Κριτική: The Matrix Resurrections - Ένα αυτοαναφορικό και νοσταλγικό sequel
Όταν το σινεμά στρέφεται στον εαυτό του - H κριτική για την επιστροφή της θρυλικής ταινίας «Matrix» μετά από 18 χρόνια.
Πίσω στο 2003, οι περιπέτειες του Neo ενάντια στον πράκτορα Smith και τις μηχανές, ολοκληρώθηκαν με το «Matrix Revolutions», σκηνοθετημένο και γραμμένο από τις αδελφές Wachowskis. 18 χρόνια αργότερα, το θρυλικό franchise επιστρέφει και προσθέτει ακόμα μία ταινία στην σειρά και όπως έχουμε δει να συμβαίνει ξανά στο παρελθόν με άλλα ιστορικά franchises, η καινούργια αυτή προσθήκη έχει διχάσει το κοινό, λαμβάνοντας μικτές αντιδράσεις. Στην σκηνοθεσία του «Matrix Resurrections» θα βρούμε αυτή τη φορά μόνο την Lana Wachowski, ενώ την συγγραφή του σεναρίου έχουν αναλάβει πέρα από την Lana, οι David Mitchell και Aleksandar Hemon. Στο πλούσιο καστ των ηθοποιών συμμετέχουν οι: Keanu Reeves, Carrie-Anne Moss, Yahya Abdul-Mateen II, Jessica Henwick, Jonathan Groff, Neil Patrick Harris, Priyanka Chopra Jonas και Jada Pinkett Smith.
Η υπόθεση εξελίσσεται σχεδόν 20 χρόνια αργότερα από τα γεγονότα της τελευταίας ταινίας και επικεντρώνεται στον Thomas Anderson, έναν πολυβραβευμένο προγραμματιστή παιχνιδιών. Ο Anderson έχει δημιουργήσει την επιτυχημένη τριλογία παιχνιδιών «The Matrix», η οποία είναι βασισμένη στα όνειρα του και με αυτή έχει κερδίσει αμέτρητες διακρίσεις και βραβεία, κάνοντάς τον να θεωρείται ένας θρύλος του χώρου. Αυτά συμβαίνουν στον έναν κόσμο, στον ψεύτικο, διότι στον αληθινό κόσμο, ο Anderson συνεχίζει να είναι ο Neo, ο άνθρωπος που θυσιάστηκε, ο εκλεκτός, παρ' όλα αυτά, ο ίδιος δεν θυμάται τίποτα από αυτά και συνεχίζει να ζει την ανιαρή ζωή του στον κόσμο του Matrix. Μέχρι την στιγμή που η Bugs, η καπετάνιος του Mnemosyne τον βρίσκει και θέλει να τον κάνει να θυμηθεί τα πάντα και να του δείξει την αλήθεια.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Λοιπόν, η καινούργια ταινία της Lana Wachowski, έχει τις καλές αλλά και τις πιο άτυχες στιγμές της, δεν υπάρχει δηλαδή μία ισορροπημένη ροή στην εξέλιξη της πλοκής με αρκετά σκαμπανεβάσματα τόσο στον ρυθμό όσο και στην ένταση της. Το υπερβολικό exposition, οι ασαφείς συγκρούσεις μεταξύ των κακών και καλών δυνάμεων της ιστορίας, οι θολωμένες επιλύσεις στις συγκρούσεις αυτές, ο αδύναμος ανταγωνιστής, δημιούργησαν ένα περίεργο τελικό αποτέλεσμα που όπως προανέφερα όμως, έχει και τις θετικές στιγμές του. Για παράδειγμα, δε θυμάμαι να έχω δει πιο ευφυής διαχείριση του παράγοντα νοσταλγία και του αποτυπώματος που έχει αφήσει στην pop κουλτούρα το Matrix franchise.
Νομίζω ότι το πρώτο μέρος της ταινίας, σε αυτό δηλαδή που η αυτοαναφορικότητα και το meta έφτασαν σε ανεξέλεγκτα επίπεδα, είναι και το πιο διασκεδαστικό της. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η στιγμή που μπαίνει το μουσικό μοντάζ και ακούγεται το “πειραγμένο” τραγούδι των Jefferson Airplane, «White Rabbit», με κέρδισε αμέσως για το υπόλοιπο της ταινίας. Μάλιστα, θεωρώ πως το συγκεκριμένο μοντάζ ανήκει μέσα στα highlights της φετινής χρονιάς για τον κινηματογράφο. Έμεινα απλά ενθουσιασμένος με το πόσο συναίσθηση του εαυτού της είχε η συγκεκριμένη ταινία, και με τον τρόπο που οι συγγραφείς κατάφεραν να παρουσιάσουν αυτή την ιδέα από το χαρτί στην οθόνη.
Βέβαια, υπήρξαν και κάποιες άλλες ιδέες που έμειναν ανεκπλήρωτες ή αρκετά κακά εκτελεσμένες. Μακάρι να μπορούσα να γίνω πιο συγκεκριμένος και να εξηγήσω τι εννοώ όταν γράφω “κακά εκτελεσμένες”, δυστυχώς όμως θα φλερτάρω με spoiler, οπότε δεν θα το κάνω. Αυτό, όμως, που μπορώ να αναφέρω ως παράδειγμα είναι οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και μηχανών οι οποίες έχουν αλλάξει. Έχουν συμβεί κάποιες σημαντικές αλλαγές ανάμεσα τους που προσωπικά τις βρήκα και ενδιαφέρουσες και έξυπνες, δυστυχώς όμως, οι συγγραφείς δεν αφιερώνουν περισσότερο χρόνο σε αυτές και τις αναφέρουν απλά ως κομμάτι του γενικότερου worldbuilding, το οποίο, παραδόξως, ανήκει και αυτό στα θετικά της ταινίας.
Ενώ, λοιπόν, το χτίσιμο του κόσμου το βρήκα εξαιρετικό, με λεπτομέρειες στην εξέλιξη της τεχνολογίας αρκετά πειστικές, δυστυχώς, υπάρχουν σημαντικές ασάφειες και ελλείψεις στο χτίσιμο μερικών χαρακτήρων, σε βαθμό προχειροδουλειάς. Στα αρνητικά ανήκουν σίγουρα και οι φτωχές χορογραφίες στις σκηνές μάχης, αλλά και τα απογοητευτικά visual effects. Στο παρελθόν, όπως γνωρίζουμε, στο συγκεκριμένο τομέα, το Matrix, είχε πρωτοπορήσει, δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο αυτή τη φορά. Όσο αφορά τις ερμηνείες, νομίζω ότι το καστ βρίσκεται απόλυτα συγχρονισμένο. Αυτοί που ξεχώρισαν είναι ο Jonathan Groff, στον ρόλο του αναβαθμισμένου πράκτορα Smith, όπως και η Jessica Hennwick, ως την καπετάνιο του Mnemosyne, Bugs.
Το σύμπαν του Matrix των Wachowski, κάποτε, κατάφερε να αλλάξει τον τρόπο που βιώνουμε τον κινηματογράφο, έθεσε νέα στάνταρ που πήγαν την τέχνη πολλά βήματα μπροστά. Με το «The Matrix Resurrections», σίγουρα δεν συμβαίνει αυτό, θα ήταν παράλογο να περιμέναμε κάτι τέτοιο, παρ' όλα αυτά, ο τρόπος που προσέγγισαν σκηνοθέτης και συγγραφείς την ιδέα αυτή, μας δίνουν ένα αν μη τι άλλο, ένα αξιοπρεπές sequel, από το οποίο φυσικά δεν λείπουν οι αδυναμίες.