Πώς καταλαβαίνουμε ότι οδηγούμε κουρασμένοι;
Οι κουρασμένοι οδηγοί είναι από τους μεγαλύτερους και πιο ύπουλους κινδύνους που κυκλοφορούν στους δρόμους. Έναν μεθυσμένο ή κάποιον υπό την επήρεια ουσιών, ο έλεγχος της Τροχαίας θα τον «τσιμπήσει». Έναν που πηγαίνει του σκοτωμού, θα τον εντοπίσει το ραντάρ. Έναν που οδηγεί έτοιμος να κοιμηθεί, όμως; Δεν υπάρχει «κουρασόμετρο».
Τεχνολογίες αναπτύσσονται για τα σύγχρονα αυτοκίνητα, που ελέγχουν το ρυθμό βλεφαρίσματος των ματιών και τα αντανακλαστικά του οδηγού, αλλά για έχουμε ακόμα καιρό μέχρι την ευρεία χρήση τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του National Highway Traffic Safety Administration, μόνο στις Η.Π.Α., κάθε χρόνο σημειώνονται περίπου 100.000 ατυχήματα από οδηγούς που κοιμούνται στο τιμόνι, αργούν να αντιδράσουν ή κάνουν λάθος εκτιμήσεις λόγω κόπωσης. Περιστατικά που οδηγούν σε έναν μέσο όρο τραυματισμών άνω των 50.000, μαζί με 800 χαμένες ζωές – κάθε χρόνο, μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ξαναλέμε. Αντιλαμβανόμαστε πλήρως την έκταση του προβλήματος και το λόγο που επ’ ουδενί, δεν πρέπει να καθόμαστε στη θέση του οδηγού όταν είμαστε «κομμάτια». Αυτό, το να νυστάζει ή να είναι κουρασμένος πριν πιάσει τιμόνι, μπορεί να το καταλάβει εύκολα ο καθένας μας. Τι γίνεται, όμως, όταν η κούραση αρχίσει να βγαίνει ενώ οδηγούμε;
Εδώ είναι που τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ύπουλα, καθώς δεν γίνεται να υπάρχει πρόληψη. Ο οδηγός δεν αισθάνεται από πριν κουρασμένος, ώστε να αναβάλλει την οποιαδήποτε διαδρομή ή να επιλέξει διαφορετικό τρόπο μετακίνησης, αν δεν γίνεται να το αποφύγει. Παραδείγματος χάρη, τελειώνει τη δουλειά, βάζει μπροστά, βγαίνει στο δρόμο και πετυχαίνει τον Κηφισό «πήχτρα». Μπροστά του έχει τουλάχιστον 1 ώρα οδήγησης, σε δύσκολες συνθήκες. Λογικό κι αναμενόμενο να εμφανιστεί κούραση, η οποία μέχρι ενός σημείου δεν προκαλεί πέρα από δυσφορία και εκνευρισμό. Όταν αυτό το -αρκετά λεπτό, είναι η αλήθεια- όριο ξεπεραστεί όμως, τότε αρχίζει να μετράει αντίστροφα η πιθανότητα πρόκλησης ατυχήματος. Σε αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο θα πρέπει να είμαστε «ψιλιασμένοι» και να διαβάζουμε τα σημάδια, που δίνουν ο εγκέφαλος και το σώμα μας.
Αν αρχίζουμε να χασμουριόμαστε συνεχώς, να ανοιγοκλείνουμε συχνότερα τα μάτια μας ή να τα τρίβουμε, τότε θα πρέπει να αρχίσουν να βαράνε «καμπανάκια» καθώς αμφότερα αποτελούν εμφανέστατα σημάδια υπνηλίας. Αν τώρα δεν θυμόμαστε τα προηγούμενα χιλιόμετρα, χάνουμε εξόδους ή δυσκολευόμαστε να μείνουμε στη λωρίδα μας, τότε πιθανότατα έχει αρχίσει να μας καταβάλλει η κούραση. Αν, δε, φτάσουμε στο σημείο να χτυπήσουμε κράσπεδο ή να μπούμε κατά λάθος σε δίπλα λωρίδα, τότε θα πρέπει επειγόντως να σταματήσουμε με την πρώτη ευκαιρία. Τα κλασικά αντίμετρα (κατεβασμένο παράθυρο, δυνατή μουσική κλπ) έχουν πεπερασμένα όρια αποτελεσματικότητας, τα οποία μειώνονται δραματικά το χειμώνα. Μεγάλη προσοχή στη θέρμανση, η οποία φέρνει «για πλάκα» υπνηλία ακόμα κι αν δεν είμαστε κουρασμένοι.