Black Panther: Wakanda Forever Review – Θρήνος και γιορτή σε ένα ισορροπημένο sequel
Είναι ένας καλός επίλογος για το Phase 4 του MCU;
Είναι δύσκολο να μπορέσει κανείς να γράψει ένα sequel μιας εκ των πιο επιτυχημένων blockbuster ταινιών στην ιστορία, όντας χτυπημένο από τη μοίρα. Ο τραγικός και αναπάντεχος θάνατος του Chadwick Boseman τον Αύγουστο του 2020 σημάδεψε το sequel του Black Panther, όπως λίγες ταινίες έχουν σημαδευτεί με τέτοιο τρόπο. Το να γυριστεί, λοιπόν, μια ταινία χωρίς τον βασικό της πρωταγωνιστή είναι από μόνο του ένας άθλος και ο Ryan Coogler ανέλαβε να φέρει αυτόν τον άθλο εις πέρας με το Black Panther: Wakanda Forever. Δεν σας κρύβω ότι είχα μεγάλα ερωτήματα για το πώς μπορεί να συνεχίσει η ιστορία με τέτοιο τρόπο που δε θα θίξει τη μνήμη του Boseman, αλλά και που θα μπορεί να χαράξει ένα δικό της μονοπάτι, την ώρα που πρακτικά το MCU ξέμεινε από Black Panther.
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ θαρρώ καν στο παρόν κείμενο πόσο λατρεμένος ήταν o Chadwick Boseman από το κοινό και τι κληρονομιά άφησε η ερμηνεία του στο MCU. Η Marvel, επομένως, είχε μια βόμβα που ή θα έσκαγε στα χέρια τής ή εν τέλει θα την αφόπλιζε και θα πήγαινε παρακάτω. Αυτά τα μεγάλα ερωτήματα, τις ανησυχίες και τον δισταγμό που είχα για το πώς θα είναι το Black Panther 2, τα κατέρριψε η δουλειά του Ryan Coogler.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Αν ποτέ έχετε βιώσει τη βαθιά θλίψη της απώλειας και το μακρύ και βασανιστικό ταξίδι του θρήνου, τότε το Black Panther: Wakanda Forever γράφτηκε ακριβώς πάνω σε αυτά τα μέτρα και σταθμά. Χωρίς να εισέλθω σε περιοχή όπου καραδοκούν τα spoilers, το sequel με τη γραφή του καταφέρνει έξυπνα να χτίσει μια συνέχεια με το πνεύμα του πρωταγωνιστή να λάμπει σαν φάρος που καθοδηγεί ολόκληρη την ιστορία, αλλά παράλληλα δίνει βήμα και σε νέα πρόσωπα να αναλάβουν τα ηνία και το βάρος αυτού του ταξιδιού. Τιμάει τη μνήμη του Boseman με ένα βαθύ σεβασμό, την ώρα που το ερώτημα «και τώρα χωρίς T’Challa τι θα κάνουμε;» προχωράει την πλοκή του “Wakanda Forever”. Το ότι η ταινία όχι μόνο βλέπεται -κάτι που ήταν η κυριότερη ανησυχία μου-, αλλά καταφέρνει και να είναι ένα άξιο sequel στο πρώτο Black Panther, είναι ο ορισμός του ξεπέρασε τον Γολγοθά που αντιμετώπιζε.
Ενδιάμεσα, όμως, καταφέρνει να χωρέσει κι άλλες θεματολογίες που έχουμε δει λίγο πολύ στο MCU, όπως την ένταξη νέων χαρακτήρων, βλ. της Riri Williams aka Ironheart, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περιττή, μιας και η ιστορία θα δούλευε θαρρώ και χωρίς την παρουσία της. Κάπου στο βαρύ του κλίμα ισορροπεί και λίγο χιούμορ -γιατί Marvel είσαι-, αλλά όχι τόσο ώστε να σε βγάλει από το κλίμα, έχοντας και αρκετές δόσεις πολιτικού θρίλερ -που προσωπικά τις βρήκα εύστοχες και μου θύμισαν “Civil War” καταστάσεις.
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια από τις ώριμες και μεστές ταινίες της Marvel στο συναισθηματικό κομμάτι, όσο ώριμο ήταν και το πρώτο Black Panther -παρόλο που περισσότερο ήταν δομημένο σαν μια πιο κλασική περιπέτεια. Εδώ ο πόνος της απώλειας ωθεί όλους τους χαρακτήρες έξω από τα νερά τους (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Το έθνος της Wakanda και οι βασικοί χαρακτήρες αντιμετωπίζουν έναν εχθρό που πρακτικά είναι το αντίπαλο δέος τους και επειδή μπορεί να τους κοιτάξει στα μάτια, ο φόβος ζυγώνει στο κατώφλι τους και ζουν πρωτόγνωρες καταστάσεις. Ονομάζονται Talokans -γιατί μάλλον κάνει «τζιζ» η λέξη Ατλαντίδα για τη Marvel- και ηγέτης τους είναι ο Namor (Tenoch Huerta). Αρκετός χρόνος από την ταινία δίνεται στην εισαγωγή τους ως μια τρομακτική νέα υπερδύναμη και το ίδιο γίνεται και για τον Namor, ο οποίος παρουσιάζεται σαν ένα ον με θεϊκές δυνάμεις. Η εισαγωγή τους πραγματικά είναι βγαλμένη από horror ταινία και εκεί ο Coogler έδειξε το ταλέντο του πίσω από τις κάμερες, ως ένας σκηνοθέτης που έχει την ευχέρεια να γίνεται χαμαιλέοντας στις καταστάσεις του σεναρίου.
Τα βάρη του Wakanda Forever σηκώνει και το cast με τις ερμηνείες του και τους αξίζουν συγχαρητήρια για το βάθος που απέδωσαν στους χαρακτήρες, αλλά και στην γραφή που είναι αρκετά μεστή σε γενικές γραμμές και το κυριότερο, ώριμη, όσο πρέπει. Προσωπικά μου άρεσε ο ρυθμός του, λόγω του ότι γέμισε με συναίσθημα την ταινία και γκάζωνε με φρενήρης ρυθμούς, όποτε έπρεπε να προσφέρει δράση. Ωστόσο, το τρίτο act του ένιωσα πως παραήταν γρήγορο σε σχέση με το υπόλοιπο.
Στα πολύ μεγάλα «ναι» αυτής της ταινίας είναι η ερμηνεία της μητέρας του T’Challa και βασίλισσας Ramonda της Angela Bassett, η οποία δίνει τα ρέστα της στο ρόλο αυτό. Υπήρχε μια σκηνή που έμεινα άναυδος με την δυναμικότητα της ερμηνείας της -και ο κινηματογράφος όλος δηλαδή, αφού είχε μείνει σύξυλο το κοινό. Και η Okoye της Danai Gurirra και η Letitia Wrightως Shuri πατάνε με δύναμη πάνω στους χαρακτήρες τους και βγάζουν ακριβώς την ουσία του θρήνου, που τον βιώνουν με διαφορετικό τρόπο. Και επειδή όταν μιλάω σε αυτά τα κείμενα γράφω περισσότερο βιωματικά, δε θα κρύψω ότι λίγο έλειψε να με πνίξει η συγκίνηση σε μια συγκεκριμένη σκηνή στο τέλος, που δε θα την αποκαλύψω. Αυτή, κατάφερε και έδεσε με εύστοχο και όμορφο τρόπο το βίωμα της απώλειας της Shuri και τη δύναμη του να προχωρά κανείς μέσα από αυτή.
Τεχνικά, το Black Panther 2 ήταν χάρμα οφθαλμών σε γενικές γραμμές, με τη φωτογραφία και το afro-tech ύφος να ωριμάζουν όπως πρέπει σε ένα sequel τέτοιου μεγέθους. Τα σκηνικά του κόσμου της Wakanda και των Talokan παρέδωσαν μερικά από τα ομορφότερα πλάνα στο MCU. Ειδικά η εισαγωγή στον υποθαλάσσιο κόσμο προκαλεί ένα δέος με την απόκοσμη ομορφιά του. Και ενώ είναι κατά 90% τεχνικά άρτιο, δε μπορώ να μην αναφέρω μερικά σημεία που έτριξα τα δόντια μου με τα CGI. Ναι, υπήρχαν και τα παρατήρησα προσωπικά, αλλά δεν ήταν τόσα ή καλύτερα τόσο εξώφθαλμα, όσο σε άλλες πρόσφατες παραγωγές του Phase 4, οι οποίες ταλαιπώρησαν τα μάτια του κοινού με τα εφέ τους -δεν κοιτάω εσένα Thor: Love & Thunder που είχες και παρόμοιο budget.
Σημείο που χρίζει ιδιαίτερης μνείας είναι αυτό της μουσικής και του soundtrack. Βγάζω το καπέλο μου στον Ludwig Goransson για το υποδειγματικό soundtrack που παραδίδει με το Black Panther: Wakanda Forever, το οποίο εξυψώνει κάθε, μα κάθε σκηνή του. Καταφέρνει να παντρέψει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τόσους διαφορετικούς ήχους και να δώσει ξεχωριστή ταυτότητα στους χαρακτήρες. Διαθέτει ήχους που ανεβάζουν την αδρεναλίνη κατακόρυφα, μπορούν να συνοδεύσουν σκηνές αλλά και να εξυψώσουν κάθε βαριά σκηνή του. Κυριολεκτικά η μουσική του Wakanda Forever ένιωσα πως ήταν η μισή εμπειρία.
Στο δια ταύτα, ο Ryan Coogler κατάφερε δια πυρός και σιδήρου να φέρει εις πέρας ένα άξιο sequel του Black Panther, που μπορεί να μην έχει το “wow factor” της πρώτης φοράς, αλλά σίγουρα κουβαλάει πολύ ψυχή μέσα του, κι ας προσπαθεί να βάλει πολλά καρπούζια στις μασχάλες του σε ορισμένα σημεία. Ο άθλος ξεπεράστηκε, η βόμβα αφοπλίστηκε και ένας νέος δρόμος για τον χαρακτήρα του Black Panther γράφεται από την αρχή.
Πηγή: unboxholics.com