Κριτική-Venom 2: Ένα αναιμικό sequel
To Venom 2 κυκλοφόρησε - Αυτή είναι η κριτική της ταινίας, στην οποία και πρωταγωνιστεί ο Tom Hardy.
Το πρώτο Venom άρεσε γενικά στο κοινό και όχι στους κριτικούς κάτι το οποίο αποδείχθηκε από τα $865 εκατομμύρια που έφερε στα ταμεία της Sony Pictures και έδωσε το πράσινο φως για το ξεκίνημα του δικούς της κινηματογραφικού universe, το οποίο πλέον αποκαλεί ως Sony’s Spider-Man Universe. Ήταν μια εντελώς «fun” και αυτό που λέμε κοινώς “ταινία για popcorn”, που δεν παίδευε τον θεατή και ψυχαγωγούσε παρά τα παραπτώματα που είχε. Και ήταν πολλά. Να το πιάσεις από τα συχνά-πυκνά αισχρά CGI του; Από το παιδαριώδες χιούμορ του και κλισέ superhero ταινιών που πλέον κούρασαν; Ήταν πολλά που χτυπούσαν στο μάτι αλλά το κοινό διέκρινε μια αθωότητα, μια κάπως old-school προσέγγιση στον Eddie Brock του Tom Hardy που συνδέθηκε με αυτό.
Φτάσαμε τώρα στο sequel με τίτλο Venom: Let There be Carnage για να δούμε τη συνέχεια της ιστορίας του κατεργάρικου symbiote και της συνάντησής του με τον Carnage του Woody Harrelson. Τώρα έχουμε στη σκηνοθεσία τον σεβαστό Andy Serkis, που αν και πίσω από τη καρέκλα δεν έχει δείξει εξαιρετικά δείγματα ακόμα, όλοι τον γνωρίζουμε ως έναν ικανότατο ηθοποιό που πρωτοστάτησε στο body motion capture ως «Γκόλουμ». Για την καριέρα του Serkis στη σκηνοθετική καρέκλα, το Venom 2 παραμένει μια ακόμα χαζοχαρούμενη μετριότητα που οι περισσότεροι -και εγώ μαζί- που θα βγείτε από το σινεμά θα ξεχάσουμε ότι υπήρξε.
Δεν ξεδιπλώνει ποτέ κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα σκηνοθετικά μιας και είναι προφανές πως εκτελεί εντολές άνωθεν και απλώς βρίσκεται εκεί για να διεκπεραιώσει ένα σενάριο που εν γένει είναι κωμικό με ψήγματα δράματος ή κάποιου σοβαρού στοιχείου. Τουλάχιστον δεν είναι σοβαροφανές…ή μήπως είναι;
Αν περιμένατε συνταρακτικές εξελίξεις και ένα sequel με όλη τη σημασία της λέξης, δηλαδή βελτιωμένο στους τομείς που χώλαινε το πρώτο Venom, θα απογοητευτείτε οικτρά. Είναι εξίσου βιαστικό, αναιμικό και παιδαριώδες όσο ο προκάτοχός του, με πολύ παραπάνω άμυαλες και ανόητες κωμικές ενότητες που πρόσφεραν στην καλύτερη αμήχανα γελάκια στην αίθουσα. Κοινώς για να μιλάμε και την ιντερνετική σλανγκ… θα κριντζάρετε στο 90% των σκηνών του Venom 2, συμπεριλαμβανομένων και των σκηνών δράσης.
Μα γιατί; Θα αναρωτηθήκατε αμέσως και ίσως ήδη κάποιοι να το μαντέψατε και οι απάντηση είναι στα -για ακόμη μια φορά- μέτρια προς κακά CGI, τα οποία η βαριά και συχνή τους χρήση κουράζει το μάτι. Ειλικρινά πόνεσαν τα μάτια μου από το motion blur που κάλυπτε τις ατέλειες των εφέ του Carnage και του Venom, οι οποίοι έδειχναν εντυπωσιακοί μόνο εάν στεκόντουσαν ακίνητοι. Δηλαδή σε κάνα δυο καρέ μόνο.
Αισθητικά γενικότερα είναι ένας CGI γκρίζος και αχρείαστα “moody” αχταρμάς, που παλεύεις να βρεις πλάνο που είναι όμορφο. Μόνο στο φινάλε της τελικής μάχης προσπαθεί να ξεφύγει από την πεπατημένη, χωρίς να είναι αρκετό. Τώρα το γιατί όλες οι comic ταινίες πρέπει να προσγειώνονται οπτικά με σκοτεινές υφές και μουντές χρωματικές παλέτες δεν το καταλαβαίνω ακόμα. Πρέπει να σταματήσει όμως γιατί αισθητικά θα μιλούσαμε για μια διαφορετική ταινία. Την ίδια ώρα από πίσω βρίσκεται ένας από τους καλύτερους κινηματογραφιστές εν ζωή, ο Robert Richardson που μας έχει χαρίσει τα απίστευτα πλάνα σε σχεδόν όλες τις ταινίες του Quentin Tarantino και σε μια ντουζίνα ακόμη ταινιάρες. Απόδειξη του πόσο σφιχτά είναι τα δεσμά των παραγωγών ως προς τη δημιουργική ελευθερία σε τέτοιου είδους ταινίες. Κρίμα πολύ κρίμα.
Στην ίδια δύσμοιρη τύχη βρίσκεται και το soundtrack που επιμελείται ο εξαιρετικός Marco Beltrami που μας είχε χαρίσει τους ήχους του “Logan”. Εδώ όμως το τζαζάτο, παιχνιδιάρικο, κάπως επικό αλλά και ροκ soundtrack του σπανίως λάμπει στο Venom 2 σε σημείο που επισκιάζεται εντελώς από την γενικότερη κακογουστιά της.
Το σενάριο του “Let There Be Carnage” συνυπογράφει ο Tom Hardy, μαζί με την Kelly Marcell. Ψάχνοντας στο imdb το όνομα ανακάλυψα ότι έγραψε το σενάριο του «Fifty Shades of Grey” και ίσως αυτή να είναι η δικαιολογία πίσω από το γεγονός πως βασίζεται στους εξής δύο πυλώνες: Ένας αυτός του bromance μεταξύ Eddie Brock και Venom που χαρίζει πολλές «μαζί δε κάνουμε και χώρια δε μπορούμε» και κομικοειδούς -από εποχές Sam Raimi/Spider-Man- στιγμές χιούμορ. Και ο άλλος το αρρωστημένο love story του Cletus Kassady του Woody Harrelson και της «Shriek” της Naomi Harris. Κανένα αξιοσημείωτο στοιχείο δεν έχω να αναφέρω για την ερμηνεία των δύο, οι οποίοι όπως και τα υπόλοιπα μεγάλα ονόματα απλώς κάνουν τη δουλειά τους. Φυσικά με 90 λεπτά περίπου διάρκεια που να ευδοκιμήσουν όλα αυτά όταν η ταινία συνεχώς τρέχει από τη μια σεκάνς δράσης και χιουμοριστικού σκετς στο επόμενο.
Τουλάχιστον η μόνη σωστή απόφαση που έγινε στο sequel σε θέμα ύφους είναι πως αποφασίζει να αγκαλιάσει σφιχτά την κωμική πλευρά του και δεν πάσχει από κρίση ταυτότητας ή σοβαροφάνειας. Εμένα ωστόσο δεν με άγγιξε όλο αυτό το ανάλαφρο ύφος του και το γεγονός ότι ήταν μια από τα ίδια σε όλες τις πτυχές του. Δε λέω πως δε γέλασα καθόλου ή δε θα τη δείτε κάποιοι από εσάς ευχάριστα, αλλά δεν με άφησε ποτέ να απολαύσω πλήρως το popcorn σφηνάκι που είναι. Μπορεί και να έφταιγε πώς οπτικά είναι κακόγουστο και αταίριαστο με την κωμική πλευρά που κυριαρχεί.
Είναι κακό να κλείσω λέγοντας πως το Venom: Let There Be Carnage άξιζε μόνο για την post credits σκηνή και όσα αυτή κλείνει το μάτι για το μέλλον του; Μπορεί κάποιοι να το βρουν υπερβολικό αλλά αυτή τη γεύση μου άφησε στο φινάλε.