«Σκάσε και κάνε ντρίμπλα»…

Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού, πρώτη φορά ένα άλλο θέμα κατάφερε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον και τις συζητήσεις τις τελευταίες δύο εβδομάδες σε παγκόσμιο επίπεδο.

«Σκάσε και κάνε ντρίμπλα»…

Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικό στη Μινεάπολη προκάλεσε σοκ, ενώ επανέφερε το ζήτημα του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων, θέμα που παραμένει δυστυχώς επίκαιρο και άλυτο στην εποχή της ανόδου της ακροδεξιάς στην πολιτική σκηνή του δυτικού κόσμου.

Το ότι το βίντεο του συμβάντος που κυκλοφόρησε απεικόνιζε μία εν ψυχρώ δολοφονία δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Το κίνητρο όμως, το οποίο αναπόφευκτα έφερε στην επιφάνεια... άβολες για πολλούς συζητήσεις περί φυλετικών ανισοτήτων και δολοφονικής αστυνομικής βίας, αποτέλεσε για ορισμένους πεδίο αντιπαράθεσης για το κατά πόσο ήταν ρατσιστικό ή όχι. Αυτοί οι ορισμένοι, που επιδεικτικά αγνόησαν ιστορικά και πολιτικά στοιχεία, κοινωνικές δομές και οικονομικούς παράγοντες για να πείσουν ότι ο ρατσισμός δεν αποτελεί πλέον τόσο μεγάλο πρόβλημα, έβαλαν στη συνέχεια στο στόχαστρο τους αθλητές. Αθλητές που στάθηκαν στο πλευρό του δολοφονημένου και ενάντια στον ρατσισμό, οι οποίοι ~για κάποιο λόγο που διαφεύγει σε εμάς τους υπολοίπους ~ δεν… δικαιούνται να έχουν πολιτική άποψη και να την καταθέτουν δημόσια.

Πρόσφατα μια δημοσιογράφος του συντηρητικού καναλιού «Φοξ» υπέδειξε στον Λε Μπρον Τζέιμς να κοιτάει τη δουλειά του και να μην ανακατεύεται με τα πολιτικά, λέγοντάς του ουσιαστικά «σκάσε και κάνε ντρίμπλα». Παραδόξως, όσοι συνήθως χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα, για να φιμώσουν οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο με αφορμή την ιδιότητά του, δεν φαίνεται να έχουν το ίδιο πρόβλημα όταν άλλοι εκφράζουν απόψεις με τις οποίες συμφωνούν.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε με σιγουριά ότι το να είναι κάποιος αθλητής, τραγουδιστής, ηθοποιός κ.τ.λ. δεν τον καθιστά αυτομάτως ακατάλληλο να εκφράζει απόψεις για πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα, επειδή είναι δήθεν υποδεέστερος του ζητήματος που σχολιάζει. Σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να υπάρχει η ίδια ευαισθησία και παρέμβαση σε όλους τους αθλητές, κάθε φορά που ο λόγος τους εμπίπτει στη σφαίρα των πολιτικής. Ωστόσο, είναι σαφές ότι αυτό δεν συμβαίνει, αφού βλέπουμε τους ίδιους να απορρίπτουν ή να εγκρίνουν απόψεις δημοσίων προσώπων όχι βάσει της ιδιότητάς τους, αλλά με το κατά πόσο συμφωνούν ή όχι με τα λεγόμενά τους.

Τρανό παράδειγμα αποτελεί η δημοσιογράφος που αναφέραμε, η οποία έχει πρόβλημα με το να εκφέρει πολιτική άποψη ο Λε Μπρον, αλλά δεν έχει το ίδιο πρόβλημα με τον Ντρου Μπρις, όταν ο τελευταίος διατύπωσε μια πολιτική άποψη, τονίζοντας ότι «έχει δικαίωμα να εκφράζεται». Τι είχε πει λοιπόν ο 41χρονος άσος του αμερικανού ποδοσφαίρου; Ο Μπρις είχε διαφωνήσει με τη διαμαρτυρία του Κόλιν Κάπερνικ (ο οποίος είχε γονατίσει στην ανάκρουση του αμερικανού εθνικού ύμνου) κάνοντας λόγο για «ασέβεια στη σημαία και κατ’ επέκταση στον στρατό».

Είναι λοιπόν σαφές ότι το εν λόγω βολικό άλλοθι, που εφαρμόζεται κατά το δοκούν, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα υποκριτικό σόφισμα, με απώτερο σκοπό τη λογοκρισία συγκεκριμένων απόψεων και όσων τις εκφέρουν. Δεν έχει καμία πραγματική βάση. Πρόκειται απλώς για ένα τέχνασμα όσων επιθυμούν να λογοκρίνουν απόψεις, χωρίς οι ίδιοι να εκφράσουν ξεκάθαρα τη διαφωνία τους (για να μην υποστούν και τις συνέπειες αυτής). Μια δειλή στάση ανόητων ανθρώπων, σε μια εποχή που οι αλλαγές απαιτούν γενναιότητα...