Πέθανε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης και ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την πολιτική της περεστρόικα έφυγε από τη ζωή την Τρίτη (30/8) σε ηλικία 91 ετών.
Είχε αναλάβει γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ το 1985, παραλαμβάνοντας μία χώρα που είχε στο παρασκήνιο βαθιά προβλήματα. Προσπάθησε να αναστρέψει μια πορεία διάλυσης, προτάσσοντας τη διαφάνεια και το άνοιγμα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Είχε γεννηθεί το 1931 στο Πρίβολγε της Σταυρούπολης, γόνος αγροτικής οικογένειας που είχε πατροπαράδοτους δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Οι προσπάθειές του για μεταρρύθμιση βοήθησαν να έρθει το τέλος του ψυχρού πολέμου, αλλά και τελείωσαν την πολιτική υπεροχή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1990 πήρε το Βραβείο Νόμπελ ειρήνης.
Εφάρμοσε οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ήλπιζε ότι θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο και την παραγωγικότητα των εργαζομένων ως τμήμα του προγράμματος Περεστρόικα (αναδιάρθρωση).
Ενώ σπούδαζε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, παντρεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Ράισα Τιταρένκο το 1953, πριν πάρει το πτυχίο του το 1955. Μετακόμισε στη Σταυρούπολη, όπου εργάστηκε για την τοπική Κομσομόλ και έγινε ένθερμος υποστηρικτής της αποσταλινοποίησης, που προωθούσε ο Νικίτα Χρουστσόφ.
Διορίστηκε Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Σταυρούπολης το 1970, όπου επέβλεψε την κατασκευή του Μεγάλου Καναλιού της Σταυρούπολης. Το 1974 μετακόμισε στη Μόσχα για να γίνει ο Πρώτος Γραμματέας του Ανωτάτου Σοβιέτ και το 1979 έγινε υποψήφιο μέλος του πολιτικού γραφείου του κόμματος. Μέσα σε τρία χρόνια από το θάνατο του Σοβιετικού ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ και μετά τα σύντομα καθεστώτα των Γιούρι Αντρόποφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο, το πολιτικό γραφείο εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως Γενικό Γραμματέα, ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης, το 1985.
Αν και υποσχόταν τη διατήρηση του Σοβιετικού κράτους και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, ο Γκορμπατσόφ πίστευε στην ανάγκη για σημαντική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986. Αποσύρθηκε από τον Σοβιετοαφγανικό Πόλεμο και ξεκίνησε στις συνόδους κορυφής με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στην εγχώρια αγορά, η πολιτική της Γκλάσνοστ ("διαφάνεια") επέτρεψε βελτιωμένη ελευθερία του λόγου και τύπου, ενώ η "περεστρόικα" ("αναδιάρθρωση") προσπάθησε να αποκεντρώσει τη διαδικασία λήψης οικονομικών αποφάσεων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας. Τα μέτρα εκδημοκρατισμού και ο σχηματισμός του εκλεγμένου Κογκρέσου των Αντιπροσώπων του Λαού υπονόμευσε το μονοκομματικό κράτος. Ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να παρέμβει στρατιωτικά, όταν διάφορες Ανατολικές χώρες εγκατέλειψαν τη Μαρξιστική-Λενινιστική διακυβέρνηση το 1989-90. Εσωτερικά, το αυξανόμενο εθνικιστικό συναίσθημα απείλησε να φέρει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ορισμένοι μαρξιστικοί-λενινιστικοί σκληροπυρηνικοί διεξήγαγαν το πραξικόπημα του 1991 κατά του Γκορμπατσόφ. Τέσσερις μήνες αργότερα, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ο Γκορμπατσώφ παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο. Το 1992 ίδρυσε το ίδρυμα Γκορμπατσόφ. Κράτησε επικριτική στάση απέναντι στους μετέπειτα Ρώσους Προέδρους Μπόρις Γέλτσιν και Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ είναι κεντρικό πρόσωπο του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.
Η εισαγωγή του Γκλάσνοστ (διαφάνεια, σε ελεύθερη μετάφραση) έδωσε νέες ελευθερίες στους πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, όπως μεγαλύτερη ελευθερία λόγου και έκφρασης και καλύτερο έλεγχο των πράξεων της διοίκησης. Ωστόσο, με τα μέτρα αυτά έγινε φανερό, πως η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να στηριχτεί σε ένα τόσο κοινωνικά και πολιτικά ανοικτό και ανεκτικό καθεστώς.
Θεωρείται ευρέως ως ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Ο Γκορμπατσόφ παραμένει θέμα διαμάχης μέχρι σήμερα. Είναι παραλήπτης πολλών βραβείων, μεταξύ άλλων και του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης το 1990. Επαινέθηκε ευρέως για τον καθοριστικό του ρόλο στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, την επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σοβιετική Ένωση και την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη. Αντίθετα, στη Ρωσία χλευάζεται συχνά, καθώς δεν εμπόδισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που έφερε υποχώρηση της παγκόσμιας επιρροής της Ρωσίας και την οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Στη βιογραφία του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη ο Λότσο σκιαγραφεί με ιδιαίτερη επιμέλεια την προσωπικότητά του, τον ιδιαίτερο ρόλο της συζύγου του Ραΐσα που έφυγε νωρίς νικημένη από τον καρκίνο, αλλά και την ασυνήθιστη σταδιοδρομία του Γκορμπατσόφ, που ξεκίνησε ως στρυφνός κομματικός αξιωματούχος στη Σταυρούπολη, με όλα τα προνόμια, για να εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές του 20ού αιώνα.
«Ο Γκορμπατσόφ χάρισε την ελευθερία σε 164 εκατομμύρια ανθρώπους», παρατηρεί ο Λότσο και εξηγεί αναλυτικά: «38 εκατομμύρια Πολωνούς, 16 εκατ. Τσέχους και Σλοβάκους, 23 εκατ. Ρουμάνους, 9 εκατ. Βούλγαρους, άλλους τόσους Ούγγρους και βέβαια 16 εκατ. Γερμανούς στη ΛΔΓ». Ωστόσο, ο Γκορμπατσόφ δεν κατάφερε να διατηρήσει την ενότητα της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Η απελπιστική κατάσταση της οικονομίας και η χαμηλή τιμή του πετρελαίου γονάτισαν την άλλοτε υπερδύναμη, που ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τις εξαγωγές πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές. Σε τελική ανάλυση, σημειώνει ο Λότσο, ο Γκορμπατσόφ γνώριζε ελάχιστα πράγματα για την οικονομία, γι αυτό συχνά φαινόταν να διστάζει ή να παλινωδεί.