Ιχθυοκαλλιέργεια: Ο «χάρτης» των εξαγωγών για το ελληνικό ψάρι
Σε σχέση με το 2022, οι εξαγωγές κατέγραψαν πτώση 3,7% ως προς τον όγκο και 4,6% ως προς την αξία
Παρά τις συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα που επηρέασαν τις συνήθειες των καταναλωτών, κατά συνέπεια και τις πωλήσεις των ψαριών, η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατήρησε την εξωστρέφειά της το 2023, καθώς το 83% της συνολικής παραγωγής διατέθηκε στο εξωτερικό.
Συγκεκριμένα, το προηγούμενο έτος, 100.361 τόνοι από τσιπούρα και λαβράκι, αξίας 572,04 εκατ. ευρώ, διατέθηκαν σε 36 αγορές εκτός Ελλάδας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της ΕΛΟΠΥ. Το 75% της παραγωγής κατευθύνθηκε σε 20 χώρες της ΕΕ των 27 ενώ τo 9% σε 16 τρίτες χώρες.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Σε σχέση με το 2022, οι εξαγωγές κατέγραψαν πτώση 3,7% ως προς τον όγκο και 4,6% ως προς την αξία, κάτι που αποδίδεται κυρίως στην μείωση της διαθεσιμότητας σε λαβράκι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο 9μηνο του 2023 οι εξαγωγές κατέγραφαν πτώση που έφτανε από 14% έως και 24% σε μηνιαία βάση, με τη ζήτηση να αρχίζει να ανακάμπτει μόλις το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Σε ό,τι αφορά τις τιμές, η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε στα 5,24 ευρώ το κιλό παρουσιάζοντας οριακή αύξηση 0,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης μειώθηκε κατά 2,6 % στα 6,3 ευρώ το κιλό.
Σε τρεις χώρες το 61% της παραγωγής
Η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν, παραδοσιακά, πάνω από τη μισή ελληνική παραγωγή καθώς στις τρεις αυτές χώρες πωλήθηκε το 61% της ελληνικής παραγωγής και το 73% των εξαγωγών του 2023. Τη μεγαλύτερη αγορά για τα ελληνικά ψάρια αποτελεί η Ιταλία, απορροφώντας το 1/3 της παραγωγής σε τσιπούρα και λαβράκι, στην Ισπανία κατευθύνθηκε το περίπου 28%, ενώ η Γαλλία εισήγαγε από τη χώρα μας περίπου το 15% της παραγωγής.
Σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες χώρες- προορισμούς για το ελληνικό ψάρι, εάν εξαιρεθούν οι ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Βουλγαρία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Καναδάς, Κύπρος και Αγγλία, όπου εξαγωγές κυμάνθηκαν από 1.000 – 5.000 τόνους, στις υπόλοιπες 24 χώρες, κινήθηκαν κάτω από τους 800 τόνους.