαδή της αύξησης των αποθηκών του γλυκογόνου σε υψηλότερα επίπεδα από πριν.
Πολλοί κολυμβητές έχουν λανθασμένη αντίληψη για τη θερμική κατάσταση του σώματος και υποεκτιμούν ή αγνοούν τα υποκειμενικά συμπτώματα, τα οποία όμως μπορεί και να λείπουν. Η λανθασμένη εκτίμηση μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστες επιπλοκές, όπως ξαφνική απώλεια συνείδησης, επικίνδυνες αρρυθμίες ή ακόμα και θάνατο σε ευαίσθητα άτομα. Γι’ αυτό, προτού κάποιος αρχίσει τη χειμερινή κολύμβηση πρέπει να ελεγχθεί από καρδιολόγο με ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπέρηχο και μέτρηση αρτηριακής πίεσης, δεδομένου ότι η είσοδος στο κρύο νερό εκτοξεύει την αρτηριακή πίεση, λόγω της έντονης αναστάτωσης στο νευρικό, καρδιαγγειακό και αναπνευστικό σύστημα που προκαλεί.
Δρόσος Βενετούλης
Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά