Το Thor: Love & Thunder είναι ένα Ragnarok 2 στο πιο ξέφρενό του – Review
Η σφραγίδα και το ύφος του Taika Waititi βαράνε στη διαπασών - μαζί με τους Guns N' Roses
Οι περισσότεροι εδώ θα συμφωνήσουμε ότι οι πρώτες δύο Thor ταινίες απλώς δε βλεπόντουσαν με το πόσο σοβαρές και δήθεν σκοτεινές ήθελαν να είναι. Φάνηκε και από την αποδοχή του κοινού σε αυτές, ότι δεν ακούμπησαν. Μετά ήρθε o Taika Waititi και σαν σίφουνας τάραξε τον χαρακτήρα του Thor και του μικροσύμπαντός του εντός του MCU, φέρνοντας το χαρακτηριστικό χιουμοριστικό του στιλ και ψεκάζοντας μπόλικα χρώματα, σε έναν άλλοτε μονοδιάστατο, μυώδη και σοβαροφανή Chris Hemsworth.
Το Thor: Ragnarok ήταν επί της ουσίας ένα reboot της Marvel στον χαρακτήρα, τον οποίο δε φοβάται να σπρώξει ακόμη πιο πέρα προς αυτήν την κατεύθυνση. Μια κατεύθυνση που εμένα με βρήκε σύμφωνο, μιας και διασκέδαζε αφάνταστα, δίνοντας μια απαραίτητη φρέσκια πνοή σε έναν χαρακτήρα που μέχρι και ο Chris Hemsworth παραδέχτηκε πρόσφατα ότι είχε βαρεθεί να υποδύεται.
Το Thor: Love and Thunder είναι η νεότερη ταινία του MCU, η οποία σηματοδοτεί παράλληλα την πρώτη φορά που ένας βασικός της ήρωας αποκτά 4η solo ταινία. Εδώ ο Waititi παίρνει τη δοκιμασμένη και επιτυχημένη συνταγή του Ragnarok και ανεβάζει κάθε πτυχή της στο…11. Παίρνει αυτό το αφελές και σαν stand-up σκετς χιούμορ και την αντίστοιχη σκηνοθεσία και την απλώνει κάθε 30-45 δευτερόλεπτα στην ταινία. Αυτό το χιούμορ ναι μεν χαρίζει απλόχερα διασκεδαστικές στιγμές, αλλά είναι υπερβολικά τόσες πολλές που σε σημεία βρέθηκα να λέω «κάπου ώπα, σταματήστε να ανασάνουμε και λίγο, γιατί η υπόθεση έχει ψωμί». Για να είμαι πιο ακριβής, έχει μπόλικο συναισθηματικό «ψωμί», διότι βασίζεται σε μια αρκετά σοβαρή υπόθεση με πυλώνα μια τραγικά ηρωική φιγούρα.
Αναφέρομαι στην ιστορία της Jane Foster (Natalie Portman) και πως γίνεται η Mighty Thor, κάτι που το “Love & Thunder” σκίζει από τις σελίδες των αντίστοιχων comics και τις κολλάει πάνω του. Άλλωστε είναι ένα storyline αγαπημένο στους αναγνώστες των comics της Marvel και ένα από τα πιο συγκινητικά. Γιατί, όμως, αναρωτιέμαι, να χάνεται όλο αυτό το συναισθηματικό υπόβαθρο, μέσα σε μια ταινία που κάθε χαρακτήρας της είτε του βγαίνει είτε γίνεται βεβιασμένα stand-up κωμικός; Η ερώτηση είναι μάλλον ρητορική, καθώς η μηχανή παραγωγής περιεχομένου της Marvel Studios κάπου έχει και τα όρια της και αυτά όσο περνάει ο καιρός, φθείρονται και φαίνονται όλο και περισσότερο, παρά τις προσπάθειές της να το καμουφλάρει.
Ανάμεσα σε αυτές τις «φθορές» συγκαταλέγεται και το αδύναμο σε μερικά σημεία CGI που έβγαλε μάτι -κυριολεκτικά- με την αστοχία του. Δεν ξέρω αν φταίει η κόπωση των VFX στούντιο που μιλούν όλα για αυτή ή το ότι η Marvel Studios είναι απαιτητική και η γραμμή παραγωγής της βαραίνει τα στούντιο. Πάντως, τέτοιες αστοχίες δε θα έπρεπε να είναι ανεκτές πλέον όταν ξοδεύονται απίστευτα budget σε αυτές τις ταινίες. Όχι ειδικά όταν ταινίες με παρόμοιο budget αποδεικνύουν περίτρανα ότι με κόπο, μεράκι και κυρίως χρόνο γίνονται παπάδες στα ειδικά εφέ.
Το ότι το σενάριο έχει γερές βάσεις και ξεκαρδιστικά σκηνικά είναι αναμφίβολο. Το χιούμορ του Taika Waititi είναι ναι μεν άβολο σε στιγμές και δεν απευθύνεται σε όλους, ωστόσο του δίνω πόντους για την τολμηρότητά του σε σημεία, καθώς το να κάνεις κωμωδία και δη επιτυχημένη είναι δύσκολο στις μέρες μας. Το αρνητικό που του προσάπτω απλώς είναι ότι το παρακάνει σε στιγμές που δεν πρέπει. Διαχειρίζεται ένα σοβαρό θέμα, το οποίο ειδικότερα σχετίζεται με την κατάσταση της Jane Foster (δε λέω περισσότερα μιας και θα μπορούσε να θεωρηθεί spoiler), με έναν διόλου ευαίσθητο τρόπο, σε σημείο που γκρεμίζει τη σεναριακή του υπόσταση. Αυτό φαίνεται κιόλας από την πρώτη αναφορά που κάνει η Natalie Portman σε αυτό το θέμα και το πως ο ατσούμπαλος και κωμικός Thor του Chris Hemsworth το αντιμετωπίζει εξ αρχής.
Φαίνεται πως τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά ο Waititi και οι συνεργάτες του παρασύρθηκαν από το πόσο παλαβή και ασόβαρη θέλουν να κάνουν την ταινία που χάνεται το μέτρο. Χάνονται τόσο που όσο πιο πολύ αναλύω στο μυαλό μου την ταινία τόσο πιο πολύ αποδομείται το γεγονός πως πρόκειται για δεκάδες καλοστημένα σκετς, με αυτοναφορικό για τη Marvel και τους σούπερ ήρωες χιούμορ που προσωπικά το λάτρεψα, αλλά όταν πας να κοιτάξεις το «δέντρο» δε δένουν τόσο ομαλά.
Σε αυτό φταίει ότι γίνονται μερικές ακραία άκυρες και ασύνδετες επιλογές για να έρθει η τελική σύγκρουση με τον μεγάλο κακό, οι οποίες μοιάζουν μεταξύ τους ακόμη περισσότερο με αποκομμένα κομμάτια ενός παζλ, που ειδάλλως είχε πολλές δυνατότητες. Ωστόσο, όλα αυτά δεν την κάνουν σε καμία περίπτωση κακή αλλά ούτε και μέτρια ταινία, παρά μία που βλέπεται άνετα, ψυχαγωγεί και ρέει σαν το νέκταρ των Ελλήνων θεών που συναντά ο Thor.
Μιας και το ανέφερα, ο Russell Crowe ως Δίας είναι απολαυστικότατος και η κωμωδία όχι απλώς του πηγαίνει, αλλά δίνει ρέστα με την μπυροκοιλιά του και την πειστικότατη βαριά «ελληνική» προφορά των αγγλικών του. Εδώ να πω ότι η υπέρμετρη τρέλα του Waititi που βάφει τους χαρακτήρες, είναι άκρως ταιριαστή σε αυτή την καρικατούρα του «Θεού του Κεραυνού». Γενικά εκείνη η σεκάνς ήταν “peak” για το στιλ του Waititi.
Ο Gorr του Christian Bale πάλι με άφησε με εκείνη τη γλυκόπικρη γεύση κάθε villain που προσπαθεί να χτίσει η Marvel και επιλέγει να τους πετάει, χρησιμοποιώντας τους περισσότερο για το μάρκετινγκ παρά για την ουσία. Ενώ ο Bale προσφέρει έναν τρομακτικό, αλλοπρόσαλλο και με δικαιολογημένα κίνητρα κακό, δεν τον αφήνει η αυστηρά δίωρη διάρκεια και το υπέρμετρο χιούμορ, να λάμψει με το σκοτάδι του.
Εκεί που το Thor: Love & Thunder λάμπει είναι στυλιστικά, μιας και πλέον είναι σίγουρο για αυτό που παρουσιάζει -κι ας υπερβάλλει όπως προανέφερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βγάζει μια πανέμορφη, πολύχρωμη και ολοζώντανη φωτογραφία, η οποία ξεφεύγει από τα γκριζαρισμένα μαύρα και τα ξεπλυμένα χρώματα. Δεν είναι τέλεια κορεσμένη, αλλά από τα εντελώς ξεπλυμένα κάδρα του Avengers: Endgame για παράδειγμα, το “Love & Thunder” είναι μια όαση και ένα σωστό βήμα εμπρός στο να αποκτήσουν οι ταινίες της Marvel την παλέτα που τους αξίζει. Στο σημείο αυτό να πω ότι την φωτογραφία ανέλαβε ο Baz Idoine που είχε αναλάβει ένα μεγάλο μέρος της φωτογραφίας του The Mandalorian (και στις δυο σεζόν του).
Ο δεύτερος πυλώνας του φοβερού στυλιστικού κομματιού του Love & Thunder είναι το μοντάζ και ειδικά η μουσική. Μετά το Doctor Strange 2 θα πω πως είναι ξεκάθαρα η πιο metal ταινία της Marvel, καθώς οι Guns N’ Roses έρχονται για να εξυψωθούν και να ξεσαλώσουν οι σκηνές που έσκασε το Sweet Child, το Paradise City ή το Welcome to the Jungle. Το κερασάκι στην τούρτα θα έβαζε το Rainbow in the Dark του Dio εάν ακουγόταν εντός της ταινίας, μιας και υπήρξαν στιγμές που θα κολλούσε. Ο Michael Giacchino, από την πλευρά του, ακολουθάει αυτό το heavy metal και 80s μοτίβο της μουσικής, παραδίδοντας ένα αρκετά ταιριαστό soundtrack που δένει τέλεια με τη θεματολογία.
To Thor: Love and Thunder διασκεδάζει, ψυχαγωγεί, αλλά δε συγκινεί όσο θα μπορούσε. Μπορεί να σταθεί μόνο του σαν μια ξεχωριστή οντότητα στο MCU, αλλά σεναριακά ίσως ξενίσει κάποιους Marvel fans με το που βρίσκεται και κατά πόσο συνδέεται τελικά με τα ευρύτερα γεγονότα που τρέχουν ελέω του Multiverse. Προσωπικά το βρήκα θετικό ότι δεν χρειάζεται μελέτη των προηγούμενων 27-28 ταινιών του MCU για να πιάσει κανείς το νόημά της, όπως άλλες ταινίες στο σύμπαν αυτό.
Είναι ένα αυθεντικό sequel του “Ragnarok” που μύριζε από την κουφή ως τα νύχια 'Taika Waititi' -μέχρι και την κάρτα "A Taika Waititi Film" είχαν τα credits σαν υπογραφή- όμως η εξεζητημένη υπερβολή του στερεί την ταινία από το να γίνει μια σπουδαία βερσιόν της. Μια που θα είχε εξισορροπήσει το θεότρελο και ενίοτε ηθελημένα άβολο χιούμορ, με το βαρύ συναισθηματικό αντίκτυπο των ιστοριών που κουβαλάνε οι δύο βασικοί Thor.
Πηγή: unboxholics.gr