Γιάννης Γαίτης: Η ουσία του απρόσωπου του Τάκη Μαυρωτά
Το Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη διοργανώνει, με την ευκαιρία των 100 χρόνων από τη γέννηση του κορυφαίου δημιουργού, αναδρομική παρουσίαση της δουλειάς του, με αντιπροσωπευτικά έργα της εξελικτικής του πορείας, με τη συνδρομή της κόρης του, Λορέττας Γαΐτη.
«ΕΧΩ ΖΩΓΡΑΦΙΣΕΙ περίπου τεσσερισήμισι χιλιάδες έργα, εκ των οποίων τα, δεν θυμάμαι ακριβώς, τα πούλησα. […] Σήμερα κάνω το ανθρωπάκι, δεν έχω τη δύναμη να το αλλάξω, γιατί το ανθρωπάκι με αντιπροσωπεύει απόλυτα […]. Τώρα, αν τα έργα μου αρέσουν ή δεν αρέσουν, είναι άλλη παράγραφος, γιατί αυτό συμβαίνει κάθε φορά, που κάνω μια καινούργια δουλειά, να μην αρέσει η τελευταία. Γιατί, ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του ανθρωπάκι. Προτιμάει δηλαδή ένα βότσαλο, ένα λουλούδι ή κάτι άλλο, αλλά ποτέ ανθρωπάκι! Γιατί, σου λέει, εγώ δεν είμαι αυτός. Και όμως είναι! […]».
Με αυτές τις αφοριστικές σκέψεις, ο Γαΐτης μας εισάγει στον οραματικό του κόσμο, στο προσωπικό εικαστικό του σύμπαν, αφού τα ανθρωπάκια του, άλλοτε στην επιφάνεια του μουσαμά και άλλοτε στις ξύλινες κατασκευές, από το 1967 έως το 1984, σηματοδοτούν την αντιπροσωπευτικότερη ενότητα του έργου του, που τον έκανε διεθνώς αναγνωρίσιμο. Μια εικόνα της ζωής, με συναθροισμένους ανθρώπους, άλλοτε σε ένα μετρό και άλλοτε σε μια κηδεία. Η χαρά και το πένθος αποτυπώνονται αδιάκοπα, με επαναλαμβανόμενες μορφές, που άλλες θαρρείς ξέχασαν να ονειρεύονται και άλλες υποτάχθηκαν στις επιθυμίες ή τα θέλω των άλλων. Και, ξαφνικά, προβάλλουν φτερωτές μορφές, λες και δραπέτευσαν από τα αρχαία αγγεία, σαν η ζωή αυτή να μην έχει τέλος.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Βαθιά ουμανιστής, άλλοτε με σαρκασμό και άλλοτε με χιούμορ, προσέγγιζε το πρότυπο του ανθρώπου, εκείνου που επιζητεί τον εφησυχασμό, για μια ζωή χωρίς μεγάλες ευθύνες και θυσίες, χωρίς εξάρσεις και δυνατά πάθη. Έτσι, το ανθρωπάκι του δεν χάνεται μέσα στο δάσος της ζωής και είναι σαν το δέντρο που στέκεται ακλόνητα στη θέση του, ομοιόμορφο, ατάραχο, υπάκουο. Ο Γαΐτης αντλούσε την έμπνευσή του από την καθημερινότητα και αυτήν απέδιδε με το δικό του εκφραστικό ιδίωμα. Το ένστικτό του, από την αρχή της καλλιτεχνικής του πορείας, τον οδήγησε στο προσωπικό του ιδεώδες, με συνέπεια, αφού η μια σκέψη του διαδέχεται με συνοχή την άλλη, για να ολοκληρώσει το όραμά του. Ένα όραμα, που καθιστά δυνατή την ερμηνεία του περιεχομένου του, αφού επιχειρεί να κατανοήσει κάτι από την συνθετότητα της πραγματικότητας, με τα θεμελιώδη, παγκόσμια προβλήματα. Ο Γαΐτης ήταν ένα νέο και ζωντανό πνεύμα στην εποχή του. Μετά τον τραγικό εμφύλιο πόλεμο και τις τεράστιες κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Παρίσι το 1956, στα 33 του χρόνια, όπου έζησε για πολλά χρόνια. Στο πλευρό του, μούσα της δημιουργικής του πνοής, στάθηκε η εσωστρεφής και δυναμική γλύπτρια Γαβριέλλα Σίμωση που παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά και απέκτησαν τη μοναχοκόρητους Λορέττα.
Ο ρόλος των Ελλήνων καλλιτεχνών στο Παρίσι είναι σημαντικός, αφού ο Τσίγκος και ο Σκλάβος, ο Takis και ο Τζών Χριστοφόρου, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Αλέκος Φασιανός, ο Παύλος και ο Τσόκλης, ο Κεσσανλής και ο Κανιάρης, ο Μαλτέζος και ο Δανιήλ μεταξύ των άλλων, έδωσαν μια διαφορετική ώθηση στην εξέλιξη της τέχνης. Εδραίωσαν μια νέα εικόνα της εικαστικής ελληνικής πραγματικότητας και συνεργάστηκαν εποικοδομητικά με Μουσεία, Πινακοθήκες, Γκαλερί, διεθνείς καλλιτέχνες, έγκυρους θεωρητικούς και κριτικούς της τέχνης. Το 1959, ο Γιάννης Γαΐτης, συμμετείχε ενεργά, μαζί με τους Κανιάρη, Τσόκλη, Κοντό και Κεσσανλή, δημιουργώντας την Ομάδα Σίγμα, παρουσιάζοντας ομαδικά το έργο τους, σε δύο εκθέσεις, στις γκαλερί Cancello στη Μπολóνια και San Carlo στη Νάπολι.
Και, όπως χαρακτηριστικά μου εξομολογήθηκε ο Τσόκλης: «Ήμουν πολύ φίλος με τον Γιάννη. Ο Γαΐτης για πολλά χρόνια κοίταζε τη δουλειά των άλλων, κατόρθωσε όμως να καταλήξει σε μια δουλειά άκρως προσωπική που δεν έχει κανείς άλλος. Σ΄αυτό είναι αξιέπαινος. Ήταν πολύ καλός, αφελής αλλά και πονηρός, πολύ όμορφος στο πρόσωπο αλλά και στραβοκάνης στο σώμα. Ήταν γλυκός, μα με αντιθέσεις. Αξιαγάπητος. Τα ανθρωπάκια του, είναι η άκρως προσωπική του δουλειά, σε αντίθεση με την Γαβριέλλα, η οποία ήταν εσωστρεφής και δεν κοίταγε τι κάνουν οι άλλοι, αλλά τον εαυτό της. Εκείνος ήταν έξω καρδιά, ήθελε την ευτυχία και τη ζωή. Εκείνη τη δυστυχία και την μιζέρια. Η τέχνη της εκφράζει μια εσωτερική δουλειά, που δεν ταυτιζόταν με την εποχή της. Ήταν ένα περίεργο ζευγάρι. Ο ένας εξωστρεφής και η άλλη εσωστρεφής, ο ένας τυχερός, η άλλη άτυχη. Τον γνώριζα από τη Σχολή Καλών Τεχνών, αν και ήταν μεγαλύτερος μου. Ήθελε πάντα να κάνει μοντέρνα πράγματα. Στο Παρίσι πήγαν με την υποτροφία που είχε πάρει η Γαβριέλλα. Πνευματικός πατέρας και των δύο ήταν ο Τσίγκος, σπουδαίος άνθρωπος, Αιγυπτιώτης, αρχιτέκτονας… Στο Παρίσι βλεπόμασταν σχεδόν κάθε μέρα, είχα ένα ατελιεδάκι στην Cité des Arts και εκείνος έμενε στην Redesserves. Κάθε πρωί πέρναγα από το ατελιέ του για να πιούμε καφέ και να παίξουμε με το μηχανάκι… Στην Ομάδα Σίγμα ήμουν με τον Γιάννη, αλλά δεν λειτούργησε για πολύ χρόνο, έτσι μόνον δύο εκθέσεις κάναμε στην Ιταλία. Ο Γαΐτης μετά εγκαταστάθηκε μόνος του στην Αθήνα, εκείνος ήταν που έπαιρνε όλα τα καλά και η Γαβριέλλα ήταν εκείνη που υπέφερε τα πάντα».
Έξι χρόνια αργότερα, ο Γαΐτης, συμμετείχε στην περίφημη έκθεση "Mythologies Quotidiennes" (Καθημερινές Μυθολογίες), με τους Leonardo Cremonini, Niki de Saint-Phalle και Pistoletto, στη γκαλερί Creuze. Ο Γαΐτης με αριστοφανική διάθεση και με μια τέχνη όλο ζωή παρουσίασε τις ευφάνταστες δημιουργίες του. Έργα με εμφανή διαπλοκή με την αρχαία ελληνική τέχνη και μυθολογία, αφού ο γεννημένος στην Αθήνα Γαΐτης, το 1923, γνώριζε τη σημασία και την οικουμενική τους αξία. Θα ήταν όμως παράλειψη να μην αναφερθώ σε αυτά, που με τόση στοχαστικότητα μου εκμυστηρεύτηκε ο Leonardo Cremonini στην Αθήνα, με την αφορμή της τελευταίας αναδρομικής του έκθεσης, το 2010. «Πιστεύω ότι το μήνυμα ενός έργου τέχνης μπορεί να αποκαλυφθεί μόνον σε εκείνον που το αναζητάει. Η αρχαία ελληνική τέχνη επηρέασε αποφασιστικά τη ζωγραφική μου. Ήταν μεγάλα τα ερεθίσματα που αισθάνθηκα όταν νέος επισκέφθηκα την Πομπηία. Η αρχαία ελληνική γλυπτική με βοήθησε στη διαμόρφωση της δικής μου τέχνης. Όλα τα μνημεία της αρχαίας Ελλάδας με επηρέασαν γιατί αποτελούν εστίες γνώσης και μάθησης. Στην εποχή μας δυστυχώς δεν έχουμε αντίστοιχα μνημεία. Η αρχαία ελληνική τέχνη μας άφησε αιώνια παραδείγματα έμπνευσης και γνώσης».
Η ζωγραφική του Γαΐτη, επίκαιρη και πρωτότυπη, βασίζεται, αφ’ ενός στην αλήθεια των μορφοπλαστικών της διατυπώσεων και αφ’ ετέρου στην έκφραση μιας νέας μυθοπλαστικής εκδοχής της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως έχω γράψει, το 1990, στο κείμενο μου «ο Αντιήρωας του Γαΐτη». Πρωταγωνιστής της ο άνθρωπος, όχι ως φορέας μύθων, αλλά ως φιγούρα, παραμορφωμένη και ισοπεδωμένη. Φιγούρες ομοιόμορφες, μικρές και λεπτές στην ανάπτυξή τους, της χρονικής περιόδου 1960-1967, θυμίζουν έντομα ή μυρμήγκια, απογυμνώνοντας τον άνθρωπο από την πνευματική του δύναμη και τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Το περίεργο αυτό ομοίωμα του ανθρώπου κουβαλά όλη την υπαρξιακή αγωνία μιας εποχής. Με ελεύθερες νευρικές χειρονομίες, ο δημιουργός πλάθει με πυκνό χρώμα τις μορφές του, άλλοτε με τρία ή τέσσερα μάτια και άλλοτε με δύο ή τρεις μύτες. Μορφές εφιαλτικές ή σαρκαστικές, απέναντι στη γοητευτική κοινωνία της κατανάλωσης. Μορφές τραγικές, φορτισμένες από την εμπειρία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με ορθάνοικτα στόματα, μοιάζουν να κραυγάζουν ή να καταγγέλλουν τη σωματική τους κακοποίηση ή την ψυχική τους παραβίαση. Οι φιγούρες αυτές αποτελούν την αρχή της εξελικτικής του πορείας, τα βήματα εκείνα, που θα τον οδηγήσουν στο γνωστό «Ανθρωπάκι» του. Όλος αυτός ο μικρόκοσμος είναι η αρχή της ιστορίας του.
Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. ζωγραφική, με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη και αργότερα στο Παρίσι, στην Ακαδημία Grande Chaumière. Εκεί αρχίζει την ουσιαστική του γνωριμία με τα έργα των μεγάλων καλλιτεχνών, με επάλληλες επισκέψεις σε Μουσεία και Γκαλερί. Εποχή, που θριαμβεύει η ανεικονική ζωγραφική και μεσουρανούν οι Wols, Fautrier, Dubufflet, Hartung, Soulages, Mathieu, De Stael. Ο Γαΐτης, γεμάτος από υπερρεαλιστικές και κυβιστικές εικόνες, δουλειά την οποία είχε παρουσιάσει στην Αθήνα και είχε αντιμετωπίσει αρκετές θετικές αλλά και πολλές σκληρές κριτικές, έρχεται αντιμέτωπος με τις νέες τάσεις της εποχής του. Το μεγάλο δίλημμα, που του τέθηκε, ήταν αν θα συνέχιζε την ίδια ζωγραφική με τις νεκρές φύσεις, τα τοπία και τις ανθρωπομορφικές του συνθέσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τις αναφορές τους στο γεωμετρικό λεξιλόγιο του κυβισμού ή τις αφαιρετικές ή υπερρεαλιστικές του διατυπώσεις, ή αν θα χάραζε μια νέα ξεχωριστή προσωπική πορεία. Θέμα-αφετηρία στο ξεκίνημα του, η ίδια ιστορία, η ανθρώπινη περιπέτεια. Το παραμορφωμένο ανθρώπινο σώμα, μεταμορφωμένο σε έντομο ή μυρμήγκι, αρχίζει να αφηγείται μέσα από τα έργα του ιδιότυπες ιστορίες. Μορφές πλασμένες μόνο με άσπρο και μαύρο χρώμα, σχέση σταθερή, την οποία συναντάμε σ’ όλο το μεταγενέστερο έργο του, πολλές φορές μέσα σ’ ένα κόκκινο φόντο. Τα σώματα είναι στενόμακρα και πλασμένα με οριζόντιες ανάγλυφες πινελιές, κυρίως χωρίς χέρια –σύμβολο δημιουργίας–, παρουσιάζοντας τις μορφές του ανήμπορες να κυριαρχήσουν στη μοίρα τους […].