Μάιος 1941: Η μάχη της Κρήτης - Μέρος 1ο
Δεν καταλαβαίνει κανείς πώς περνούν οι μέρες. Γύρω ένας ξερός πυρετός. Με την αβεβαιότητα, όχι της περίστασης αλλά της απόφασης. Και ο καθένας συλλογίζεται τον εαυτό του…
Συλλογίζεται κανείς όπως στον καιρό της σκλαβιάς· τα ίδια νοήματα δημοτικών τραγουδιών ξαναγυρίζουν για να σου φέρουν την παρηγοριά ή την ελπίδα. Η θάλασσα από το παράθυρό μου, πέρα, χωρίς κανένα πλεούμενο, είναι έξοχη. Το νησί γεμάτο μυρωδιές από βότανα και λεμονανθούς. Μια αφάνταστη γαλήνη. Δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους του ανθρώπου πως μπορεί, από τη μια στιγμή στην άλλη, να πέσει η φωτιά και το σίδερο μέσα σε μια τέτοια κατάνυξη. Έτσι πρέπει να ήταν η Χίος την παραμονή της σφαγής. Έτσι
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ’
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Η σιγουριά του υπνοβάτη
Την στιγμή που ο Γιώργος Σεφέρης, όντας ήδη στην Κρήτη με το κυβερνητικό και διπλωματικό κλιμάκιο, καταχωρίζει αυτές τις σκέψεις στο ημερολόγιό του η μάχη της Κρήτης δεν έχει ξεκινήσει ακόμα. Είναι όμως σαν οι αντίμαχες δυνάμεις, δυνάμεις που εκπροσωπούν κάτι περισσότερο από έθνη να έχουν λάβει θέση. Από τη μια στέκεται ο Χίτλερ. Είναι ένας παρανοϊκός Χίτλερ αλλά κι ένας εκλεκτός της Ιστορίας από αυτούς που σε κάνουν να απορείς με τα γούστα και τις προτιμήσεις της. Με το ένστικτο του στρατηλάτη και με την εύνοια της Μοίρας για την ώρα σαρώνει τα πάντα σε μια Ευρώπη που μόλις συνέρχεται από το λήθαργο μιας επισφαλούς ειρήνης. Αν τον παρατηρήσει κανείς στις δημόσιες εμφανίσεις του και στις ομιλίες, αισθάνεται πως έχει να κάνει με σαλτιμπάγκο. Ένας ονειροπαρμένος που φαντάζεται τον εαυτό του καλλιτεχνική διάνοια, πατριώτη, μάρτυρα της πολιτικής, πρόσωπο μοιραίο, προορισμένο να απονείμει δικαιοσύνη στο όνομα της Ιστορίας. Κι ο ίδιος μπορεί να φαντάζεται ό,τι θέλει αλλά έχει μπροστά του ένα λαό, υποτίθεται πολιτισμένο, που θα έπρεπε να τον πάρει με τις πέτρες αντί να τον αποθεώνει και να τον χειροκροτεί. Αποτελεί όμως ο Χίτλερ το προανάκρουσμα της δικής μας εποχής, όπου οι ρυθμιστές της πολιτικής και του πολιτισμού άδειοι από κάθε πραγματική αξία αλλά με μια αξιοθαύμαστη θεατρικότητα καταφέρνουν να θέλξουν τη μεγάλη μάζα. Είναι να αναρωτιέσαι αν με το πέρασμα των εποχών η ανθρώπινη ράτσα ξεκουτιαίνει αντί να προικίζεται με μεγαλύτερη ευφυΐα και οξυδέρκεια.
Ένας ορκισμένος κατακτητής βλέπει τη λεία του στην απλουστευμένη κλίμακα ενός χάρτη, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Κι όταν σκύβει πάνω από αυτόν τον χάρτη, σχεδιάζει με την ησυχία του κάτι που στον ίδιο μοιάζει περισσότερο σαν παιχνίδι αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας απίστευτος όλεθρος. Την ίδια στιγμή ο αθεράπευτος επεκτατισμός του ερωτεύεται κάποια γεωγραφικά σημεία. Κάπως έτσι θα πρέπει να συνέβη και με την Κρήτη. Άλλωστε όποιος την παρατηρήσει στον χάρτη της Μεσογείου, θα την ερωτευτεί κεραυνοβόλα για το σχήμα της, για την μοναξιά της , έτσι όπως τηρεί ίσες αποστάσεις από τον Πειραιά, την Αλεξάνδρεια, τη Μάλτα και τη Βηρυτό. Η Κρήτη είναι ένας μοναχικός, ιδιόρρυθμος όγκος στη μέση του πελάγου, κόσμημα φτιαγμένο από πέτρες και χώμα. Υπάρχει περισσότερο στο χρόνο παρά στο χώρο κρατώντας αναλλοίωτη τη μινωϊκή γοητεία της. Ο αλλοπαρμένος Χίτλερ τη βλέπει μάλλον σαν ερωμένη, σαν το αντικείμενο του πόθου του και λιγότερο σαν στρατηγική κίνηση που θα του εξασφαλίσει τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Στ’ αλήθεια ποτέ δεν κατάλαβα, παρ’ όλες τις αναλύσεις που διάβασα κατά καιρούς, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να κυριεύσει την Κρήτη και να μην την παρακάμψει στοχεύοντας κατευθείαν στη Βόρεια Αφρική και στα πετρέλαιά της. Όταν θα είχε αλώσει τα πάντα γύρω της, το νησί των γενναίων θα έπεφτε στην αγκαλιά του σαν ώριμο φρούτο. Αλλά έτσι είναι. Η Κρήτη σε ξεγελάει. Είναι μια πρόκληση που ζητά επίμονα να την κατακτήσεις, προσφέροντας σου την ψευδαίσθηση πως άπαξ και το καταφέρεις είναι σαν να κρατάς όλη τη Μεσόγειο μες στην παλάμη σου.
«Βαδίζω με τη σιγουριά ενός υπνοβάτη στο μονοπάτι που μου χάραξε η Θεία
Πρόνοια», γράφει ο Χίτλερ στις 14 Μαρτίου 1936 και εννοεί κάθε λέξη χωρίς καμία διάθεση να μιλήσει μεταφορικά για την πορεία του σε αυτό τον κόσμο.
Η υπνωτισμένη αυτοκρατόρισσα
Από τη μια ο υπνοβάτης από την άλλη η γερασμένη ναυτική αυτοκρατορία του Ηνωμένου Βασιλείου που αφού αναμετρήθηκε με την Ιστορία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου (όπως χαρακτηριστικά γράφει ο νεαρός τότε Τζον Κένεντι στην ακαδημαϊκή διατριβή του) πάνω στις δάφνες ενός πρώτου παγκοσμίου πολέμου που άφησε ανοιχτές πληγές και αξεκαθάριστους λογαριασμούς. Η σεβάσμια αυτοκρατόρισσα τρίβει τα μάτια της μπροστά στο απίστευτο γερμανικό Blitzkrieg, τον κεραυνοβόλο πόλεμο που εξαπέλυσε ο παρανοϊκός δικτάτορας και οι συν αυτώ στους μακάριους Ευρωπαίους συμμάχους. Η Γαλλία με την υπεροψία της γραμμής Μαζινό έχει ήδη συντριβεί. Οι Ούννοι προελαύνουν σε όλα τα μέτωπα και το γέρικο ξεδοντιασμένο λιοντάρι της Βρετανίας όσο κι αν βρυχάται μοιάζει ανίκανο να τους ανακόψει. Σε όλο αυτό το στρατιωτικό πατατράκ η Κρήτη αφημένη μόνη της μεσοπέλαγα φαντάζει μια ελπίδα για να αναστραφεί το κλίμα της ηττοπάθειας. Οι Εγγλέζοι απέναντι στην Κρήτη αποδεικνύονται λιγότερο ρομαντικοί από τον αντίπαλό τους. Σε επίδειξη στρατηγικού ρεαλισμού κάνουν ό,τι χρειάζεται προκειμένου να μην πέσει το νησί στα χέρια των Ιταλών, έχοντας εξασφαλίσει την συγκατάθεση της Ελληνικής κυβέρνησης να καταλάβουν την Κρήτη και την Μήλο σε περίπτωση Ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας. Τι είναι όμως η Κρήτη για τους Εγγλέζους;
Μην ξεχνάμε ότι η Βρετανική αυτοκρατορία είναι πρωτίστως ναυτική αυτοκρατορία. Με την κατοχή του νησιού το Βρετανικό βασιλικό ναυτικό θα εξασφάλιζε λιμάνια εποπτείας για την ανατολική Μεσόγειο. Στη βάση της Σούδας αγκυροβολούσαν δύο στόλοι: Ο πρώτος με δύο καταδρομικά και τέσσερα αντιτορπιλικά για την άμυνα του νησιού από τη θάλασσα και ο δεύτερος με δύο θωρηκτά και οκτώ καταδρομικά με αποστολή την προστασία από τον Ιταλικό Στόλο. Από την Κρήτη, η συμμαχική αεροπορία είχε επιχειρησιακή εμβέλεια που έφτανε μέχρι τις πετρελαιοπηγές του Πλοϊέστι στη Ρουμανία. Η αγγλοκρατούμενη Κρήτη προκαλούσε ανασφάλεια στις δυνάμεις του Άξονα που ετοιμάζονταν για την επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Οι Γερμανοί έκαναν μια έξυπνη κίνηση στη σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου βομβαρδίζοντας ανηλεώς το νησί. Με τον τρόπο αυτό ανάγκασαν βρετανική Βασιλική Αεροπορία να μεταφέρει τα αεροσκάφη της στην Αλεξάνδρεια, εξασφαλίζοντας έτσι πλήρη υπεροχή από αέρος. Παρόλα αυτά το νησί παρέμενε απειλή και έπρεπε να καταληφθεί.
Η κινητή Ελληνική κυβέρνηση
Τι να περιμένει κανείς από ανθρώπους οι οποίοι τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος φοβούμενοι για την προσωπική τους ασφάλεια έσπευσαν να κρυφτούν στα υπόγεια του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Κυβερνητικά στελέχη και ανώτεροι διπλωματικοί υπάλληλοι επέταξαν το γνωστό ξενοδοχείο, θεωρώντας πως η Ιταλική εισβολή δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή τους. Ακολούθως στην καταιγίδα της γερμανικής προέλασης έσπευσαν να εγκαταλείψουν την ηπειρωτική χώρα αναζητώντας έδρα στην Κρήτη αλλά κι εκεί η παρουσία τους ήταν μάλλον τυπική, καθώς παρέμειναν θεατές των γεγονότων σε ένα νησί που συμβόλιζε το έσχατο κομμάτι ελεύθερης Ελλάδας αλλά για τους ίδιους δεν ήταν παρά μια προσωρινή στάση στο ταξίδι προς το νότο που αργά ή γρήγορα θα συνεχιζόταν.
Περισσότερο ίσως κι από τους Βρετανούς, η πολιτική ηγεσία της χώρας μας δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει στο Κάιρο, σε αυτό που θεωρούσε ένα ασφαλές θερμοκήπιο ειρήνης. Απομεινάρια του μεταξικού καθεστώτος οι περισσότεροι Υπουργοί με ένα Βασιλιά εκτός τόπου και χρόνου και με τον τρομοκρατημένο Τσουδερό ως πρωθυπουργό δεν είχαν κανένα πατριωτικό όραμα ή έστω κάποιο προσανατολισμό. Παρασυρμένοι από το ρεύμα των εξελίξεων ακολούθησαν τους παραζαλισμένους συμμάχους που δεν είχαν πάνω από όλα να κρατήσουν το νησί στα χέρια τους.
Μα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ήρθε η κυβέρνηση εδώ, αφού δεν είχε σκοπό να μείνει. Τώρα είναι ελεεινό να βλέπει ο κόσμος αυτή την ατμόσφαιρα φυγής. Ζητούμε από έναν πληθυσμό να πάρει ηρωικές αποφάσεις και συνάμα κουρελιάζουμε το ηθικό του με τη στάση μας. Έξω οι διαδόσεις μαίνονται: «Ο βασιλιάς φεύγει!» «Ο Τσουδερός φεύγει!» Πότε θα πάψουμε να κάνουμε κουταμάρες δωρεάν! Είναι κάτι που λείπει από αυτόν τον πόλεμο… Η Κρήτη από ελεύθερη Ελλάδα που έμοιαζε να προορίζεται μια στιγμή, ξαναγίνεται με τη μοιραία φορά των πραγμάτων μια επαρχία. Θυμάμαι τον Εγγλέζο αξιωματικό που είχε την υπηρεσία τύπου στην Αθήνα. Όταν τον ρώτησα τις προάλλες αν θα ‘μενε ή αν θα πήγαινε στην Αίγυπτο, μου αποκρίθηκε:
«Μα η Κρήτη δεν έχει και τόση σημασία για μας»
Για αυτούς μπορεί, αλλά για τους Έλληνες…
Κυριακή, 11 Μάη, 1941
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ’.