Κριτική - The Batman: Η πιο νουάρ έκδοση του «Σκοτεινού Ιππότη»
Ο νεότερος σε ηλικία Μπάτμαν στην κινηματογραφική ιστορία, σε μια ταινία που κρατάει τον ρεαλισμό της τριλογίας του Κρίστοφερ Νόλαν, αλλά βυθίζεται στην ακόμη πιο σκοτεινή νουάρ ατμόσφαιρα μιας ταινίας ενηλικίωσης ενός αγοριού και μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Στην αρχή και το φινάλε του «The Batman» ακούγεται το «Something in the Way» των Nirvana, ένα τραγούδι που αφηγείται τις μέρες που ο Κερτ Κομπέιν έλεγε ότι έζησε κάτω από μια γέφυρα όταν τον είχαν διώξει οι γονείς του από το σπίτι του και κάθε φορά που προσπαθούσε να αλλάξει τη ζωή του, πάντα έμπαινε «κάτι στη μέση».
Το τραγούδι δεν ακούγεται στην αρχική του εκδοχή, όπως βρίσκεται μέσα στο εμβληματικό «Nevermind», αλλά σε ένα νέο, λίγο πιο συμφωνικά επικό post rock και πιο αργό σε σχέση με το αρχικό ρυθμό του τραγουδιού remix που μοιάζει να απλώνει ιδανικά τη μελαγχολία της φωνής του πάνω στο σκοτεινό, βροχερό, με ανοιχτά τραύματα και πληγές που πονούν ακόμη Γκόθαμ.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Επική, συμφωνική, post rock και σε ταχύτητα slow motion. Ακριβώς έτσι μπορείς να περιγράψεις την ταινία του Ματ Ριβς, τη δωδέκατη, σε ένα χοντρικό μέτρημα, κινηματογραφική σόλο περιπέτεια του Σκοτεινού Ιππότη - ξεκινώντας από το «Batman» του Λέσλι Χ. Μάρτινσον το 1966, συνεχίζοντας με τις δύο ταινίες του Τιμ Μπάρτον («Batman» το 1989 και «Batman Returns» το 1992), το «Batman: Mask of the Phantasm» το 1993, τα δύο φιλμ του Τζόελ Σουμάχερ («Batman Forever» το 1995 and «Batman and Robin» το 1997), την τριλογία του Κρίστοφερ Νόλαν («Batman Begins» το 2005, «The Dark Knight» το 2008 και το «The Dark Knight Rises» το 2012), το «Batman vs. Superman: Dawn of Justice» το 2013 και το «The Lego Batman Movie» το 2017.
Αφήνοντας για τα καλά πίσω την ποπ και new wave ελαφρότητα που σταμάτησε οριστικά, αμετάκλητα (και άδικα για την υστεροφημία των ταινιών του Τιμ Μπάρτον και φυσικά για τους πρώτους εμβληματικούς ήρωες των 60s) μετά τις αποτυχημένες ταινίες του Τζόελ Σουμάχερ και περισσότερο στο δρόμο που χάραξε ο Κρίστοφερ Νόλαν, αλλά κυρίως στην πόρτα που άνοιξε η ίδια την DC στις κατά βάση άνισες προσπάθειές της να συγκεράσει την επική, σκοτεινή κινηματογράφηση με τη χάρτινη μυθοπλασία, ο Ματ Ριβς χωνεύει μέσα στο «The Batman» όλη την κινηματογραφική και κομιξική προϊστορία του ηρωά του, φτιάχνοντας ωστόσο διακριτά κάτι διαφορετικό.
Το «The Batman» είναι πρωτίστως ένα φιλμ νουάρ, που πατάει ευλαβικά πάνω στους κανόνες του είδους, χωρίς - ευτυχώς - καμία διάθεση να τους ανατρέψει, αλλα με σαφή επιθυμία να τους ενσωματώσει μέσα στην ήδη φορτωμένη μυθολογία του ήρωά του. Ετσι ο Σκοτεινός Ιππότης είναι εδώ στην ουσία ένας ντετέκτιβ που συνεργάζεται με την αστυνομία για την εξιχνίαση μιας σειράς φόνων που διαπράττει ο Ρίντλερ (Γρίφος), το Γκόθαμ είναι μια μητρόπολη πνιγμένη στη βροχή αλλά κυρίως στη διαφθορά, η Σελίνα Κάιλ είναι μια femme fatale με λίγο λιγότερα πρόσωπα απ’ ότι ζωές, μαφιόζοι και άνθρωποι του νόμου παίζουν στα χέρια τους τη μοίρα των πολλών και τραύματα από το παρελθόν μένουν ανοιχτά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αναζητήσουν την εκδίκησή τους.
Με κεντρικό ιστό την αναζήτησή ενός δολοφόνου που, σαν άλλος Zodiac, σκοτώνει υψηλόβαθμούς της πόλης, αφήνοντας γρίφους που οδηγούν στο επόμενο θύμα και στη μυστική του ταυτότητα, το «The Batman» είναι (ευφημισμός) ατμοσφαιρικό, μια υποβλητική τροχιά από γεγονότα, συναντήσεις και στοιχεία που συμπληρώνουν το μεγάλο παζλ (όπως ακριβώς επιδιώκει και ο Ρίντλερ) και, καθώς περνούν τα λεπτά και τίποτα δεν μοιάζει να είναι όπως φαίνεται, ένα απολαυστικό κινηματογραφικό παιχνίδι, σκηνοθετημένο με μαεστρία από τον Ματ Ριβς (του «Cloverfield», του εξαιρετικού αμερικάνικου ριμέικ του «Ασε το Κακό να Μπει» και των «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Αυγή» και «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Εξέγερση») που σε πιάνει να «τζογάρεις» στη θέση σου για την επόμενη ανατροπή, την επόμενη διπλή ταυτότητα, την επόμενη αποκάλυψη.
Από τη μία, σαν όχι και τόσο μακρινός απόηχος του «Batman Begins», με τον ίδιο ρεαλισμό αλλά περίσσιο στιλιζάρισμα σε σχέση με αυτό του Νόλαν στη σκιαγράφηση ενός κόσμου σε απόλυτη πτώση αξιών, τόσο σκοτεινού που μοιάζει να σε καταπίνει και από την άλλη σαν καθρέφτης του «Σκοτεινού Ιππότη» που σε αντίθεση με την σαρωτική παράσταση εκεί του Τζόκερ δεν ενδιαφέρεται για κανέναν κακό και περιφερειακό χαρακτήρα αν αυτός δεν αφορά τον ψυχισμό του πρωταγωνιστή του, το «The Batman» είναι περισσότερο από οτιδήποτε μια ταινία για τον Μπάτμαν.
Πανέξυπνα γραμμένο και σκηνοθετημένο ως προς αυτή του τη διάσταση, περισσότερο από τις καλογυρισμένες αλλά κλισέ και τραβηγμένες σε διάρκεια σκηνές δράσης και ένα φινάλε που μοιάζει να θυσιάζει την κινηματογραφική απόλαυση στο βωμό ενός σίγουρου σίκουελ, το «The Batman» είναι η πρώτη ταινία στην ιστορία των κινηματογραφικών μεταφορών του ήρωα, όπου ο Μπρους Γουέιν είναι σχεδόν απών.
Το φιλμ του Ματ Ριβς ενδιαφέρεται αποκλειστικά ρεαλιστικά και σχεδόν εμμονοληπτικά για τον (πρώτο στην κινηματογραφική ιστορία) νεαρό Μπάτμαν, για τη δική του διαδρομή που θα ξεκινήσει από την «εκδίκηση» για να φτάσει στην «ενηλικίωση», για τα δικά του τραύματα και τους δικούς του αγώνες, τη δική του κοινωνική και συναισθηματική περιθωριοποίηση που εδώ, περισσότερο από όλες τις προηγούμενες ταινίες, τον βρίσκει συνεχώς «under the bridge», σε ένα σύμπαν φτιαγμένο από σκιές όπου βρίσκουν καταφύγιο τα χαμένα παιδιά που έζησαν την απώλεια όσων θεωρούσαν οικογένειά τους, οι έφηβοι που δεν γεύτηκαν ποτέ τα σκιρτήματα του πρώτου έρωτα, οι άνδρες που μεγάλωσαν χωρίς να έχουν ζήσει παιδική ηλικία.
Ο Μπρους Γουέιν του «The Batman» δεν είναι κοσμοπολίτης, δεν είναι γοητευτικός, δεν είναι ο πιο αξιοσέβαστος πολίτης της Γκόθαμ. Στην ιδανική τελικά, αν και σε στιγμές υπερβολικά slow motion ενσάρκωση του από τον Ρόμπερτ Πάτινσον (που χάνει σε θεληματικό πηγούνι αλλά κερδίζει σε βλέμμα), ο Μπρους Γουέιν είναι ένα «παγιδευμένο ζώο» που έχει προβλήματα διαχείρισης θυμού, ένα μελαγχολικό παιδί με μαύρη σκιά στα μάτια που δεν έμαθε ποτέ να αγαπά και να αγαπιέται, μια σκιά ο ίδιος, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, βασανισμένος μέχρι και καταραμένος ήρωας μιας grunge χαμένης από χέρι γενιάς που, ενώ όλα γύρω του καταρρέουν, προσπαθεί από κάπου να κρατηθεί, ορατός μόνο όταν είναι ο Μπάτμαν.
Το πορτρέτο του σκιαγραφούν οι υπέροχες, συγκινητικές του σκηνές του με τον πιστό του μπάτλερ, Αλφρεντ - ο Αντί Σέρκις που θέλουμε να βλέπουμε συχνότερα, η σχέση του με τον αστυνομικό επιθεωρητή που παίζει με συγκινητική αφοσίωση ο Τζέφρι Ράιτ, το ανάστημα του μπροστά στον Φαλκόνε του εξαιρετικού Τζον Τορτούρο, ο σχεδόν εφηβικός ερωτισμός που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ίδιο και την Catwoman της μαγνητικής Ζόι Κράβιτζ (ακόμη ένα τραυματισμένο παιδί που ζητά εκδίκηση από τους «μεγάλους»), η τελική (και μια από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας) αναμέτρησή του με τον Ρίντλερ του όπως πάντα σοφά ακατέργαστου Πολ Ντέινο - δύο αντίθετες πλευρές του ίδιου νομίσματος μιας ξοδεμένης παιδικής ηλικίας.
To πορτρέτο του ολοκληρώνει το voice over που, υπακούοντας στους κανόνες των φιλμ νουάρ, απλώνεται ως απαλή πυκνή ομίχλη πάνω από ολόκληρη την ταινία, απομακρύνοντάς την όταν χρειάζεται από τις αποχρώσεις της μετά - «Τζόκερ» - εποχής με τα «δωρεάν» συνθήματα περί ταξικής ανισότητας, κακού καπιταλισμού και έλλειψης αλληλεγγύης που τόσο αρέσουν στον κόσμο, από τη σοβαροφάνεια στην οποία ρέπει διαρκώς και αδικαιολόγητα και κυρίως από την αγωνία της να αποκτήσει με οποιονδήποτε μεγαλύτερες διαστάσεις από την μικρή (παν)ανθρώπινη ιστορία που αφηγείται για ένα παιδί που αναγκάστηκε να ζήσει μόνο του όταν το εγκατέλειψαν οι γονείς του, θεωρώντας όλον τον κόσμο γύρω του εχθρό και ένα εμπόδιο για την προσωπική του ευτυχία.