Πέντε μάγκες στον Περαία

Μάγκες, νταήδες, πόρνες, κοντραμπατζήδες, τεκέδες, «κοκορομαχίες» και φονικά στον Πειραιά του μεσοπολέμου. Η ψυχή μιας πόλης που γέννησε το ρεμπέτικο.

Πέντε μάγκες στον Περαία

Βαθιά ψυχή

Στις αγκαλιές του προπολεμικού Πειραιά γεννήθηκε το ρεμπέτικο, γαλουχημένο από εκείνη την άγρια εποχή των τεκέδων και της άδολης αλητείας. Οι νταήδες και τα κουτσαβάκια της εποχής, πιστοί στο πνεύμα της κοκορομαχίας έπαιρναν όρκο μαγκιάς κι έβγαιναν στο κουρμπέτι για να δείξουν την αξία τους. Η πόλη, όπως κάθε πόλη, άσθμαινε κυνηγώντας τον επιούσιο αλλά στο περιθώριο της καθημερινότητας ένα ασύντακτο σκηνικό από καταγώγια, οίκους ανοχής, χασισοποτεία, από κοντραμπατζήδες, αγαπητικούς, κακοποιούς, πόρνες και ντερβισόπαιδα στροβιλιζόταν σαν μαγικό καρουζέλ. Στους συνοικιακούς καφενέδες κρέμονταν στους τοίχους μπουζούκια και μπαγλαμάδες για τους μερακλήδες. Στην Πειραϊκή, στον Άγιο Νείλο, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα μα και στου Καραϊσκάκη και στου Τζελέπη σκαρώνονταν τραγουδάκια στο πόδι από αδισκογράφητους συνθέτες που έμειναν στο σκοτάδι των τεκέδων και στην αφάνεια ζαλισμένοι από τη μυρωδιά της ταλμίρας. Στα πιο σκοτεινά σοκάκια άστραφτε το μαχαίρι και γίνονταν φονικά, καθώς άντρες έλυναν τις διαφορές τους σαν ξαναμμένοι κεραμιδόγατοι. Στα καταγώγια επινοούνταν κάθε λογής τυχερά παιγνίδια ενώ το λαθρεμπόριο έδινε κι έπαιρνε.

Σε αυτό το μαραθώνιο του εύκολου κέρδους, της ακολασίας και της παλικαριάς όλοι έβγαιναν χαμένοι. Ήταν ένας παλιός κόσμος σχεδόν μυθικός και αδιανόητος για μας σήμερα, ένας κόσμος που χάθηκε μέσα σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Εκεί που ανάσανε η ψυχή των αγίων του ρεμπέτικου, του Μάρκου, του Μπάτη, του Μπαγιαντέρα, τώρα σέρνονται διηγήσεις συχνά υπερβολικές και ανυπόστατες. Η αύρα όμως της πόλης μας υποβάλλει ακόμα στον πειρασμό να περιπλανηθούμε αθεράπευτοι στη γοητεία της. Ο παλιός Πειραιάς ζει ακόμα στα τραγούδια και στους αδέσποτους στίχους των παλιών ρεμπέτηδων.

Γεια σου Γιοβάν Τσαούς!

Ο Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Γιοβάν Τσαούς αποτελεί εμβληματικό πρόσωπο του προπολεμικού Πειραιά καθώς αποτυπώνει το νέο χαρακτήρα του μεγάλου λιμανιού μετά την πλημμυρίδα της προσφυγιάς από τη Μικρά Ασία. Τα λιμάνια της Μεσογείου πριν από κάθε άλλη πόλη της μεγάλης θάλασσας απορροφούσαν καλόβουλα τους κραδασμούς της Ιστορίας αλλάζοντας πρόσωπο από τη μια στιγμή στην άλλη. Ο Γιάννης Εϊτζιρίδης γεννήθηκε μακριά από τον Πειραιά στην Κασταμονή του Πόντου το 1893 και υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό ως λοχίας (Τσαούς) εξ ου και έλαβε το προσωνύμιο με το οποίο έμεινε γνωστός στη ρεμπέτικη ιστορία. Στην Τουρκία υπήρξε διάσημος μουσικός, λέγεται μάλιστα ότι είχε παίξει και στην αυλή του Σουλτάνου. Με το άδοξο τέλος όμως της Μικρασιατικής εκστρατείας πήρε τον πικρό δρόμο της προσφυγιάς που τον έφερε στον Πειραιά. Εγκαταστάθηκε σε ένα διώροφο κτίσμα, στο ισόγειο του οποίου διατηρούσε ραφείο, το οποίο στη συνέχεια το έκανε ουζερί. Το 1937 μετακόμισε στην Κοκκινιά, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του το 1942. Το τέλος του ήταν εξίσου μυθιστορηματικό με τη ζωή του καθώς πέθανε από τροφική δηλητηρίαση μαζί με τη σύζυγό του, υποκύπτοντας λόγω πείνας στον πειρασμό να καταναλώσει χαλασμένα τρόφιμα.

Ο Γιοβάν Τσαούς ήταν μουσική ιδιοφυία στον καιρό του. Γνώριζε πολλά όργανα από πιάνο και βιολί μέχρι σαζ, ούτι μπουζούκι, και ταμπουρά. Η ιδιομορφία της μουσικής του σταδιοδρομίας είναι ότι ποτέ δεν έπαιξε επαγγελματικά σε κάποιο πάλκο της εποχής του αλλά δίδασκε μουσική και κυρίως μπουζούκι. Ανάμεσα στους μαθητές του ήταν και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Οι συγκαιρινοί του μιλούν με δέος και θαυμασμό για το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς, ένα όργανο αχλαδόσχημο που αντί για το κλασικό μάνικο είχε προσαρτημένη ταστιέρα από κανονάκι. Το μπουζούκι αυτό δεν μπορούσε κανείς άλλος να παίξει και ο ήχος του ήταν μια επιμειξία ήχων από όλη την Ανατολή.

Οι ηχογραφήσεις του θρυλικού μουσικού έγιναν στη διετία 1935-1937 και αφορούν ένα περιορισμένο κύκλο δώδεκα τραγουδιών τα οποία ερμήνευσε ο Αντώνης Καλυβόπουλος με πιο γνωστό το περίφημο «Πέντε μάγκες στον Περαία». Θρυλείται ότι τους στίχους έγραφε η σύζυγός του Αικατερίνη Χαρμουτζή, ενώ υπάρχει και εκδοχή σύμφωνα με την οποία το επίμαχο άσμα ανήκει σε άγνωστο φυλακόβιο. Ο Γιοβάν Τσαούς σίγησε το 1937 λόγω της μεταξικής λογοκρισίας που υποχρέωσε όλους τους συνθέτες του ρεμπέτικου να απέχουν από τη δισκογραφία.

Οι πέντε μάγκες που ήταν έξι

Το τραγούδι «Πέντε μάγκες στον Περαία» αναφέρεται σε διαβόητους νταήδες της πόλης και στην ουσία δεν πρόκειται για πέντε αλλά για έξι άντρες.

Αργύρης Τζώρτζης. Λιγομίλητος και τζερεμές μπλεκόταν συνεχώς σε καβγάδες. Προστατευόμενος του μεγαλόμαγκα Νίκου Σκριβάνου, τον οποίο έτρεμε όλος ο Πειραιάς. Ο Αργύρης Τζώρτζης σύχναζε στην Πειραϊκή, στο Ξαβέρι και στην Τρούμπα.

Βαγγέλης Βετούλας. Με σωματοδομή που φόβιζε και φίλους του ακόμη .Στέκι του ο Κερατόπυργος στο Κερατσίνι. Παλιός κοντραμπατζής στο λιμάνι και νταλαβερτζής στη Δραπετσώνα και στα Βούρλα.

Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας είναι ο πιο γνωστός από τους «πέντε» μάγκες ως μείζων στιχουργός της πρώτης ρεμπέτικης περιόδου. Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα το 1907. Δέκα χρόνια αργότερα η οικογένειά του μετακινήθηκε στον Πειραιά, στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, στο Τελωνείο. Ο Νίκος Μάθεσης, στα δεκαπέντε του χρόνια, άρχισε να εργάζεται στην Κεντρική Ψαραγορά του Πειραιά καθώς ο πατέρας του ήταν ένας από τους πιο επιφανείς ιχθυέμπορους της εποχής. Από εκεί μπήκε, αργότερα, στην πιάτσα του λιμανιού. Στην πρωτόγονη βαρβαρότητα του Πειραϊκού κόσμου, που ο ίδιος χαρακτήρισε κόλαση γεμάτη από εγκλήματα κάθε λογής, ο Μάθεσης αναδείχθηκε σε πρωτοπαλίκαρο και νταή. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου έλαμψε το άστρο του στα στέκια της μαγκιάς με το ψευδώνυμο Νίκος Τρελάκιας. Το 1938 έφτασε στο φόνο, όταν ευρισκόμενος εν αμύνη, πυροβολησε τον Στρίγκλα, το φόβητρο της Φρεαττύδας.

Τραγούδια του άρχισαν να ηχογραφούνται από το 1930, και σύντομα καθιερώθηκε ως επιφανής στιχουργός του ρεμπέτικου.. Συνεργάστηκε με γνωστούς συνθέτες της προπολεμικής μουσικής σκηνής, με τον Μπάτη και τον Ανέστη Δελιά μεταξύ των άλλων. Στον Στελλάκη Περπινιάδη έδωσε, το 1934, το γνωστό χασάπικο, τη «Γάτα», θαυμάσια λαϊκή αλληγορία. Τραγούδια του ερμήνευσε και η Ρόζα Εσκενάζυ. Συνεργάστηκε επίσης με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Σταύρο Τζουανάκο και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το τραγούδι του Τσιτσάνη «Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά» (1950), σε στίχους του Μάθεση, υπήρξε σουξέ της εποχής. Μετά τον θάνατό του ηχογραφήθηκε από τον Γιώργο Νταλάρα, το ανέκδοτο τραγούδι του «Ένας λεβέντης έσβησε», το οποίο είχε γράψει σε μουσική Μανώλη Χιώτη για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη. Η εκτέλεση αυτή περιλαμβάνεται στον δίσκο «Τα ρεμπέτικα της κατοχής» (1980).

Μαρίνος Βογιατζής. Ο…ταξιτζής. Αχώριστος φίλος του Μάθεση. Μόνιμος θαμώνας στα μαγαζιά της Τρούμπας και στα Λεμονάδικα. Ογκώδης με παχύ μουστάκι και πάντα δίπλα του τον …Μούργο, τον αγαπημένο του σκύλο.

Τα αδέρφια Κώστας και Σωτήρης Περιβόλας εκλαμβάνονται συλλήβδην ως ένα άτομο στο τραγούδι. Παράνομοι και ονομαστοί μπράβοι που στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων. Μητέρα τους η Έλλη Τενεκίδου που αναφέρεται ως η περίφημη Έλλη στο τραγούδι «Η Έλλη θέλει σκότωμα θέλει καρμανιόλα, γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα…».

Στην πραγματικότητα η Έλλη αδικείται από τη ρεμπέτικη μυθολογία. Ο άντρας της, ο Γιάννης Περιβόλας την εγκατέλειψε μόνη με τους δυο γιους και τρεις θυγατέρες. Ο Κώστας περιγράφεται ως θηρίο σωστό που όταν καβγάδιζε ρωτούσε εξαρχής τον αντίπαλο «Θες να σου σπάσω πρώτα χέρι, κεφάλι ή πλευρά;»

Για τη ζωή του κυκλοφορούν αντιφατικές φήμες. Άλλοι τον θέλουν να σκοτώνεται μπαμπέσικα στα Μανιάτικα ή στην Αγιά Σοφιά, άλλοι να βασανίζεται από τον δωσίλογο Πλυτζανόπουλο στο μπλόκο της Κοκκινιάς αλλά τελικά να αποδρά και να διασώζεται. Ο αδερφός του Σωτήρης βαρύμαγκας και εριστικός, δημοκρατικών πεποιθήσεων, πυροβόλησε κάποιον αντιβενιζελικό στη Γέφυρα του Ρεμπέτη και κλείστηκε στη φυλακή της Αίγινας. Στα απόνερα του εμφυλίου κινδύνεψε να εκτελεστεί αλλά σώθηκε από τύχη παίρνοντας χάρη.

Για αυτά τα… καλά παιδιά, που ωστόσο αντιπροσωπεύουν μια πρωτόγονα γοητευτική εποχή του Πειραιά στις αρχές του εικοστού αιώνα, γράφτηκε το τραγούδι από τον Γιοβάν Τσαούς πιθανόν σε συνεργασία με τη γυναίκα του.

Κοσμικά κέντρα στην παλιά Κοκκινιά

Η οικογενειακή ταβέρνα «Περιβόλας» ήταν ένα παράπηγμα σε οικόπεδο στην Κοκκινιά που δόθηκε στην οικογένεια ως προσφυγική αποζημίωση. Άνοιξε σύμφωνα με διηγήσεις συγγενών το 1927 αλλά μόνο μεταπολεμικά εξελίχθηκε σε μπουζουξίδικο ερίζοντας με το κέντρο «Κεφάλας» για τα πρωτεία στην περιοχή. Ο Βαγγέλης Περπινιάδης στα απομνημονεύματά του αναφέρεται σ’ εκείνη τη «χρυσή» εποχή και στο γεγονός ότι τα δύο αυτά μαγαζιά ήταν ένα αναγκαίο σκαλί για ένα καλλιτέχνη προκειμένου να καθιερωθεί και να γίνει γνωστός. Αναφέρεται στο γεγονός ότι τότε τραγουδούσαν χωρίς μικρόφωνα και ότι υπήρχε ένα αυστηρό σύστημα με παραγγελίες όπου ο καθένας έπαιρνε έναν αριθμό και περίμενε τη σειρά του για να χορέψει. Παρόλα αυτά γίνονταν συχνά φασαρίες για την καταστρατήγηση της σειράς. Ο Περπινιάδης αναφέρεται επίσης και στην πλούσια και νοστιμότατη κουζίνα των μαγαζιών ειδικά του Περιβόλα. Από όσο γνωρίζουμε η ταβέρνα του «Περιβόλα» έκλεισε το 1968 μετά το θάνατο του Σωτήρη Περιβόλα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1969 πέθανε η μητέρα του η περίφημη Έλλη του τραγουδιού, ενώ ο Κώστας Περιβόλας πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 80. Χαρακτηριστικό επεισόδιο η μεταμφίεση του Παπαϊωάννου μια βραδιά σε χανούμισσα, προκειμένου να ικανοποιηθεί μια απαιτητική παρέα που ήθελε σώνει και καλά ατραξιόν ανατολίτικου χορού. Λέγεται ότι στα μαγαζιά της Κοκκινιάς σύχναζαν κατά περίσταση διάσημα πρόσωπα από το διεθνές στερέωμα, όπως ο συγγραφέας Σόμερσετ Μομ και ο μεγάλος μαέστρος Λέοναρντ Μπερνστάιν.

Σε αυτούς αναφέρεται και η Πόλυ Πάνου στο τραγούδι του 50 «Πάμε σε κέντρα λαϊκά»:

…Πάμε στου Τζίμη του Χονδρού και στην Τριάνα,

στου Περιβόλα κι από ’κεί στην Μαντουμπάλα…